Ο Ρομάν Πολάνσκι είναι ένας απωθητικός άνθρωπος και ένας εκπληκτικός καλλιτέχνης. Αυτό σκέφτηκα το καλοκαίρι ενόσω, ούτε διάβαζα ούτε έγραφα στην εφημερίδα, είχα σκοτούρες και επιδόθηκα σε ένα μοναχικό μανιώδη βύθισμα, μου συμβαίνει στα δύσκολα, μέσα στις ταινίες του Γαλλοπολωνού σκηνοθέτη. Βρήκα ησυχία, ασφάλεια και ομορφιά, πολλή ομορφιά στις ταινίες ενός τέρατος.
Αυτή ήταν η αμφίθυμη σκέψη μου. Μαγεία στις ταινίες ενός ανθρώπου που το 1977 παραδέχτηκε ότι έδωσε ηρεμιστικό υπνωτικό στη 13άχρονη Σαμάνθα Γκέιλι, την ενθάρρυνε να γδυθεί, την έβαλε στο τζακούζι και τη βίασε. Ολα αυτά τα θυμήθηκα γιατί συνέβησαν, πρόσφατα, δύο γεγονότα που τον αφορούν.
Εκλεισε «με αμοιβαία ικανοποίηση» μια άλλη υπόθεση βιασμού, με θύμα τη δεκαεξάχρονη –τότε– και θύτη τον 91άχρονο –σήμερα– σκηνοθέτη η οποία είχε λάβει χώρα το 1973. Κάντε τον υπολογισμό.
Επίσης, προβλήθηκε στο πλαίσιο ενός εβραϊκού κινηματογραφικού φεστιβάλ η προτελευταία ταινία του, «An officer and a spy». Ηταν η πρώτη προβολή της ταινίας, που κυκλοφόρησε το 2019. Είχε λογοκριθεί στην Αγγλία και στην Αμερική λόγω του κακού –ούτε καν αμφιλεγόμενου– χαρακτήρα του Πολάνσκι και ποτέ δεν βγήκε στις αίθουσες. Tα εισιτήρια εξαντλήθηκαν αμέσως, ο χαρακτήρας παραμένει σκαιός και η ταινία καλή.
Η συζήτηση δεν είναι νέα. Πρέπει να αφαιρούμε τον λεκέ από το έργο; Και πώς θα τον αφαιρέσουμε επιτυχώς αφού το έργο έχει για πάντα λεκιαστεί απ’ όσα ήδη γνωρίζουμε για τον καλλιτέχνη; Ολα «ποτίζουν» με όσα ξέρουμε. Η γνώση δεν αφαιρείται. Ούτε τα συναισθήματα αφαιρούνται. Νιώθουμε οικειότητα με ό,τι μας συγκινεί. Αισθανόμαστε εγγύτητα με το έργο τέχνης και αποστροφή ίσως για τον δημιουργό, τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις; Οφείλουμε να αυτολογοκρινόμαστε;
Μοιάζει με φιλοσοφική ερώτηση, αλλά η απάντηση είναι απλώς συναισθηματική. Υπάρχει μια περίεργη δυναμική όπου εμπλέκονται συναισθήματα. Είμαστε όλοι αιχμάλωτοί τους, μας κυριαρχούν, και μετά βάζουμε λέξεις, τα ντύνουμε και το λέμε άποψη. Και έτσι όλες οι γνώμες, στην ουσία, άπτονται των συναισθημάτων.
Τα αισθήματα, αυτό είναι βέβαιο, είναι προσωπικά. Οπως εξίσου βάσιμο είναι ότι ο καθένας κουβαλάει την υποκειμενικότητά του στην τέχνη, ειδικά εκεί, στο μέρος όπου δύο πρόσωπα και δύο ζωές συναντιούνται: ο θεατής με τα βιώματά του και ο καλλιτέχνης με το βιογραφικό του.
Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι αν κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με την τέχνη κάνουμε όλες αυτές τις σκέψεις, θα πάψουμε να απολαμβάνουμε την τέχνη. Εάν δεν διαχωρίσουμε το δημιούργημα από τον δημιουργό, θα μείνει ελάχιστη τέχνη εκεί έξω προς τέρψη. Η λίστα απωθητικών ανδρών καλλιτεχνών –τις γυναίκες τις κρατάω για άλλο άρθρο– είναι ατελείωτη.
Ο μισογυνισμός και ο αντισημιτισμός του Ρόαλντ Νταλ έχουν καταγραφεί διεξοδικά, το ίδιο και ο ρατσισμός του Σελίν και ο σεξισμός του Φίλιπ Ροθ και του Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Και ο τελευταίος, συγχωρέστε με, ίσως πήρε το Νομπέλ εξαιτίας του. Τον Βολταίρο και τον Νίτσε εάν τους διαβάσατε κάποτε, έστω και επιφανειακά, σίγουρα δεν διακρίνατε αιμομιξίες. Ο πρώτος είχε ερωτική σχέση με την ανιψιά του Μαρί Λουίζ και ο δεύτερος με την αδελφή του, μια σχέση που τον γέμιζε ενοχές, αλλά ήταν ανίκανος να αντισταθεί.
