Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η χώρα οδηγείται μοιραία σε μια νέα τραγωδία και πάντως σε συνέχιση του οικονομικού και πολιτικού αδιεξόδου, που ζούμε πέντε χρόνια τώρα. Η κρίση, η πολιτική αβεβαιότητα και αστάθεια θα συνεχιστούν με την ίδια ένταση, ίσως και μεγαλύτερη, είτε πλειοψηφήσει το Ναι είτε το Οχι. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο, διότι το δημοψήφισμα, έτσι όπως προκηρύχθηκε, εκβιαστικά, εντός μιας πρωτοφανούς και ανήκουστης προθεσμίας πέντε ημερών, πάνω σε ένα δίλημμα τυπικά και ουσιαστικά ανύπαρκτο ή άνευ αντικειμένου, καταστρατηγώντας το Σύνταγμα, είναι και αυτό σύμπτωμα της κρίσης. Οχι μόνον δεν θέτει τέρμα στην αβεβαιότητα και στα αδιέξοδα, όχι μόνον δεν ανοίγει προοπτική αντιμετώπισής τους, αλλά επιβεβαιώνει την κρίση, τη μεγεθύνει, και τη βαθαίνει. Και αυτό ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Το δημοψήφισμα δεν αποτελεί, όμως, μόνον προϊόν και απόδειξη της κρίσης θεσμών και αξιών. Ανοίγει, επιπλέον, δυστυχώς, δύο μεγάλα νέα χάσματα ή επιφέρει δύο ρήγματα στην ελληνική κοινωνία. Ενα χάσμα εσωτερικό, εθνικό και ένα ευρωπαϊκό.
Δημιουργεί, κατά πρώτο λόγο, έναν βαθύ, πολυεπίπεδο διχασμό. Διχασμό πολιτικό: αριστερών- δεξιών, μνημονιακών-αντιμνημονιακών, εθνικολαϊκιστών και ευρωπαϊστών, μεταρρυθμιστών και αντιμεταρρυθμιστών, κ.ά. Διχασμό ή χάσμα έπειτα κοινωνικό: ανέργων και εργαζομένων, μισθωτών του Δημοσίου – συνταξιούχων από τη μία μεριά και επαγγελματιών και επιχειρηματιών του ιδιωτικού τομέα από την άλλη. Και ένα άδηλο, τέλος, χάσμα πολιτισμικό και πνευματικό, αντιλήψεων και ιδεολογίας, που καλλιεργεί και εντείνει την ασυνεννοησία και εμποδίζει κάθε είδους εθνική συνεννόηση. Δυσκολεύει τη διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής πρότασης εξόδου από την κρίση και συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων.
Παράλληλα όμως με αυτό τον πολιτικό και κοινωνικό διχασμό, το δημοψήφισμα δημιουργεί, κατά δεύτερο λόγο, και ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ρήγμα της χώρας με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και σε σχέση με την ενεργό συμμετοχή μας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και αυτό με ανυπολόγιστες συνέπειες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, 35 χρόνια μετά την ένταξή μας στην Κοινή Αγορά.
Με το διχαστικό του ερώτημα, το δημοψήφισμα θέτει ακόμη, στον ελληνικό λαό, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν οι εμπνευστές του ένα δίλημμα υπαρξιακό για τη χώρα: διαρρηγνύει την οργανική ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και αν ακόμη δεχτώ ότι δεν είναι, ακριβώς, έτσι, σίγουρα το δημοψήφισμα διχάζει χωρίς λόγο και διασπά τον λαό, εξ αποτελέσματος τουλάχιστον. Και πάντως απομονώνει πολιτικά και οικονομικά τη χώρα από τον φυσικό, τον οργανικό της χώρο, την Ευρώπη. Από πρωταγωνιστή την καθιστά ουραγό. Στο όνομα την εθνικής αξιοπρέπειας και περηφάνιας, την καταρρακώνει, την οδηγεί στην περιφρόνηση και στην παντελή ευρωπαϊκή ανυποληψία. Χειρότερη κατάντια δεν μπορούσαν να φανταστούν οι πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής μας πορείας.
Η πλέον ολέθρια, όμως, συνέπεια του δημοψηφίσματος είναι ότι θέτει ανοήτως τη χώρα σε οξεία αντιπαράθεση με τις νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις των λαών της Ευρώπης. H κυβέρνηση επικαλείται συνεχώς τη λαϊκή εντολή και την πολιτική συνέπεια των υποσχέσεών της απέναντι στους ψηφοφόρους της, αγνοώντας, πρώτον, ότι είναι κυβέρνηση όλου του λαού και όχι μόνον των οπαδών της και ότι εκπροσωπεί στο εξωτερικό τη χώρα και τον λαό συνολικά, χωρίς διάκριση φρονημάτων και ότι αποφασίζει για τη μοίρα της χώρας. Δεν λογοδοτεί μόνον στους βουλευτές της και στους ψηφοφόρους της αλλά ενώπιον της χώρας και της ιστορίας της. Ετσι κρίνεται.
Αγνοεί, κατά δεύτερον λόγο, ότι όλες οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. κυβερνούν και εκπροσωπούν τους λαούς τους, στηριζόμενες και αυτές στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ανάλογη λαϊκή εξουσιοδότηση έχουν και οι άλλες κυβερνήσεις, τις οποίες οφείλουν να σεβαστούν οι πάντες. Στην Ε.Ε. το ζήτημα της δημοκρατίας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν μπαίνει εξάλλου με όρους αντιπαράθεσης ή υποχώρησης ή πρόταξης της μιας εθνικής, λαϊκής εντολής απέναντι στις άλλες. Ολες είναι ισότιμες μεταξύ τους. Μπαίνει με όρους συνύπαρξης και συμβίωσης της μιας με την άλλη και κυρίως συναπόφασης και συγκυριαρχίας όλων μαζί πάνω σε θέματα κοινά, ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό και η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες έχουν εκχωρήσει μέρος της κυριαρχίας τους για συναπόφαση στους θεσμούς της Ε.Ε. Αυτούς τους στοιχειώδεις κανόνες λειτουργίας και συναπόφασης από τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. φαίνεται πως αγνοεί η κυβέρνηση, γι’ αυτό και συνεχώς, από άγνοια, προφανώς, ή από τυφλωμένο εθνικολαϊκισμό καταφεύγει, εντελώς άτοπα και άκαιρα, στην επίκληση μιας συνταγματικά, έωλης, «λαϊκής εντολής», που δεν συμπίπτει με τη λαϊκή κυριαρχία ούτε στηρίζεται σε αυτήν.
Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα που οξύνονται με το δημοψήφισμα, πιστεύω πως πρέπει ήδη να προετοιμαζόμαστε για τη μετά το δημοψήφισμα εξίσου δύσκολη περίοδο. Είτε νικήσει το «ναι» είτε το «όχι», η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον κακό, διχασμένο και παραζαλισμένο εαυτό της.
Το ευκταίο φυσικά θα ήταν -και σωτήριο μαζί- να ματαιωνόταν η διενέργεια του δημοψηφίσματος, λόγω ελλείψεως αντικειμένου. Τα πάντα είναι εφικτά και πραγματοποιήσιμα, αρκεί να αποφασιζόταν από όλους τους συντελεστές, Υπουργικό Συμβούλιο, Βουλή και Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Βέβαια, η έκδοση μιας αντίθετης πράξης προϋποθέτει την επανάληψη της διαδικασίας του άρθρου 44 παρ. 2Σ.
Οταν η αντιμετώπιση του ίδιου κρίσιμου εθνικού θέματος που προκάλεσε τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, πριν από λίγες μέρες, απαιτεί σήμερα τη ματαίωσή του. Οι πολιτειακοί παράγοντες που διακατέχονται από υψηλό αίσθημα πολιτικής ευθύνης και εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος, οφείλουν να ενεργήσουν πάραυτα ώστε να αποτραπεί ένας νέος εθνικός διχασμός. Ποτέ δεν είναι αργά.
* Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.