Παραμονές της τρίτης εκλογικής μάχης για το 2015, έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης και τρία διαδοχικά μνημόνια, είναι ξεκάθαρο πως τα προβλήματα της Ελλάδας δεν οφείλονται μόνο στα οικονομικά της, αλλά και σε άλλους παράγοντες. Με δεδομένο πως αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί και το 2016, κάποιος πρέπει να αναλογιστεί πως αυτοί οι άλλοι λόγοι είναι πολιτισμικοί και ψυχολογικοί και όχι το κοινότοπο των ξένων media των «τεμπέληδων» Ελλήνων.
Ας δούμε κάποιους από τους λόγους. Ενας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη είναι η ισχύς των εγχώριων θεσμών. Αυτή δεν δημιουργείται τυχαία, αλλά αποτελεί επιλογή των ίδιων των κοινωνιών. Η εναλλακτική επιλογή διακυβέρνησης, που δεν στηρίζεται σε θεσμούς, είναι αυτή της οργάνωσης της κοινωνίας σε φυλετικές ομάδες. Οι φυλετικά οργανωμένες κοινωνίες βασίζονταν σε οικογένειες ή γεωγραφικές περιοχές εξαιτίας της εγγύτητας που χρειαζόταν η διακυβέρνηση των υποκειμένων τους (συνήθως αγροτικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί). Η ελληνική πολιτική σκηνή διαθέτει αρκετά παρόμοια χαρακτηριστικά: η οικογενειοκρατία, οι αναθέσεις σε καίρια πόστα «φίλων», «κουμπάρων» και «συγχωριανών» και η κομματικοποίηση σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης είναι μερικά από αυτά. Ομως, οι φυλετικά οργανωμένες κοινωνίες είναι διάσημες για την αναποτελεσματικότητά τους.
Αλλη μια εντυπωσιακή πλευρά της ψυχοσύνθεσης του Νεοέλληνα είναι η σταθερότητα με την οποία πιστεύει διάφορες εκδοχές του «λεφτά υπάρχουν», όταν είναι ξεκάθαρο πλέον πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει. Αυτές οι αλλεπάλληλες εκδοχές, όπως τα προεκλογικά προγράμματα και των δύο κομμάτων (Ζάππεια, Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης), περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τιτλοποίηση εσόδων από υδρογονάνθρακες που δεν έχουν ακόμα μετρηθεί, πολεμικές αποζημιώσεις, δανεικά από Ρωσία, Κίνα, τράπεζα των BRICS, έως και τα πιο ευφάνταστα των 600 δισ. από κάποια τράπεζα της Ανατολής. Αυτές οι πλευρές είναι ξεκάθαρο πως έρχονται σε αντίφαση με κάθε έννοια λογικής και καταρρίπτονται με πολύ απλά επιχειρήματα, άρα ανήκουν στη σφαίρα της συλλογικής φαντασίωσης.
Οι παραπάνω πολιτιστικοί και ψυχολογικοί λόγοι δεν συμβαδίζουν με τη μελλοντική ευημερία του ελληνικού λαού. Δημιουργείται η εύλογη ερώτηση λοιπόν γιατί ο ελληνικός λαός αποδέχεται αυτούς τους αναποτελεσματικούς τρόπους διακυβέρνησης και γιατί μονίμως έλκεται από διάφορα «παραμύθια» και φαντασιώσεις.
Κάποιος πιο κυνικός θα έλεγε πως ο ελληνικός λαός συμμετείχε σε αυτό το πάρτι και διακατέχεται από ενοχές τύπου «μαζί τα φάγαμε». Αλλά εφόσον τα λεφτά και τα προνόμια τελείωσαν, γιατί συνεχίζει ο ελληνικός λαός να τα αποδέχεται; Κατά την άποψή μου τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό. Τελικά φαίνεται πως η ψυχολογία είναι σημαντικότερη από την οικονομία και την πολιτική.
Αρκετοί από εμάς υποφέρουμε από ψυχολογικές «αδυναμίες» και προκαταλήψεις, όχι μόνο ατομικά αλλά και συλλογικά. Είναι καθήκον λοιπόν μιας σωστά οργανωμένης κοινωνίας να αντιμετωπίζει αυτές τις ανωμαλίες και να δίνει λύσεις. Αφήνοντας αυτά τα προβλήματα να επωάζονται και να γιγαντώνονται, φτάνουμε στο σημείο που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τα αντιμετωπίσουμε παρά με δραστικές (και άρα βίαιες) λύσεις, δίνοντας έδαφος έτσι σε φασιστικές και λοιπές εξτρεμιστικές δυνάμεις.
Τα εμπόδια στην πρόοδο της χώρας μας είναι περισσότερο ψυχολογικά και πολιτισμικά παρά πολιτικά ή οικονομικά. Δεδομένων των μεγάλων ποσοστών ιδιοκατοίκησης, των χρόνιων ελλειμμάτων των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών, και των προγραμμάτων στήριξης της Ε.Ε. (πακέτα Ντελόρ, ΕΣΠΑ κ.ά.), κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η Ελλάδα διαθέτει τα μέσα και τις ικανότητες να υποστηρίξει τον εαυτό της, οπότε το πρόβλημά μας ίσως έγκειται σε κάποια ψυχολογική αστάθεια που μας διακατέχει. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επαληθευθεί από τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, όμως αν θέλουμε να αλλάξουμε σελίδα, πρέπει ψύχραιμα και από κοινού να βρούμε λύσεις. Τα ΜΜΕ μπορούν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο και να βοηθήσουν στην καταπολέμηση τέτοιων φαντασιώσεων.
Παρά την ευκολία πρόσβασης σε ειδήσεις, παρατηρείται ένα είδος κορεσμού σε αυτές έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα. Οι τηλεθεατές είναι περισσότερο μπερδεμένοι, χάνουν την κριτική τους ικανότητα και γίνονται πιο απαθείς – απλά δεν ενδιαφέρονται να κατανοήσουν και γίνονται πιο δεκτικοί σε κάθε είδους θεωρίες συνωμοσίας. Παρότι αναμένουμε να ακούσουμε τα ουσιώδη (ακόμα και ιεραρχώντας τα με βάση την τηλεθέαση), τα ΜΜΕ προβάλλουν αυτά που μας εξάπτουν. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έλκεται άμεσα από ιστορίες εξουσίας, φήμης, χρημάτων και σεξ, ενώ φαίνεται να «χασμουριέται» σε ιστορίες για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας ή τη γήρανση του πληθυσμού έως το 2025.
Τα ΜΜΕ είναι προσκολλημένα σε ιστορίες σκανδάλων, αντί για τα λιγότερο σέξι συστημικά ζητήματα που είναι δύσκολο να κατανοηθούν. Πέρα από αυτό, τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα χρειάζονται συνήθως έναν μακροχρόνιο ορίζοντα ώστε να λυθούν, ενώ τα θέματα του μιντιακού διαλόγου αλλάζουν από μέρα σε μέρα: από έναν υπουργό με mini cooper και μηχανή, στις φωτιές στα δάση, σε έναν βουλευτή με offshore, στις τιμές που έχουν οι ξαπλώστρες της Μυκόνου. Υπάρχει μια εμμονή πως οι νέες, «φρέσκες» ειδήσεις είναι σημαντικότερες, γεγονός που σπάνια ισχύει. Πέρα από αυτό, το να προκαλούνται αισθήματα φόβου και θυμού διεγείρει περισσότερο τους θεατές από το να σκέφτονται μελαγχολικά τα δικά τους πραγματικά προβλήματα: ζητήματα υγείας, οικογενειακά ή οικονομικά. Η «τιμωρία» ενός celebrity ή επιχειρηματία για το τελευταίο σεξουαλικό σκάνδαλο δίνει στο κοινό μια τριπλή απόλαυση: να φαντασιώνονται το γεγονός τού «Schadenfreude» ή, αλλιώς, του να αισθάνονται χαρούμενοι μέσα από τις δυσκολίες που περνάει κάποιος άλλος και παράλληλα να αισθάνονται ηθική ανωτερότητα μέσα από την καταδίκη. Η λογοκρισία δεν αποτελεί ζήτημα για τα σύγχρονα ΜΜΕ, μα το πραγματικό πρόβλημα είναι πως αφήνει ένα κοινό αποπροσανατολισμένο, αμήχανο και συγκεχυμένο, παρουσιάζοντας τα γεγονότα με ανοργάνωτο και κατακερματισμένο τρόπο, χρησιμοποιώντας μια συνεχώς εναλλασσόμενη ατζέντα με αποτέλεσμα η πλειοψηφία του κοινού (και άρα των εκλογέων) να μην μπορεί να συγκεντρωθεί στα ουσιώδη ζητήματα.
Γενικότερα, τα κοινότοπα, η συνεχής επίδειξη του ασήμαντου, του άσχημου και του παράλογου καταστρέφουν την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε. Ως αποτέλεσμα αυτών έρχεται και η δυσκολία να κατανοήσουμε την πραγματικότητα και τις προεκτάσεις της.
Η ελευθεροτυπία από μόνη της δεν είναι αρκετή. Τα ΜΜΕ πρέπει να προωθούν την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την κριτική σκέψη αν θέλουμε πραγματικά να αποτελούν τον τέταρτο πυλώνα της δημοκρατίας μας.
* Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Dromeus Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».