«Χαίρομαι που ακούω ότι είσαι καλά…»

«Χαίρομαι που ακούω ότι είσαι καλά…»

2' 33" χρόνος ανάγνωσης

Ο μακροσκελής τίτλος του είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να προσελκύσει, μπορεί να αποθαρρύνει: «Ενα περιστέρι έκατσε σ’ ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του». Επιπλέον, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Αντερσον, που υπογράφει την ταινία, υπερασπίζεται έναν κινηματογράφο περίτεχνα εσωστρεφή, ίσως και ερμητικά κλειστό, εστιάζοντας με επιμονή και φροντίδα στο ασήμαντο. Μάλιστα, ο ίδιος εισάγει και έναν όρο, το «trivialism», ως κινηματογραφικό ρεύμα όπως είναι ο νεορεαλισμός ή το σινεμά του παραλόγου. «Μου αρέσει να ασχολούμαι με υπαρξιακά ζητήματα μέσα από συνηθισμένες και φαινομενικά μπανάλ καταστάσεις», λέει.

Η τελευταία του ταινία, «Ενα περιστέρι…», που βραβεύτηκε με το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας 2014, προβάλλεται ήδη σε δύο αθηναϊκές αίθουσες για τρίτη συνεχή εβδομάδα και προβλέπεται να συμπληρώσει μήνα. Θα ήταν δύσκολο να περιγράψουμε την υπόθεση, καθώς είναι σύντομες, σχετικά αυτόνομες, ιστορίες, με συνδετικό κρίκο δύο πλανόδιους πωλητές παιχνιδιών (εμπορεύονται γκατζετάκια που -θεωρητικά- προκαλούν γέλιο), σαν σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα. Βαρείς οι ίδιοι, αγέλαστοι, σιωπηλοί, με όψεις ανθρώπων που πάσχουν από βαθιά κατάθλιψη, περιφέρονται, παρουσιάζοντας μηχανικά και εντελώς ανόρεχτα την πραμάτεια τους. Οτιδήποτε κουβαλούν στη βαλίτσα τους, μάσκες, τρικ γέλιου κ.ο.κ. αχρηστεύεται από την ίδια τους την εμφάνιση. Ολη η ταινία «παγωμένη», τόσο στο φως όσο και στη φωτογραφία της, με ένα αίσθημα του τέλους του κόσμου, χωρίς τυμπανοκρουσίες, να τη διατρέχει, με μαύρο χιούμορ που σε ορισμένες σκηνές είναι πράγματι ξεκαρδιστικό.

Σε άλλους θεατές αρέσει πολύ, άλλοι πλήττουν, δεν έχει τόσο σημασία αυτό· σιγά σιγά, όπως αποδεικνύεται, κερδίζει το κοινό της, γι’ αυτό και οι δύο αιθουσάρχες, οι αδελφοί Στεργιάκη, αποφάσισαν να την κρατήσουν και να την υποστηρίξουν.

Θα επιχειρήσουμε μια υπόθεση εργασίας: η επιτυχία, ο σταθερά ανερχόμενος αριθμός εισιτηρίων για την ακρίβεια, της ταινίας σχετίζεται (και) με τη μελαγχολικά υπνωτιστική δύναμή της. Με αυτόν τον επαναλαμβανόμενο κύκλο φράσεων και καταστάσεων που συμφιλιώνει με το «trivialism» της καθημερινότητας. «Χαίρομαι που ακούω ότι είσαι καλά…», λένε σχεδόν κατά κανόνα στα τηλεφωνήματά τους τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις διάφορες ιστορίες. Λένε και ύστερα σιωπούν. Από αμηχανία ή από έλλειψη ενδιαφέροντος. Κρατούν το ακουστικό στο αυτί, εκστομίζουν τη φράση-κλειδί κοιτώντας αμήχανα στο κενό. Η αλήθεια είναι ότι ούτε «ακούν» ούτε «χαίρονται». Οι χαρακτήρες του Αντερσον μοιάζουν να έχουν χάσει αυτή την ικανότητα. Οι κινήσεις τους είναι μηχανικές αλλά όχι νεκρές. Δεν λείπουν αναλαμπές επιθυμίας ή πάθους. Και κυρίως: δεν λείπει η ανάγκη της συνύπαρξης ακόμη κι αν τα βλέμματα δεν είναι στραμμένα στον διπλανό, δεν «ακουμπούν» πάνω στα πρόσωπα, αλλά χάνονται στην ονειροπόληση, στην αυτοσυντήρηση ή καθρεφτίζουν έναν άδειο χώρο.

«Υπάρχει ένας στίχος σε μια συλλογή παλιάς ισλανδικής ποίησης με τίτλο The poetic Edda, που λέει πως “ο άνθρωπος είναι η απόλαυση του ανθρώπου”. Σε κάθε περίπτωση αν ο άνθρωπος είναι η χαρά των άλλων, είναι ταυτόχρονα η πηγή των προβλημάτων και του πόνου του – κι αυτό ισχύει τόσο για τις σημαντικές στιγμές της Ιστορίας όσο και για τις μικρές στιγμές της καθημερινότητάς μας», λέει ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του (το πρόσφατο 55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχε αφιέρωμα στο σύνολο του έργου του).

Ο θεατής, στην ταινία του Αντερσον, μοιάζει με τον μοναχικό θαμώνα ενός καφέ. Παρατηρεί την κίνηση γύρω του και μέσα του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT