Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι σύστημα εξουσίας, η θεμελιώδης όμως διαφορά του έναντι των άλλων πολιτευμάτων έγκειται στο ότι βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική αντίθεση με την εξουσία, διότι ενεργεί ανασταλτικά στη σύμφυτη τάση της να καθίσταται αυθαίρετη. Η τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους των κρατικών οργάνων συναρτάται με τη λειτουργία θεσμών αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού τους, τούτο δε προϋποθέτει την κατανομή άσκησης της κρατικής εξουσίας σε διάφορα όργανα σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η οποία εκδηλώνεται και με τη μορφή της δικαστικής ανεξαρτησίας. Η αρχή αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού και της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης.
Ο δικαστής νομιμοποιείται ευθέως από το Σύνταγμα να κρίνει τη συνταγματικότητα και να ερμηνεύει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι θεσπίζονται από τη Βουλή που εκφράζει, στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τη λαϊκή θέληση. Ευθεία νομιμοποίηση από το Σύνταγμα αντλεί ο δικαστής και όταν οι κανόνες δικαίου τυγχάνουν ευρύτατης αποδοχής ή αποδοκιμασίας εκ μέρους της πλειοψηφίας του λαού. Η νομιμοποίηση του δικαστή δεν εμπεριέχει κατ’ ανάγκη το στοιχείο της συναίνεσης των αποφάσεών του εκ μέρους του λαού, όπως στην περίπτωση της Βουλής και της κυβέρνησης. Παράδειγμα τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπου ο δικαστής δεν νοείται να αποδεχθεί τη θέληση ή τις πιέσεις της πλειοψηφίας κατά την ερμηνεία των σχετικών κανόνων, διότι δεν είναι υπόλογος απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, αφού κάτι τέτοιο θα άφηνε απροστάτευτο ένα μέρος της κοινωνίας. Ο δικαστής οφείλει να προσβλέπει στην ορθότητα της δικανικής κρίσης και όχι σε λαοφιλή απήχησή της στην κοινή γνώμη. Μοχθεί για να ορθοτομεί. Οχι για να γίνεται αρεστός σε δεδομένο ακροατήριο, είτε στους κυβερνώντες είτε στο πλήθος. Από την άλλη, ο δικαστής δεν απονέμει δικαιοσύνη εν κενώ στο πλαίσιο ενός κλειστού, πολιτικά παθητικού και ουδέτερου συστήματος, αλλά ασκεί το συνταγματικό του καθήκον σε ένα ανοιχτό πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι ηθικές και πολιτικές αξίες μεταβάλλονται, αυτή δε τη δυναμική οφείλει να συλλαμβάνει και να αποτυπώνει κατά την επίλυση των διαφορών. Αλλωστε η δημοκρατία δεν είναι μόνο το κράτος της πλειοψηφίας, είναι επίσης το κράτος θεμελιωδών αξιών τις οποίες ούτε η πλειοψηφία μπορεί να θίξει.
Το Σύνταγμα καθιερώνει αρχές οι οποίες καθιστούν στους πολίτες διαφανή την άσκηση της ανατεθειμένης στα δικαστήρια πολιτειακής εξουσίας. Οι δικαστικές αποφάσεις, ως πολιτειακές πράξεις, δεν επιβάλλονται έχοντας ως αποκλειστική βάση την εξουσιαστική ισχύ του κράτους, αλλά στηρίζονται σε δικαιικό λόγο, με τη δημόσια συμμετοχή των διαδίκων, που είναι νομικά θεμελιωμένος.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας στα 50 χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας εξέδωσε αποφάσεις που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτεύματος και στη διατήρηση της χώρας στους κόλπους της φιλελεύθερης και δημοκρατικής Ευρώπης. Τρεις είναι οι ιστορικές φάσεις που ξεχωρίζουν στη διαδρομή αυτή: η φάση της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, η φάση του εκσυγχρονισμού και η φάση της οικονομικής και πανδημικής κρίσης.
Για την πρώτη φάση αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση της Ολομέλειας 3700/1974 που παρείχε ευρύτατα περιθώρια στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ειδικότερα έκρινε ότι η κατά την 24.7.1974 σχηματισθείσα κυβέρνηση, μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος της 21.4.1967, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και άσκησε την εξουσία υπό την καθολική συναίνεση του λαού, με σκοπό την αποκατάσταση της δημοκρατικής συνταγματικής τάξης. Υπό τις εξαιρετικές αυτές συνθήκες η κυβέρνηση είχε εκ καταγωγής την εξουσία να εκδίδει συντακτικές πράξεις.
Η δεύτερη φάση του εκσυγχρονισμού αρχίζει από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και φθάνει έως τις παραμονές της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε πλούσια νομολογία για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου, η οποία εμπλουτίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ταυτόχρονα εξέδωσε αποφάσεις που δεν ήταν δημοφιλείς στο πολιτικό σύστημα και στην κοινή γνώμη, μεταξύ των οποίων αυτές της Ολομέλειας για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, καθώς επίσης αποφάσεις στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου (αντισυνταγματικότητα νομιμοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καθώς και μεταφοράς συντελεστή δόμησης), που θέτουν περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία και στην ιδιοκτησία με σκοπό τον ορθολογικό σχεδιασμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε πλούσια νομολογία για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος δικαίου.
Η τρίτη φάση αρχίζει το 2009-2010 και φθάνει έως το 2021, κατά την οποία η χώρα διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση και στη συνέχεια υφίσταται τις συνέπειες της πανδημίας. Η απόφαση της Ολομέλειας 668/2012 δέχθηκε τη συνταγματικότητα του Μνημονίου Συνεννόησης. Στο κείμενο αυτό περιελήφθησαν μέτρα προγράμματος που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές Αρχές έπειτα από συνεννόηση με όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας. Η ιστορική αυτή απόφαση δέχθηκε τις αρνητικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης, πολιτικών κομμάτων και μερίδας της επιστημονικής κοινότητας, αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στην παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Κατά την εξεταζόμενη περίοδο το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις όταν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως η σώρευση επιβαρύνσεων κατά των ίδιων θιγόμενων ομάδων λόγω επιβολής αλλεπάλληλων μέτρων ή η προσβολή δικαιωμάτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασίας (π.χ. νερό), διατηρώντας έτσι μια ισορροπία προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης και ευρυθμίας.
Στην περίοδο της πανδημίας, αυτοπεριοριστική ήταν η στάση του δικαστηρίου όσον αφορά τα μέτρα για την αντιμετώπιση της μεταδοτικότητας της COVID-19. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων σε δομές υγείας, για την τετραήμερη απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υπαλλήλων των ειδικών μονάδων της Πυροσβεστικής, για την απαγόρευση συναθροίσεων σε θρησκευτικούς χώρους λατρείας κ.λπ. Με τη στάση αυτή το δικαστήριο συνέβαλε στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας, αναγνωρίζοντας την κύρια ευθύνη του νομοθέτη, ως πολιτικά υπόλογου, για την άσκηση αρμοδιοτήτων με τεχνικό χαρακτήρα.
Η ισορροπία του πολιτεύματος επιβάλλει ο δικαστής να κινείται εντός των αρμοδιοτήτων του, να μην υποκαθιστά τον νομοθέτη, αλλά να ελέγχει αν οι επιλογές του έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα. Η ερμηνεία του Συντάγματος υπόκειται σε κανόνες και δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές προτιμήσεις του ερμηνευτή, ούτε διαφοροποιείται ανάλογα με τις επιδιώξεις των κρατούντων ή των ερμηνευτών του. Ο δικαστής κινείται σε πεδίο ισορροπιών και η κρίση του διαμορφώνεται με βάση νομικά εργαλεία, λαμβανομένης υπόψη της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, δεδομένου ότι η δικαστική κρίση δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι αξιολογικά ουδέτερη ενόψει των σταθμίσεων που εμπεριέχει, οι οποίες προϋποθέτουν, ώς ένα σημείο τουλάχιστον, κοινωνικές και πολιτικές εκτιμήσεις.
*Ο κ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος είναι πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.