Το πρότυπο ανάπτυξης του «σκουπιδοτενεκέ»

Το πρότυπο ανάπτυξης του «σκουπιδοτενεκέ»

3' 41" χρόνος ανάγνωσης

Η σύγχρονη Ελλάδα, πάσχοντας από διαρκές και αθεράπευτο σύνδρομο στέρησης «ανάπτυξης» (τελευταία έγινε και «αειφόρος»), λαμβάνει αποφάσεις για το πού και πώς θα διατεθούν εθνικοί και κοινοτικοί πόροι για να αντιμετωπισθεί το έλλειμμα ανάπτυξης με τρόπο που παραπέμπει στο «πρότυπο του σκουπιδοτενεκέ» (garbage can model).

Οι M. D. Cohen, J. G. March, J. P. Olsen (στο «A Garbage Can Model of Organizational Choice», 1972) πρότειναν αυτό το πρότυπο για την ανάλυση αποφάσεων πολιτικών οργανισμών που λειτουργούν σε (πολύ συνηθισμένες) συνθήκες αμφιταλάντευσης και αχαλίνωτης αμφισημίας. Γεγονότα και καταστάσεις αντιμετωπίζονται με πολλούς διαφορετικούς, συνήθως αταίριαστους, τρόπους δημιουργώντας σύγχυση και ένταση. Ονόμασαν «οργανωμένες αναρχίες» αυτούς τους οργανισμούς γιατί χαρακτηρίζονται από έλλειψη συνοχής, ρευστή συμμετοχή, προβληματικές προτιμήσεις και αδιευκρίνιστη «τεχνολογία». Τα πρόσωπα εναλλάσσονται και μετακινούνται πολύ γρήγορα από τη μια απόφαση ή υπηρεσία στην άλλη. Πολλοί συνήθως δεν ξέρουν τι θέλουν. Οι πολιτικοί σχεδόν ποτέ δεν ξεκαθαρίζουν τους στόχους τους, έχουν απροσδιόριστες προτιμήσεις, και λειτουργούν κάνοντας πειράματα. Οι εισροές πόρων μετατρέπονται σε προϊόντα με ασαφείς διαδικασίες. Μελέτες γίνονται, αλλά δεν χρησιμοποιούνται στις αποφάσεις που λαμβάνονται με αδιαφάνεια. Τα μέλη μιας οργανωμένης αναρχίας γνωρίζουν τη δουλειά τους, αλλά γνωρίζουν ελάχιστα το ρόλο της στον μεγαλύτερο οργανισμό. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ οργανισμών είναι συνηθισμένοι και οι δικαιοδοσίες τους έχουν ασαφή όρια.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, τα προβλήματα, οι λύσεις και οι κάθε λογής εμπλεκόμενοι δεν συνδέονται μεταξύ τους. Οι αποφάσεις σπάνια ακολουθούν τη λογική σειρά από το πρόβλημα στη λύση. Η λογική του προτύπου του σκουπιδοτενεκέ είναι «ποιος δίνει σημασία σε τι και πότε». Οι αρμόδιοι δυσκολεύονται να επιλέξουν τα ζητήματα που θέλουν να επιλύσουν· ασχολούνται περισσότερο με όποια προβλήματα ανακύπτουν, κυρίως από παράγοντες έξω από τον έλεγχό τους. Η ενασχόληση με ένα θέμα είναι συνάρτηση ευκαιριών, μεροληψίας, της τυπικής θέσης του αρμόδιου στον οργανισμό και των άλλων θεμάτων που ανταγωνίζονται για την προσοχή του.

Οι λύσεις έχουν τη δική τους ζωή, διακριτή από τα προβλήματα για τα οποία προορίζονται! Συνήθως, προκύπτουν από διάφορα ανεξάρτητα γεγονότα που συμβαίνουν εντός και εκτός του περιβάλλοντος όπου γεννιέται το πρόβλημα ή που χειρίζεται τη λύση του. Είναι περισσότερο απαντήσεις που ψάχνουν για κατάλληλες ερωτήσεις. Οι πολιτικοί ή/και οι σύμβουλοί τους έχουν τα «αγαπημένα» τους προβλήματα ή προωθούν τις «αγαπημένες» τους «λύσεις» όταν δοθεί η ευκαιρία να πάρουν μια απόφαση ή μια πρωτοβουλία χωρίς αναγκαστικά να γνωρίζουν το πρόβλημα για το οποίο προορίζονται. Ή, ψάχνουν να βρουν ένα πρόβλημα για το οποίο έχουν μια έτοιμη λύση. Μερικές φορές, προβλήματα και λύσεις τυχαίνει να ταιριάζουν! Αυτό το περιβάλλον λήψης αποφάσεων μοιάζει με «σκουπιδοτενεκέ» όπου πετιούνται κι απ’ όπου ανασύρονται προβλήματα και λύσεις αναλόγως των περιστάσεων.

Στη σύγχρονη Ελλάδα, παρ’ όλα τα στρατηγικά φυσικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματά της και τις γενναίες κοινοτικές ενισχύσεις, παραμένουν σημαντικά, αν όχι διογκούμενα, προβλήματα σε πολλούς τομείς – γεωργία, τουρισμό, μεταποίηση, κοινωνικές υπηρεσίες, κατάσταση περιβάλλοντος, ποιότητα ζωής σε πόλεις και στην ύπαιθρο. Η χώρα παρουσιάζει ανησυχητική αδυναμία να διατηρήσει το φυσικό και πολιτισμικό της κεφάλαιο και να συγκροτήσει το αναγκαίο οικονομικό, κοινωνικό και θεσμικό κεφάλαιο για την αειφορικότητα της ανάπτυξής της.

Παράλληλα, με καταιγισμό ανακοινώσεων, επίδειξη των πλεονεκτημάτων στο εξωτερικό και γενναίες επιδοτήσεις μέσω του αναπτυξιακού νόμου Ν. 3299/2004 (που είναι άγνωστο αν έχει κοστολογηθεί) προσπαθεί εναγώνια να προσελκύσει επενδυτές που θα λύσουν τα αναπτυξιακά προβλήματα με μεγάλα, εκτός κλίμακας, έργα. Η σιωπηλή υπόθεση (γιατί δεν ανακοινώνονται μελέτες που τα υποστηρίζουν) είναι ότι τα μεγάλα έργα θα έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και μηδαμινό κόστος, τα οφέλη θα διαχυθούν στις περιφέρειες, και θα καταγραφούν υψηλοί ρυθμοί περιφερειακής και εθνικής ανάπτυξης.

Ολα τούτα θα γεννούσαν αισιοδοξία για την κάλυψη του αναπτυξιακού ελλείμματος αν δεν υπήρχαν δύο σημεία που δημιουργούν προβληματισμό και αγωνία: ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται και προωθούνται αναπτυξιακές λύσεις και η απουσία δημόσιου σχεδιασμού. Συνήθως, οι τοπικές κοινωνίες μαθαίνουν μια μέρα, από εφημερίδες και απολογισμούς «αναπτυξιακών συνεδρίων», ότι θα γίνει ένα μεγάλο έργο στην περιοχή που συνήθως δεν έχει σχέση με τα προβλήματα που βιώνουν.

Η απουσία δημόσιου σχεδιασμού καθυστερεί το αυτονόητο πάντρεμα αναπτυξιακών προβλημάτων και (αειφορικών) λύσεων καθώς και την στοχοθετημένη και αιτιολογημένη χρήση εθνικών και κοινοτικών κονδυλίων. Για να εκπληρωθούν, όμως, αυτές οι δύο λειτουργίες απαιτούνται συλλογικό όραμα, συναποφασισμένοι στόχοι, ευρεία δημόσια συμμετοχή, επαρκής, δημόσια τεκμηρίωση, συντονισμός θεσμικών και διοικητικών μηχανισμών, διαρκής παρακολούθηση και συστηματικός έλεγχος, και κυρίως ήθος συλλογικής ευθύνης.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας: το αναπτυξιακό έλλειμμα της χώρας αντιμετωπίζεται με οδηγό το «πρότυπο του σκουπιδοτενεκέ». Ομως, τα περιεχόμενα ενός σκουπιδοτενεκέ δεν έχουν παρά ένα τελικό προορισμό, τη χωματερή…

* Η κ. Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT