Μια φορά κι έναν καιρό, οι Μούσες ήταν τρεις, η Μνήμη, η Μελέτη και η Αοιδή, το τραγούδι. Επειτα έγιναν εννιά. Κι έπειτα ο Πλάτων, αν είναι όντως δικό του το επίγραμμα 9, 506 της «Παλατινής Ανθολογίας», πρόσθεσε τη Σαπφώ: «Εννιά αριθμούν τις Μούσες κάποιοι. Μα τέτοιο λάθος; / Ιδού και δέκατη. Η Σαπφώ από τη Λέσβο». Πολύ αργότερα, το 1896, ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα «Χαιρετισμός της ρίμας», έκανε τη δική του προσθήκη: «Στο χαίρε μου χαϊδευτικά αποκρίσου, / μες στις εννιά παλιές δεκάτη νέα Μούσα, ω Ρίμα!».
Αραγε οι τεχνολογικές επιτεύξεις μάς υποχρεώνουν να προσθέσουμε σαν ενδέκατη Μούσα την τεχνητή νοημοσύνη; Και να τη δούμε μάλιστα σαν Μούσα που δεν θα αρκείται εσαεί να υπαγορεύει στίχους στους ευνοούμενούς της, ανταποκρινόμενη σε πληκτρολογημένες εντολές πια και όχι σε δεήσεις, αλλά, αλματωδώς εξελισσόμενη, θα αυτονομηθεί αναπόφευκτα, πατροκτονώντας, και θα γράψει τα καταδικά της κείμενα, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, θεολογικά; Στην πεζογραφική και κινηματογραφική φαντασία αυτό έχει ήδη συμβεί, το «μοιραίο» δε εικονίζεται συνήθως με σκοτεινά χρώματα. Στο θεατρικό του έργο «R.U.R.» (1921), ο Τσέχος Κάρελ Τσάπεκ, εμπνευσμένος από παλιό εβραϊκό μύθο για έναν μηχανικό άνθρωπο (γκόλεμ), παρουσιάζει τον κόσμο εξαρτημένο από ανθρωπόμορφους μηχανικούς εργάτες. Τελικά, τα ρομπότ (από την τσεχική λέξη «robota» = εργασία) εξολοθρεύουν τους δημιουργούς τους. Στην ταινία του Τζον Κάρπεντερ «Σκοτεινό αστέρι», στα μέσα του 22ου αιώνα, το διαστημόπλοιο «Dark Star» καταστρέφει εκτροχιασμένους πλανήτες, ώσπου μια λαθεμένη ηλεκτρομαγνητική εντολή ενεργοποιεί τη «Βόμβα Νο 20». Ο αστροναύτης Ντούλιτλ προσπαθεί να τη νουθετήσει, συζητώντας μαζί της θεολογικά. Η βόμβα, όμως, συμπεραίνει πως είναι θεός, αφού δημιουργεί φως με την έκρηξη, και εκρήγνυται απαγγέλλοντας την αρχή της «Γενέσεως»: «Γενηθήτω φως»…
Μοιραία θεωρούν την απελευθέρωση των μηχανών από τους δημιουργούς τους και οι ειδήμονες των νέων τεχνολογιών, απλώς δεν συμφωνούν πότε θα απελευθερωθούν οι μηχανές από τους δημιουργούς τους: το 2050; το 2100; αργότερα;
Μανιχαϊστικά αντιμετωπίζουμε πολλοί την Τ.Ν., μοιρασμένοι σε φλογερούς λάτρεις και παθιασμένους κατεδαφιστές. Την ξαποστέλνουμε στα τάρταρα, σαν σατανά που πρέπει να αλυσοδεθεί, ή την υψώνουμε στον έβδομο ουρανό, σαν παντοδύναμη θεότητα που θα νοιαστεί επιτέλους για τα ανθρώπινα και θα δώσει όμορφες λύσεις σε διαιώνια βάσανα. Αλλά κάτι θα υπάρχει, κάτι πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σε αναθέματα και δοξαστικά. Η αριστοτελική «μεσότης», στο πεδίο της λογικής πια και όχι της ηθικής, δεν είναι δειλία. Είναι ανάγκη.
Ναι, η Τ.Ν. λύνει ήδη προβλήματα σε πολλούς τομείς. Και στο μέλλον θα λύσει πολύ περισσότερα, σε περισσότερα πεδία. Ακοίμητη, χωρίς εσωτερικούς περισπασμούς, ικανή να βλέπει και ν’ ακούει όσα αδυνατούν να συλλάβουν οι αισθήσεις μας, περνάει εύκολα πάνω από τα όρια που στενεύουν τον ορίζοντα των φαιών μας κυττάρων και επεξεργάζεται με αδιανόητη ταχύτητα στοιχεία αδιανόητα πολλά, δυνάμει άπειρα.
Θα καταντούσαμε όμως οπαδοί του Μανιχαίου, ίσως για να μη μας πουν τεχνοφοβικούς, αν δεν αναγνωρίζαμε ότι η Τ.Ν. γεννάει και προβλήματα. Πολλά. Και σε πολλά πεδία. Και πιθανόν στο μέλλον θα γεννήσει πολύ περισσότερα. Η δήθεν ηθικά αυτορρυθμιζόμενη «ελεύθερη αγορά», παραπλανητικό παρανόμι του καπιταλισμού, γελάει σαρδόνια, όταν ακούει τα όνειρα των καλοκάγαθων επιστημόνων, που ελπίζουν ότι οι επινοήσεις τους θα τεθούν στην υπηρεσία του κοινού καλού και δεν θα διακυβευτεί εξαιτίας της κατάχρησής τους η ελευθερία των ανθρώπων ούτε θα καταλυθεί η ιδιωτικότητα.