Το καλλιτεχνικό έργο στέκεται αυτόνομο από τη βιογραφία, ανέγγιχτο από εκείνον που του δίνει ζωή. Η κατανάλωση τέχνης, άλλωστε, δεν μας κάνει κακούς ή καλούς.
Στα έργα του Καραβάτζο διακρίνω ένταση, αλλά όχι τον βίαιο χαρακτήρα του. Στον Πικάσο δεν βλέπω έναν κακοποιητή γυναικών. Στη μουσική του Βάγκνερ –εάν τον άντεχα– δεν θα διέκρινα ρατσιστικές νότες. Στoυς πίνακες των ιμπρεσιονιστών δεν αντικρίζω τοπία ζωγράφων που τάχθηκαν στη λάθος πλευρά, σε αντίθεση με την ταινία του Πολάνσκι που πήρε τη σωστή πλευρά, στην υπόθεση του Εβραίου λοχαγού Ντρέιφους που κατηγορήθηκε άδικα το 1894.
Αλλά το κοινό γνώρισμα όλων των παραπάνω είναι ότι δεν ζουν. Εχει και τα καλά του ο θάνατος· λειτουργεί εξισορροπητικά. Είναι πολύ αποτελεσματικός στον διαχωρισμό του δημιουργού από το δημιούργημα. Το εδώ και το επέκεινα τα χωρίζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Το εκεί λειτουργεί τιμητικά, το εδώ είναι τιμωρητικό. Εισέρχεται η κουλτούρα της ακύρωσης και ισοπεδώνει την τέχνη που, για φανταστείτε, καλείται να κάνει υπερβάσεις, να παραβιάζει τους γήινους περιορισμούς και κυρίως, όπως είπε ο Νικ Κέιβ, να μη βρίσκεται σε ενάρετα χέρια.
Και σε κάθε ακύρωση, τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχει και πάντα και λίγη υποκρισία. Πριν από δύο χρόνια γιορτάστηκαν τα εξήντα χρόνια από την ταινία «Λολίτα» του Κιούμπρικ, βασισμένη στο βιβλίο του Ναμπόκοφ. Θα μπορούσε η «Λολίτα» να είχε κυκλοφορήσει σήμερα;
Αμφιβάλλω. Ούτε η θεματολογία του θα περνούσε το τεστ –βρώμικος μεσήλικας συνάπτει σχέση με ανήλικη– ούτε η σκοπιά του κειμένου θα θεωρείτο ορθή – γιατί η Λολίτα είναι απούσα, δεν «ακούγεται» καθόλου στις σελίδες του βιβλίου, είναι απλώς ένα αντικείμενο στη διάθεση του παιδόφιλου αφηγητή. Ολα θα κρίνονταν ακατάλληλα και μόνο –ελάχιστοι– τολμηροί εκδοτικοί οίκοι θα το εξέδιδαν σήμερα.
Πιστεύω, ενδεχομένως ό,τι και εσείς, πως τέχνη και απαγορεύσεις δεν συμβαδίζουν. Οτι στο έργο δεν θα πρέπει να ψηλαφίζουμε για τoν χαρακτήρα και τις αντιλήψεις του δημιουργού. Το καλλιτεχνικό έργο στέκεται αυτόνομο από τη βιογραφία, ανέγγιχτο από εκείνον που του δίνει ζωή. Η κατανάλωση τέχνης, άλλωστε, δεν μας κάνει κακούς ή καλούς, όποιος ενδιαφέρεται για το ηθικό του προβάδισμα, ας προσπαθήσει περισσότερο, για την εύρεση άλλου τρόπου να μας το δείξει αυτό.
Εντέλει, νομίζω ότι το έχω ξαναγράψει, το κοινό, πάντα εκείνο, αποφασίζει εάν ο καλλιτέχνης ξεθωριάζει, εάν είναι ώρα να αποσυρθεί και εάν το έργο έχει αποδυναμωθεί τόσο ώστε ακόμη και ο χαρακτήρας του καλλιτέχνη να βαραίνει στην άποψή μας. Τότε δεν έχουμε παρά να απαλλαγούμε από το δημιούργημα και τον δημιουργό. Εμείς αποφασίζουμε. Οι πράξεις του Πολάνσκι έγιναν πραγματικά. Οι ταινίες του είναι εικόνες ενός κόσμου όπου γίνονται μαγικές και απεχθείς πράξεις. Αλλά να ακυρώνουμε και τα δύο, είναι σαν να μη βλέπουμε τη διαφορά.
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.