Στην Αμερική δεν νιώθεις ξένος. Μπορεί να ξεχωρίζεις από την ξενική προφορά, αλλά δεν θα σε κρίνει κανείς γι’ αυτήν. Το αντίθετο. Το αμερικανικό όνειρο θεμελιώθηκε σε αυτή την πραγματικότητα: από την πρώτη ημέρα, ο ξένος μπορούσε να έχει τις ίδιες δυνατότητες με τον «γηγενή», σε μια γη όπου σχεδόν δεν υπήρχαν «γηγενείς».
Η χώρα των μεταναστών φαίνεται τώρα να πέφτει θύμα της εποποιίας της. Η ξενοφοβία δεν καταλαμβάνει μόνο τους γόνους των παλαιών μεταναστών. Η ψήφος των Λατινοαμερικανών είναι ενδεικτική της αλλεργίας και των μεταναστών εκείνων που πρόλαβαν να πάρουν «χαρτιά», έναντι όσων βρίσκονται μόλις ένα σκαλί παρακάτω στην κοινωνική αλυσίδα: των «παράνομων».
Ηδη πριν εκφραστούν στις κάλπες, δύο αρχέγονες δυνάμεις φαινόταν ότι τροφοδοτούσαν το φαινόμενο Τραμπ: η φυλή και το φύλο. Στην ανασφάλεια όσων αισθάνονταν ότι «χάνουν τη χώρα τους» έναντι μιας υποτιθέμενης «εισβολής» ήρθε να προστεθεί και η αντίδραση των φορέων της πατριαρχικής κουλτούρας που έβλεπαν σαν απειλή όχι μόνο τη ρευστοποίηση των φύλων, αλλά και την ανάδυση των γυναικών στη δημόσια ζωή και την οικονομία. Απέναντι σε αυτά τα ρεύματα, μια μαύρη γυναίκα από την Καλιφόρνια δεν είχε καμία τύχη.
Η χώρα των μεταναστών γίνεται γη των γηγενών.
Είναι άραγε νέες αυτές οι τάσεις; Δεν κόχλαζε πάντα ένα κοίτασμα ρατσισμού στα έγκατα του αμερικανικού υποσυνείδητου; Δεν έχασκαν στη χώρα των ίσων ευκαιριών, ανισότητες με βάση το φύλο;
Ναι, οι δυνάμεις αυτές ήταν ενεργές. Αλλά δεν είχαν τεθεί σε λειτουργία οι αντιδραστήρες της ψηφιακής σφαίρας που τις βοήθησαν να κυριαρχήσουν. Δεν δούλευε ο αλγόριθμος που υποδαυλίζει υπαρκτά πάθη και δυσανεξίες, με μοναδικό σκοπό να αυξήσει τον χρόνο καθήλωσης στην οθόνη – και τα αντίστοιχα κέρδη των εταιρειών που διευθύνουν αυτές τις πλατφόρμες. Αυτή η κοινωνική σχάση δεν είχε προμελετηθεί. Την προκάλεσε κατά τύχη ο αυτοματισμός (βλέπε και αμοραλισμός) της κερδοφορίας – η δίψα για ισχύ, στην οποία ο Ελον Μασκ, ως Αριος μεγιστάνας, έδωσε όψιμα και εκλογική υπόσταση.
Χωρίς τον μηχανισμό των αντικοινωνικών δικτύων –το πνεύμα των οποίων ενσαρκώνει ιδανικά ο Μασκ– δεν θα είχε δημιουργηθεί το περιβάλλον που κανονικοποίησε μια υποψηφιότητα με δεδηλωμένες δικτατορικές αξιώσεις. Ο υποψήφιος δεν έχει υποσχεθεί μόνο μαζικές απελάσεις. Εχει δηλώσει διατεθειμένος να αντιμετωπίσει με τα όπλα τον εσωτερικό εχθρό – την αντιπολίτευση και τον Τύπο. Εχει υπαινιχθεί ότι δεν σκοπεύει να αφήσει ποτέ από τα χέρια του την εξουσία που του ενεχείρισε η πλειοψηφία.
Οι εκλογές αυτές έδειξαν ότι μέσα σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον –μέσα στο Δίκτυο του Μασκ– καμία θεσμική ηθικολογία δεν είναι αρκετή. Το δεοντολογικό επιχείρημα υπέρ της δημοκρατίας είναι πια κούφιο. Η κινδυνολογία για το πολίτευμα και τις αξίες του –για τη Δύση και τον πολιτισμό της– αγγίζει μόνο τους ήδη πεπεισμένους.