Προσδιορισμός ποσοστού εκπιπτόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας

Προσδιορισμός ποσοστού εκπιπτόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας

4' 25" χρόνος ανάγνωσης

Προσδιορισμός ποσοστού εκπιπτόμενου φόρου προστιθέμενης

αξίας

Της Μακαρίου Παναγιώτας

Tax Consultant της Grant Thornton

Στην περίπτωση που η επιχείρηση ενεργεί πράξεις για τις οποίες

παρέχεται το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου προστιθέμενης αξίας και

πράξεις για τις οποίες δεν παρέχεται το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου

προστιθέμενης αξίας, τότε ο Φ.Π.Α. των κοινών δαπανών που εκπίπτει

ορίζεται με ποσοστό πάνω στο συνολικό ποσό του Φ.Π.Α. των κοινών

εισροών (παγίων, γενικών εξόδων κλπ), που βαρύνουν τις

δραστηριότητες της επιχείρησης.

Ως σύνολο δραστηριοτήτων της επιχείρησης νοείται το σύνολο των

πωλήσεων της επιχείρησης που είναι υποκείμενες και απαλλασσόμενες

του Φ.Π.Α. με δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. των εισροών, καθώς και

το σύνολο των πωλήσεων που είναι απαλλασσόμενες του Φ.Π.Α. χωρίς

δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. εισροών αλλά και το σύνολο των

εξαιρουμένων του Φ.Π.Α. εσόδων.

Το συγκεκριμένο ποσοστό υπολογίζεται βάσει ενός κλάσματος που

έχει ως αριθμητή τον ετήσιο κύκλο εργασιών χωρίς Φ.Π.Α. που αφορά

πράξεις για τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α.,

και ως παρανομαστή το συνολικό ποσό του ετήσιου κύκλου εργασιών,

δηλαδή, των πράξεων που παρέχουν αλλά και των πράξεων που δεν

παρέχουν το δικαίωμα έκπτωσης.

Εκροές υποκείμενες σε Φ.Π.Α. + Εκροές απαλλασσόμενες με

δικαίωμα έκπτωσης

Εκροές υποκείμενες σε Φ.Π.Α. + Εκροές απαλλασσόμενες με

δικαίωμα έκπτωσης

& χωρίς δικαίωμα έκπτωσης + Έσοδα εξαιρούμενα του πεδίου

Φ.Π.Α.

Επομένως, δε δημιουργείται το προαναφερθέν κλάσμα από την

επιχείρηση όταν αυτή πραγματοποιεί εκροές που παρέχουν δικαίωμα

έκπτωσης και επιπλέον μόνο εκροές εξαιρούμενες του Φ.Π.Α., δηλαδή

μόνο οικονομικές ενισχύσεις, αποζημιώσεις και επιδοτήσεις μη

φορολογητέες οι οποίες δεν αποτελούν αντιπαροχή και δεν συνδέονται

άμεσα με την τιμή διάθεσης των αγαθών.

Αντιθέτως, Pro-rata, γίνεται μόνο αν ασκείται παράλληλα και

δραστηριότητα του άρθρου 22 του κώδικα Φ.Π.Α. δηλαδή δραστηριότητα

απαλλασσόμενη και χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του αντίστοιχου Φ.Π.Α.

των εισροών.

Από τις ανωτέρω εξαιρούμενες πράξεις, λαμβάνονται υπόψη για τον

προσδιορισμό του κλάσματος, και προστίθενται μόνο στον παρανομαστή,

οι επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που δεν

συνδέονται άμεσα με την τιμή και μόνο στην περίπτωση που υφίσταται

ήδη μερικό δικαίωμα έκπτωσης, λόγω πραγματοποίησης πράξεων

υπαγόμενων στο φόρο, τόσο με δικαίωμα έκπτωσης όσο και χωρίς

δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α.

Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι οι επιδοτήσεις που υπάγονται στο

Φ.Π.Α. και έχουν τον χαρακτήρα συμπληρώματος της τιμής πώλησης των

προϊόντων, οι κοινοτικές επιδοτήσεις που λαμβάνονται για την

εξαγωγή αγαθών εκτός Ε.Ε. εφόσον η τιμή πώλησης είναι μειωμένη λόγω

των επιδοτήσεων, οι επιδοτήσεις που αφορούν συμβόλαια έρευνας τα

οποία καταρτίζονται μεταξύ επιχειρήσεων, οι οικονομικές ενισχύσεις

που δίνονται για την απόσυρση αγαθών και την δωρεάν διάθεση στους

καταναλωτές καθώς και τα έσοδα που πραγματοποιούνται από ανάληψη

υποχρέωσης μη άσκησης ή παραίτησης από το δικαίωμα αποζημίωσης

πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τόσο στον αριθμητή όσο και στον

παρονομαστή του κλάσματος της pro-rata.

Όσον αφορά το δεκαδικό μέρος του ποσοστού το οποίο προκύπτει από

το κλάσμα, αυτό στρογγυλοποιείται πάντα προς τα πάνω σε ακέραια

μονάδα. Για παράδειγμα, εάν το ποσοστό που προκύπτει είναι είτε

70,01% είτε 70,99%, το ποσοστό μετά την στρογγυλοποίηση θα είναι

71% και στις δύο περιπτώσεις.

Προκειμένου για πάγια τα οποία αγοράστηκαν αλλά δεν

χρησιμοποιήθηκαν στην ίδια διαχειριστική περίοδο, και υπάρχει

μεταβολή στο δικαίωμα έκπτωσης μεταξύ του προσωρινού ποσοστού

pro-rata του έτους της αγοράς και του αντίστοιχου οριστικού

ποσοστού του ίδιου έτους, η διαφορά διακανονίζεται αρχικά με την

εκκαθαριστική δήλωση του έτους αγοράς του παγίου. Εν συνεχεία, όταν

υπάρχει διαφορά μεταξύ του οριστικού ποσοστού του έτους αγοράς και

του έτους πρώτης χρησιμοποίησης, τότε η νέα διαφορά που προκύπτει

διακανονίζεται με την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της

διαχειριστικής περιόδου της πρώτης χρησιμοποίησης του παγίου.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνετε στις ακόλουθες κατηγορίες

εσόδων της επιχείρησης, οι οποίες δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται

στο κλάσμα τόσο στον αριθμητή όσο και στον παρονομαστή.

Μερικά από τα έσοδα αυτά είναι τα εξής: α) Έσοδα από συμμετοχές,

β) Τόκοι αποζημιώσεων που εισπράττονται από ασφαλιστικούς

οργανισμούς, γ) Έσοδα από repos, δ) Έσοδα από πωλήσεις παγίων

στοιχείων, ε) Έσοδα από αυτοπαραδόσεις αγαθών, στ) Έσοδα από πώληση

μετοχών, ζ) Έσοδα από αμοιβαία κεφάλαια, η) Τα τεκμαρτά έσοδα από

Α΄ κατηγορίας εισοδήματα, θ) Οι αποζημιώσεις ασφαλιστικών εταιρειών

που χορηγούνται για απώλεια δικαιωμάτων και ατυχήματα προσωπικού,

ι) Τα έκτακτα και ανόργανα έσοδα που προκύπτουν από λογαριασμούς

προβλέψεων δαπανών, κ) Τα ποσά από πράξεις λήπτη και από

ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, λ) Η προμήθεια και η διαφορά τιμής που

εισπράττουν όσοι ασχολούνται με την αγορά και την πώληση

συναλλάγματος, μ) Τα έσοδα από τόκους, αμοιβές και προμήθειες που

εισπράττουν οι τράπεζες καθώς και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα αλλά

και τα έσοδα από ανάληψη υποχρεώσεων πιστωτικών ή χρηματικών

εγγυήσεων.

Ολοκληρώνοντας, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσον αφορά τις

εργασίες, διαπραγμάτευσης συναλλάγματος, μετοχών, μεριδίων,

ομολογιών και λοιπών τίτλων, διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων,

χορήγησης και διαπραγμάτευσης πιστώσεων, ανάληψης υποχρεώσεων,

προσωπικών ή χρηματικών εγγυήσεων, αλλά και οι εργασίες στις οποίες

περιλαμβάνεται η διαπραγμάτευση που αφορά καταθέσεις, τρεχούμενους

λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές καταθέσεων και εμβάσματα,

απαιτήσεις, πιστωτικούς τίτλους, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα καθώς

και η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, οι πράξεις αυτές δεν

λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον πρόκειται για παρεπόμενες της κύριας

δραστηριότητες του υποκείμενου, το οποίο είναι θέμα πραγματικό και

εξαρτάται από τη φύση της δραστηριότητας του υποκείμενου.

Κατά συνέπεια, η είσπραξη τόκων μιας επιχείρησης προερχόμενοι

από καταθέσεις διαθεσίμων, αποτελούν έσοδο χρηματοοικονομικό δηλαδή

απαλλασσόμενο χωρίς δικαίωμα έκπτωσης και θα έπρεπε αρχικά να

συμπεριλαμβάνονται στον παρονομαστή του κλάσματος, όμως, επειδή δεν

αποτελεί την κύρια δραστηριότητα της επιχείρησης αλλά θεωρείται

παρεπόμενη πράξη, δεν πρέπει τελικά να ληφθεί υπόψη στον

παρονομαστή του κλάσματος προσδιορισμού του εκπιπτόμενου φόρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT