Το καλοκαίρι του 2007, και ενώ το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ αγωνιζόταν για την πολιτική του επιβίωση, η Τουρκία φιλοξενούσε τις συνομιλίες Ισραήλ και Συρίας και συνέβαλε στην επίτευξη εκεχειρίας και πολιτικής λύσης στο αδιέξοδο του Λιβάνου. Υπό την καθοδήγηση του συμβούλου του πρωθυπουργού Ερντογάν και του προέδρου Γκιουλ, και νυν υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία έχει αποδυθεί τα τελευταία χρόνια σε μια μεθοδική προσπάθεια να εξελιχθεί σε αποδεκτό διαμεσολαβητή σε μια σειρά περιφερειακών συγκρούσεων και να αναβαθμίσει το ρόλο της στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και στο διεθνές σύστημα γενικότερα.
Η εμφανής -και όχι μόνο λόγω της επίσκεψης Ομπάμα- στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας στους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον ήταν μία μάλλον δυσάρεστη έκπληξη για τους σχεδιαστές πολιτικής στην Αθήνα. Είτε μιλούμε για τη σύγκρουση Ρωσίας – Γεωργίας στον Καύκασο, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το παλαιστινιακό πρόβλημα, την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, τις σχέσεις Δύσης και Ισλάμ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν ή την ομαλή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, η Τουρκία έχει καταφέρει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι η χώρα-κλειδί για τη διευθέτηση του ζητήματος, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές υπεροπτικά τους Ευρωπαίους ή τους Ισραηλινούς και επισημαίνοντας, όχι πάντοτε με διπλωματικό τρόπο, ότι εκείνοι χρειάζονται την Τουρκία και όχι το αντίθετο.
Πόσο ακριβής όμως είναι αυτή η εντύπωση; Δεν πρέπει να μας ξεγελά η ατμόσφαιρα ευφορίας στην Αγκυρα σχετικά με τον περιφερειακό και παγκόσμιο ρόλο της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε ότι λιγότερο από τρία χρόνια πριν, πολλοί Τούρκοι αναλυτές προβληματίζονταν σοβαρά για τις στρατηγικές επιλογές της χώρας τους, λόγω των σοβαρότατων τριβών με τις ΗΠΑ ένεκα Ιράκ και Κούρδων, και της συνεχιζόμενης εμφανούς απροθυμίας μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να δεχθούν την Τουρκία ως πλήρες μέλος της Ε.Ε. Και στη σημερινή, σαφώς θετική για την Αγκυρα, συγκυρία τίθενται κάποια ερωτήματα: Μπορεί η Τουρκία να συνθέσει με επιτυχία τις πολλαπλές της διαστάσεις: ανεξάρτητη, εθνικιστική, ισλαμική, παντουρκική/νεο-οθωμανική, παγκόσμια και δυτική; Παραμένουν οι φιλοδοξίες της Τουρκίας συμβατές με τους στρατηγικούς στόχους της Δύσης;
Αυτές οι γραμμές γράφονται όχι για να υποτιμηθεί ο, όντως σημαντικός, περιφερειακός ρόλος της Αγκυρας, αλλά για να μην υπερτιμήσουμε το ειδικό βάρος της γειτονικής χώρας. Η Τουρκία αποπειράται την οικοδόμηση της εξωτερικής πολιτικής της κατά μήκος εναλλακτικών στρατηγικών αξόνων («στρατηγικό βάθος») και όχι μόνο του δυτικού άξονα. Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος της υπερεξάπλωσης, ιδιαίτερα αν η διπλωματική δραστηριότητα δεν υποστηρίζεται από την απαραίτητη οικονομική ισχύ, όπως συνέβη και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Προσπαθεί να υλοποιήσει μια πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με ανοίγματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Αν η προσπάθεια είναι επιτυχημένη, τότε ασφαλώς τα οφέλη θα είναι σημαντικά. Ωστόσο, όπως λένε οι Αμερικανοί, αν περπατάς στη μέση του δρόμου, κινδυνεύεις από τα αυτοκίνητα που κινούνται και προς τις δύο κατευθύνσεις.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).