Μοιραία θεωρούν την απελευθέρωση των μηχανών από τους δημιουργούς τους και οι ειδήμονες των νέων τεχνολογιών.
Το 1949 ο Νόρμπερτ Βίνερ, ο πατέρας της Κυβερνητικής, πίστευε πως η πλήρης αυτοματοποίηση στα «κυβερνητικά εργοστάσια», όπου τα πάντα θα προγραμματίζονται από ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, θα γλιτώσει τον άνθρωπο από τη φθορά της μονότονης επανάληψης και θα του προσφέρει ελεύθερο χρόνο, για να δοθεί στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην αυστηρά δημιουργική σκέψη. Προς το παρόν, δυστυχώς, μόνο αντικατάσταση βλέπουμε: του ανθρώπου από τα τεχνολογικά επιτεύγματά του, τα παιδιά του. Και διόγκωση της ανεργίας. Τα κυρίως απειλούμενα επαγγέλματα; Προγραμματιστές, διαφημιστές, οικονομικοί σύμβουλοι, χρηματοοικονομικοί αναλυτές, λογιστές, γραφίστες, δάσκαλοι και, ναι, δημοσιογράφοι. Νεολουδίτες πάντως δεν πρόκειται να υπάρξουν.
Τα περί Βίνερ τα έγραφα ακριβώς σαράντα χρόνια πριν, στο περιοδικό «Ο Δεκαπενθήμερος Πολίτης» (τχ. 10, 9.3.1984), σε κείμενο με τίτλο «Κι αν ο Ομηρος ήταν τελικά κομπιούτερ;». Αφορμή η είδηση ότι στη Γαλλία είχε εκδοθεί το «πρώτο τηλεματικό μυθιστόρημα», μια «διήγηση με τηλεκείμενο» (βιντεοτέξτ). Δημιουργοί του ο συγγραφέας Γκιγιόμ Μποντέν και ο εικονογράφος Καμίλ Φιλμπέρ. «Εγκαταλείψτε τη διοίκηση κατά διαταγήν του χειριστή», ο τίτλος του. Οι οχτώ ήρωες ζουν στη Λιέγη, σε μια εποχή που το κράτος επιτρέπει τη χρήση μιας και μόνο γλώσσας, κωδικοποιημένης. Χάρη στις τεχνικές της πληροφορικής, κάθε ήρωας επηρεάζει την εξέλιξη της ιστορίας και το ύφος της αφήγησης στηριζόμενος σε ό,τι του παρέχει ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος. Βρισκόμαστε, λοιπόν, αρκετά κοντά στις μηχανές που φτιάχνουν ιστορίες στο μυθιστόρημα «Κυβεριάδα» του Πολωνού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Στανισλάβ Λεμ.
Αν δεν δέχεσαι καν ότι ο Ησίοδος συνάντησε τις Μούσες στον Ελικώνα, κι αυτές τον έπεισαν να στραφεί από το τσομπανιλίκι στην ποίηση, δεν μπορείς και να δεχτείς ότι ένα μυθιστόρημα, έστω, ένα «πληροφορικό» μυθιστόρημα, αφορά το μέγα εγχείρημα της λογοτεχνίας σαν κάτι περισσότερο από παίγνιο. Σαν ένα από τα χιλιάδες παίγνια στο πέρασμα του χρόνου. Ο Πίνδαρος, λ.χ., έγραψε ολόκληρη ωδή χωρίς κανένα σίγμα, επειδή τον ειρωνεύονταν σαν σιγμολάτρη, ο Σιμμίας ο Ρόδιος συνέθεσε ένα επίγραμμα-τεχνοπαίγνιο σχηματίζοντας με τους προσεκτικά μετρημένους στίχους τις φτερούγες του θεού Ερωτα κτλ. Πιο κοντά στα δικά μας χρόνια, το 1894, ο Γάλλος συγγραφέας Πιερ Λουίς καταδιασκέδασε εξαπατώντας το λογοτεχνικό σινάφι: «Ανακάλυψε» και τάχα μετέφρασε στη γαλλική ποιήματα μιας ανύπαρκτης αρχαίας Ελληνίδας ποιήτριας, της Βιλιτώς. Αν η Τ.Ν. εφοδιαστεί επαρκώς, θα «βρει» σίγουρα το θρυλικό δεύτερο βιβλίο της αριστοτελικής «Ποιητικής».
Σε όποια γλώσσα κι αν γράφονται τα «υπολογιστικά» πεζογραφήματα, στην ουσία γράφονται σε μια στεγνή εσπεράντο θεμελιωμένη σε ποσότητες, όχι σε ποιότητες· σε ψυχρούς κανονιστικούς αλγορίθμους, όχι σε λέξεις που τις θερμαίνει μέχρι πυρακτώσεως το πάθος της γραφής, η αγωνία της, που σου τρώει την ψυχή για να σου δώσει λίγα ρήματα. Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή.
* Ομιλία στην ημερίδα «Τεχνητή Νοημοσύνη και Πολιτισμός: Συγκλίσεις και αποκλίσεις», που οργάνωσαν το περιοδικό «(δε)κατα», η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και το Γενικό Συμβούλιο Βιβλιοθηκών (Μουσείο Ακρόπολης, 31.10.2024).