Ναρκωτικά και ιατρική «τεχνοεπιστήμη»

Ναρκωτικά και ιατρική «τεχνοεπιστήμη»

4' 42" χρόνος ανάγνωσης

Συνεχίζουμε σήμερα τη συζήτηση για τα ναρκωτικά που ανοίξαμε την περασμένη Κυριακή με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας κατά των Ναρκωτικών. Την περασμένη Κυριακή φιλοξενήσαμε την επιστολή – άρθρο της ψυχιάτρου κ. Κατερίνας Μάτσα, που έχει την επιστημονική ευθύνη του «18 ΑΝΩ», όπου έχει συσσωρεύσει πείρα αρκετών δεκαετιών. Συνεχίζουμε σήμερα με επιστολή – άρθρο του ψυχίατρου και καθηγητή στο ΑΠΘ κ. Φοίβου Ζαφειρίδη, ιδρυτού και πρώτου διευθυντού επί 13 χρόνια του ΚΕΘΕΑ.

Αγαπητέ κ. Καρκαγιάννη,

Με αφορμή την επιστολή της κ. Κατερίνας Μάτσα που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας σας, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τη φύση του προβλήματος της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες και τη θεραπεία του.

Θα ήθελα από την αρχή να διασαφηνίσω ότι σέβομαι και τιμώ απεριόριστα τον άνθρωπο και την επιστήμονα Κατερίνα Μάτσα. H κ. Μάτσα ανήκει στους ελάχιστους σε παγκόσμιο επίπεδο επιστήμονες που με συνέπεια και υπευθυνότητα είναι ταγμένοι στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. H ενασχόλησή της με τη θεραπεία των τοξικοεξαρτημένων δεν οφείλεται σε βιοποριστικές, ανελικτικές, ψυχολογικές ή άλλες συγκεκαλυμμένες ιδιοτέλειες, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση των ιδεολογικών της πεποιθήσεων, τις οποίες υπηρετεί εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Αυτά ακριβώς είναι που διαχωρίζουν την κ. Μάτσα από τους ποικιλώνυμους θεραπευτικούς παράγοντες που ανακάλυψαν και στη συνέχεια ψελλίζουν διάφορα περί προσωπικής και κοινωνικής αλλαγής, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να εδραιώσουν την επαγγελματική τους και επιστημονική τους καριέρα. Αποτέλεσμα ο λόγος τους να μην έχει καμιά σχέση με την καθημερινή τους πράξη και να αναπαράγουν μέσα στα θεραπευτικά τους προγράμματα την κοινωνική υποκρισία που ο χρήστης βίωσε με καταστροφικές συνέπειες τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής του.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το πρόβλημα της εξάρτησης με τον σημερινό του ανεξέλεγκτο χαρακτήρα, σχετίζεται άμεσα με τις στάσεις ζωής και τον πολιτισμό που το σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο προάγει. H ιατρικοποίηση του προβλήματος και η αντιμετώπισή του με φαρμακευτικές μεθόδους αποτελεί μια ύποπτη διαχειριστική επιλογή που αποσκοπεί στον εφησυχασμό και τον αποπροσανατολισμό της κοινωνίας. Γιατί η ανάθεση της επίλυσης ψυχοκοινωνικών προβλημάτων στη σύγχρονη ιατρική τεχνοεπιστήμη (καμιά σχέση με την ιπποκρατική ιατρική) δεν μπορεί παρά να παθητικοποιεί ακόμη περισσότερο την κοινωνία και να αποτρέπει τον προβληματισμό και την ανησυχία, οι οποίες θα μπορούσαν να την οδηγήσουν στην ανάληψη της ευθύνης επίλυσης του προβλήματος. Τα τελευταία χρόνια αποτελεί πάγια τακτική των σύγχρονων καπιταλιστικών συστημάτων, ο κατακερματισμός των προβλημάτων και η ανάθεση της αντιμετώπισής τους σε ομάδες εξειδικευμένων τεχνοκρατών, κατ’ εντολήν υποτίθεται της εν υπνώσει διατελούσης κοινωνίας. Ετσι και σε μια σειρά άλλων σύγχρονων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα το οικολογικό πρόβλημα, διαπιστώνουμε την εφαρμογή της ίδιας στρατηγικής. Είναι προφανές ότι μια ευαίσθητη, προβληματιζόμενη και εμπλεκόμενη στην επίλυση των προβλημάτων της κοινωνία, αναπτύσσει μια ανεξέλεγκτη δυναμική αλλαγής, άκρως επικίνδυνη για τη διαιώνιση του συστήματος, ενώ αντίθετα, οι εξειδικευμένοι τεχνογνώστες με τους παχυλούς μισθούς και την τεράστια εξουσία που αποκτούν, αποτελούν χειραγωγήσιμες δυνάμεις.

Τα στεγνά θεραπευτικά προγράμματα, δηλαδή θεραπευτικές προτάσεις που δεν χρησιμοποιούν φαρμακευτικές ουσίες, δεν διαφοροποιούνται από τις φαρμακευτικές προτάσεις μόνο από το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιούν φάρμακα, ούτε γιατί υιοθετούν ψυχολογικές και κοινωνικές μεθόδους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αλλά, γιατί στόχοι αυτών των θεραπευτικών προγραμμάτων από τη γέννησή τους είναι η προσωπική και κοινωνική αλλαγή. Οπου η μία αποτελεί προϋπόθεση της άλλης: γιατί η προσωπική αλλαγή δεν μπορεί να εδραιωθεί, χωρίς πλαίσιο κοινωνικής ανάπτυξης και όραμα κοινωνικής αλλαγής και η κοινωνική αλλαγή δεν είναι εφικτή χωρίς προσωπική αλλαγή. Αυτή ακριβώς η δέσμευση υποχρεώνει τα στεγνά θεραπευτικά προγράμματα -αν θέλουν πράγματι να διαφοροποιούνται από τις ιατροφαρμακευτικές λύσεις- να προσεγγίζουν ολιστικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Να μην περιορίζουν την έννοια της ζωής στη βιολογική της υπόσταση, αλλά να διαμορφώνουν όρους πνευματικής, ηθικής και ιδεολογικής ανάτασης. Με τέτοιες θέσεις τα στεγνά προγράμματα εντάσσονται σε μία κινηματική λογική που διαμορφώνει όρους ρήξης με το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης και τις αντιλήψεις του για το νόημα της ζωής. Ετσι θα αναδείξουν τη διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικών επιλογών και ψυχικής υγείας. Επίσης, θα αποδυναμώσουν όσους, όπως ο κ. Καρκαγιάννης, τα κατηγορούν ως εξωραϊσμένους κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Οσο τα στεγνά θεραπευτικά προγράμματα δεν υιοθετούν αυτά τα χαρακτηριστικά τείνουν να ομοιάζουν με τα φαρμακευτικά προγράμματα. Απευθύνονται μόνο στη βιολογική υπόσταση της ζωής, εκπαιδεύουν δηλαδή τα μέλη τους στο πώς να ζουν χωρίς παράνομες ουσίες, ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες και με κύριο στόχο την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία και το κοινωνικό μόρφωμα που υποκαθιστά τα τελευταία χρόνια την κοινωνία των σχέσεων. Αλλά αυτή ακριβώς η πορεία είναι που αργά ή γρήγορα θα θέσει το ερώτημα αν αξίζει ο κόπος να υπάρχουν όταν ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα φτάνουν τα προγράμματα μεθαδόνης με πολύ φτηνότερο κόστος και με πολύ μαζικότερο τρόπο. Αρα, λοιπόν, ο μοναδικός λόγος ύπαρξης των στεγνών θεραπευτικών προτάσεων, αυτός που πραγματικά τα διαφοροποιεί από τις φαρμακευτικές λύσεις είναι η ολιστική τους προσέγγιση, η ενασχόλησή τους δηλαδή με ιδεολογικά, πνευματικά και ηθικά ζητήματα, πράγμα που αδυνατούν να πράξουν οι φαρμακευτικές ουσίες, νόμιμες ή παράνομες, σκληρές ή μαλακές, επικίνδυνες ή ακίνδυνες για την ανθρώπινη ζωή.

Ολα τα παραπάνω για να περάσουν μέσα σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα προϋποθέτουν ένα προσωπικό που ζει καθημερινά με τις αξίες αυτές, που δεν έχει καμία σχέση με τον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο που η καθημερινή του ενασχόληση είναι γύρω από τα υλικά ζητήματα και φυσικά το κέρδος. Πόσους τέτοιους θεραπευτές μπορούμε να έχουμε εκτός της κ. Μάτσα; Να γιατί πιστεύω ότι οι επαγγελματικές θεραπευτικές προτάσεις είναι καταδικασμένες να υπηρετούν περισσότερο τα επαγγελματικά τους στελέχη παρά τους χρήστες, τις οικογένειές τους και την κοινωνία. Προσφέρουν δηλαδή και αυτές ψευδαισθησιογόνα άλλοθι στην εφησυχασμένη κοινωνία…

Μοναδική ελπίδα στην αντίστροφη πορεία αποτελούν οι αυτοοργανούμενοι πολίτες σε ομάδες αυτοβοήθειας, όπως αυτές των Ανώνυμων Αλκοολικών και των Ανώνυμων Τοξικομανών.

Νομίζω ότι αυτές τις προσπάθειες οφείλουμε οι ειδικοί επιστήμονες να πλαισιώσουμε με περιφερειακούς ρόλους.

Φοίβος Ζαφειρίδης – Ψυχίατρος, αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT