Ακριβώς σαράντα χρόνια πριν έτυχε να διαβάσω το πρώτο μεταφρασμένο στα ελληνικά «ποίημα» που είχε κατασκευαστεί από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είχε δημοσιευτεί στο περ. «Παρουσία» (τχ. 1, Δεκέμβρης 1984) της Λαϊκής Επιμόρφωσης Νομού Πιερίας, σε μετάφραση της Κάτιας Συκαρά, ειδικευμένης στους κομπιούτερ. Τίτλος του: «Μελανιά καλοκαιριάτικη εικόνα». Το είχα παρουσιάσει στον «Δεκαπενθήμερο Πολίτη» (τχ. 34, 22.2.1985), σε κείμενο με τον τίτλο «Και είπεν ο κομπιούτερ». Ιδού:
«Πασπαλισμένη με λαμπύρισμα του ήλιου / οι σκέψεις σου ελεύθερες κενές σαν γλάρος / Υπάρχεις απορροφημένη στον εαυτό σου / φιλημένη από νεφοσκιές / κλειδωμένη σ’ ένα κόσμο μικρό σαν κόκκο άμμου. // Πασπαλισμένη με λαμπύρισμα του ήλιου / γελώντας μυστικά στο τίποτα / ζώντας από στιγμή σε στιγμή σ’ άμμο καυτή / παρασυρμένη απ’ το λαφρύ ωκεανό / κλειδωμένη σ’ ένα κόσμο μικρό σαν κόκκο άμμου. // Πλαισιωμένη απ’ τα μαλλιά σου σαν ιτιά / ξυπόλυτη στις άμμους τριγυρνώντας, / υπάρχεις σα χορεύτρια που κοιμάται, ζητάς τον ήλιο, / παγιδευμένη ανάμεσα σε κίνηση και κίνηση, / κλειδωμένη σ’ ένα κόσμο μικρό σαν κόκκο άμμου. // Λάγνα, με μάτια μενεξεδιά, / αυτόνομη παρασυρμένη απ’ το λαφρύ ωκεανό / γελώντας μυστικά στο τίποτα / τ’ αργόσυρτα τα κύματα πρόθυμα ξεμακραίνουν / κλειδωμένα σ’ ένα κόσμο μικρό σαν κόκκο άμμου».
Σαν να διαβάζεις στιχάκια σαν εκείνα που έπλαθε προπολεμικά η κακοήθεια των «φυλάκων της ορθοφροσύνης» για να ειρωνευτεί τους Ελληνες υπερρεαλιστές. Σε σύγκριση με τα τωρινά στιχουργήματα των εξελιγμένων ψηφιακών στιχογεννητριών, το 1984 βρισκόμασταν ακόμα στην παλαιολιθική εποχή της εισβολής της Τ.Ν. στη λογοτεχνική δημιουργία. Τώρα πια, δύο χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του ChatGPT, έχει εκδοθεί η πρώτη συλλογή που γράφτηκε αποκλειστικά από την Τ.Ν., με τίτλο «I am code» (βλ. Μανώλης Ανδριωτάκης, «Ο κύκλος των ψηφιακών ποιητών», «Κ», 21.11.2023). Κατασκευαστές της τρεις φιλοπερίεργοι Αμερικανοί, που εκμεταλλεύτηκαν το προϊόν code-davinci-002, εκπαιδευμένο σε 175 δισ. παραμέτρους. Επιπλέον, κυκλοφορούν εκατοντάδες συλλογές που φέρονται ως ποιητικές με δηλωμένο συνδημιουργό τους την Τ.Ν. Παραγγέλνεις λέει το θέμα και κατόπιν «επιμελείσαι» ό,τι εμφανίζεται στην οθόνη. Το μηχάνημα σε βγάζει από τον κόπο της σύλληψης και της γέννας. Αλλά η ποίηση είναι ακριβώς αυτός ο κόπος.
Το συγγραφικό ρομπότ ανακυκλώνει δεδομένα σε πέντε ή δέκα από τους άπειρους πιθανούς συνδυασμούς τους. Απομιμείται. Προσομοιώνει. Οι εραστές της εκμηχανισμένης λογοτεχνίας έμειναν μετεξεταστέοι στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας· μόνο τη λέξη «μίμησις» θυμούνται. Στόχος τους, να καταργήσουν τη μεσολάβηση των ανθρώπινων αισθήσεων στη δημιουργία, να θέσουν εκποδών τη συγκίνηση, το παραξένεμα, το αιφνίδιο, το υπαινικτικό, το θερμό, το ανορθολογικό, το αυθαίρετο – τα προαπαιτούμενα της ποίησης.
Αλγόριθμοι και κώδικες
Το παν είναι πληροφορία, τροφοδότηση, αλγόριθμοι, γλωσσικά μοντέλα, κώδικες στεγνοί, όγκος δεδομένων (παρεμπιπτόντως, το μποτ/ρομπότ της Τ.Ν. που παράγει και στίχους, τροφοδοτείται από αόρατους εργαζόμενους των δύο δολαρίων την ώρα). Κι αφήστε τον άνθρωπο να φενακίζεται πως μπορεί να σπάσει τα πλαίσια, να διαρρήξει τον προγραμματισμό, να υπερβεί τα ηλεκτρόνια και τα χρωματοσώματά του.
Οι εραστές της εκμηχανισμένης λογοτεχνίας έμειναν μετεξεταστέοι στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας· μόνο τη λέξη «μίμησις» θυμούνται.
Θαυμάζουμε τη μνήμη του Ομήρου και των λαϊκών ποιητών, που μπορούσαν να ανακαλέσουν φόρμουλες της προ αυτών ποιητικής δημιουργίας, για να τις συνθέσουν με απροσδόκητους τρόπους. Τέχνη ασκούσαν, δεν μεταχειρίζονταν κάποια ξεκούραστη τεχνική. Απείρως μεγαλύτερη η ηλεκτρονική μνήμη, επιτρέπει στον «μηχανικό Ομηρο» να ανασύρει σε ελάχιστο χρόνο μυριάδες φόρμουλες της ποίησης δεκάδων γλωσσών, χιλιάδες ρίμες, δεκάδες στυλ και μέτρα, και επίσης δεκάδες «τεχνάσματα» (παρηχήσεις, επαναλήψεις, αναδιπλώσεις) και να παραστήσει ότι γράφει ποίηση, ανταποκρινόμενη στην «παραγγελιά» μας. Σαν Πίνδαρος ή Σιμωνίδης της εποχής μας, και μάλιστα δίχως να αξιώνει αδρή αμοιβή. Αν η ποίηση είναι τεχνική, τότε ναι, η Τ.Ν. γράφει ποιήματα.
Για προσποίηση πρόκειται όμως, για την αποθέωση ενός ρηχού «à la manière de». Και για παραποίηση. Για νόθευση της ιστορίας της λογοτεχνίας. Στο μέλλον ίσως δούμε να δημοσιεύονται δήθεν άγνωστα ανέκδοτα ποιήματα της Ντίκινσον ή του Καβάφη, τραγωδίες του Σαίξπηρ ή χαμένα δράματα του Αισχύλου. Η σύγχυση θα επιτείνεται συνεχώς, «χάριν παιδιάς» ή λόγω κακοήθειας, όπως ήδη συμβαίνει στην πολιτική ιστορία, στο πεδίο της οποίας «ανακαλύπτονται» φωτογραφίες που δεν τραβήχτηκαν ποτέ (βλ. «Τα απατηλά ιστορικά “κλικ” της Τεχνητής Νοημοσύνης», «Κ», 15.10.2024).
Η ανθρωπότητα, δυστυχώς, δεν έχει δικαίωμα να εμπιστεύεται τον άνθρωπο-μονάδα. Ή μάλλον: Η ανθρωπότητα υποχρεούται να μην εμπιστεύεται τον άνθρωπο. Εκεί που η ανθρωπότητα, έτσι όπως ατελώς και ανεπαρκώς την εκφράζουν εθνικοί θεσμοί και διεθνείς οργανισμοί, θα διστάσει, θα αναβάλει, θα αναγκαστεί να το ξανασκεφτεί, θα θέσει όρια και όρους, ο άνθρωπος θα το αποτολμήσει. Θα καταλάβει και πάλι τον θρόνο του Θεού, κενός είναι. Πολύ πριν αυτονομηθούν οι μηχανές, ο άνθρωπος-μονάδα έχει αυτονομηθεί από κάθε ηθική δέσμευση. Προπετώς αυτοθεοποιούμενος.
Ο Θεός και ο Μασκ
Σε πρόσφατη τηλεοπτική ρεκλάμα, η περίφημη σκηνή στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα, όπως τη ζωγράφισε ο Μιχαήλ Αγγελος, με τον δείκτη του Θεού σχεδόν ν’ ακουμπάει τον δείκτη του πρωτόπλαστου Αδάμ, έχει ανασκευαστεί αλαζονικά: Το δάχτυλο του ανθρώπου, δάχτυλο Θεού πλέον, τείνει προς το δάχτυλο του πλάσματός του: ενός ρομπότ. Ιδού το «πνεύμα των καιρών»: Τώρα πια μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Και πρέπει να κάνουμε τα πάντα. Και θα τα κάνουμε για έναν και μόνο λόγο: επειδή το μπορούμε. Ανενδοίαστα. Και αναιδώς. Δίχως όμως τον πολιτισμό της αιδούς, συνώνυμο του πολιτισμού της ευθύνης, η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του ανθρώπου θα καταντήσει επικίνδυνη φρεναπάτη. Στ’ αλήθεια πιστεύουμε ότι οι Τρεις Νόμοι της Ρομποτικής που πρότεινε το 1942 ο Ισαάκ Ασίμοφ, στο διήγημα «Runaround», θα υποχρεώσουν σε συγκρατημένες σκέψεις τον οποιονδήποτε χυδαία λιμόδοξο Ελον Μασκ, τον «Μωυσή» του Ντόναλντ Τραμπ, που δυστυχώς για την ανθρωπότητα παλιννόστησε, επειδή «τον επέλεξε ο Θεός»;
Σαν είδος, δεν θα πάψουμε ποτέ να πειραματιζόμαστε, στη λογοτεχνία και οπουδήποτε αλλού, για να ικανοποιούμε μιαν αέναα αυτοανανεούμενη περιέργεια. Ο άνθρωπος-άτομο, όμως, ο άνθρωπος-βιομηχανία ή ερευνητικό ινστιτούτο, ο απολυταρχικός ηγεμόνας, ο άπληστος επιχειρηματίας, ο αλαζόνας Τσεό, ο μωροφιλόδοξος ειδήμων, ο υποταγμένος πολιτικός, θα ενδώσει κάποια στιγμή, είναι απολύτως βέβαιο, στον Μέγα Πειρασμό. Θα επιχειρήσει λοιπόν να περάσει και στο πεδίο της Τ.Ν. πάνω από κώδικες δεοντολογίας και κανόνες, γραφτούς και άγραφους. Για να τον γράψει η Ιστορία. Ή, μαζί πάνε αυτά καμιά φορά, για να γράψει την Ιστορία στα παλιά του τα παπούτσια. Την Ιστορία που ποτέ και κανέναν δεν δίδαξε οτιδήποτε, όπως δείχνουν οι αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες τραγωδίες.