Η σκηνή ήταν βγαλμένη από την εποχή των επαναστάσεων. Ο βασιλιάς περικυκλωμένος από τον αγριεμένο όχλο. Του ουρλιάζουν. Του πετάνε χούφτες λάσπη. Πέτρες. Ξύλα. Ενα παπούτσι. Κι άλλο παπούτσι. Οι κραυγές κάποτε κοπάζουν. Οι φωνές συντονίζονται: «Assassinos! Assassinos!». Δολοφόνοι!
Ο πρωθυπουργός φυγαδεύεται. Ο περιφερειάρχης δραπετεύει κακήν κακώς. Ο βασιλιάς υπομένει και προσπαθεί να ανοίξει διάλογο με τους έξαλλους πλημμυροπαθείς. Η όψη του είναι στιγματισμένη με νωπό χώμα.
Αργότερα, μια πηγή των ανακτόρων θα πει ότι ήταν σωστή η απόφαση της μεγαλειότητάς του να βρεθεί εκεί, αλλά ήταν ίσως λάθος η στιγμή. Ηταν, όμως, μόνο μια κακιά στιγμή;
Δεν βλέπει κανείς στο εμβληματικά λασπωμένο πρόσωπο του Φιλίππου –και της τσακισμένης βασίλισσάς του– μια εικόνα που απειλεί να επαναληφθεί ξανά και ξανά, όπου χτυπάει η κλιματική κρίση; Μια απείθεια κατά του συμβόλου της ενότητας του κράτους, εκεί ακριβώς όπου το κράτος αδυνατεί και θα αδυνατεί να εκπληρώσει την ιδρυτική του αποστολή: Να προστατεύσει τη ζωή και την περιουσία απέναντι σε μια απειλή που το υπερβαίνει.
Ο προπηλακισμός του βασιλιά δεν εκδηλώνει μόνο μια στιγμιαία έκρηξη οργής. Προεικάζει και την πλημμύρα της ριζικής δυσπιστίας κατά του κράτους, που αποδεικνύεται διαρκώς ανεπαρκές να τηρήσει την πιο θεμελιώδη πρόβλεψη του κοινωνικού συμβολαίου.
Οταν ο λαός προπηλακίζει το σύμβολο της ενότητάς του.
Το πολιτικό αδιέξοδο επιδεινώνει το γεγονός ότι η απειλή δεν είναι απτή. Ο «εχθρός» δεν είναι ορατός. Αποδεικνύεται από τους υπολογισμούς των επιστημόνων, αλλά χτυπάει χωρίς να φαίνεται – χωρίς να μπορεί να πιστέψει κανείς εύκολα στην ακαταμάχητη, πλέον, δύναμή του.
Οι εικόνες από την Παϊπόρτα προκαλούν κι ένα επιπλέον ερώτημα που δεν έχει να κάνει με την κλιματική κρίση. Μας καλούν να δούμε πίσω από την οργή.
Πίσω από τη βίαιη αντίδραση, ελλοχεύει κάποιο «δίκιο» που πρέπει να διακρίνουμε, έστω και αν καταδικάζουμε πολιτικά και αισθητικά τον τρόπο που εκδηλώνεται, όχι για να δικαιολογήσουμε τη λάσπη, αλλά για να την εξηγήσουμε.
Δεν είναι όλες οι αγανακτήσεις «λαϊκιστικές». Και ακόμη χειρότερα: Δεν είναι όλοι οι λαϊκισμοί χωρίς κοινωνικές αιτίες που, αν βρούμε την υπομονή να τις αναζητήσουμε, μπορεί να είναι θεμιτές.
Αυτή είναι μια ολοένα και πιο δύσκολη άσκηση, είτε μιλάμε για την Παϊπόρτα της Βαλένθιας, είτε για την Ανατολική Γερμανία, είτε για τα προάστια των μεσοδυτικών πολιτειών της Αμερικής: Να ακούσεις πίσω από την τρομακτική –ενίοτε και τρομοκρατική– κραυγή του άλλου. Να μη μείνεις στον εξορκισμό των -ισμών, στους οποίους εξαντλείται συνήθως η πολιτική ανάλυση. Να καταλάβεις τον θυμό, όπως δεν θα τον καταλάβει ποτέ ο ίδιος ο θυμωμένος.