Ειναι ξεκάθαρο πως η κατάσταση στη χώρα δεν βελτιώνεται και σημαντικοί κίνδυνοι ελλοχεύουν στον ορίζοντα. Η ερώτηση είναι για ποιο λόγο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού παραμένει αδρανές. Πώς γίνεται να συνεχίζεται η πτώση μας στο χάος και οι αντιδράσεις του πληθυσμού να είναι ελάχιστες;
Αυτή η ερώτηση είναι πολύπλευρη και έχει πολλές προεκτάσεις. Μία από αυτές που θα ήθελα να παραθέσω σήμερα είναι η έννοια του «Προσωπικού Διακυβεύματος» (skin in the game), ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον διάσημο συγγραφέα Nassim Nicholas Taleb, για να περιγράψει συστηματικούς κινδύνους και αποτυχίες. Η έννοια του Προσωπικού Διακυβεύματος αναφέρεται στην έκθεση ενός ατόμου σε χρηματικό ή άλλο ρίσκο που απορρέει από την προσωπική του επένδυση στη πραγματοποίηση ενός στόχου. Στην αρχική έκφραση «skin in the game», ο όρος «skin» είναι ένα συνεκδοχικό σχήμα λόγου για το ίδιο το πρόσωπο και ο όρος «game» είναι μια μεταφορά για τη γενική κατάσταση ή τις κινήσεις εκείνες που πρέπει να κάνει το προαναφερόμενο άτομο. Το κύριο θέμα σχετικά με τον όρο «skin» είναι το γνωστό στην οικονομική θεωρία ως το πρόβλημα της αντιπροσώπευσης (principal – agent problem), όπου η διαφάνεια και η υπευθυνότητα αγνοούνται από τον εντολοδόχο που δεν έχει προσωπικά επενδύσει στο αποτέλεσμα των πράξεών του. Δηλαδή οι πράξεις ενός εντολοδόχου με περιορισμένη ευθύνη έχουν περιορισμένες επιπτώσεις στον ίδιο. Για παράδειγμα, όταν μια εταιρεία κηρύσσει πτώχευση, η διοίκηση απλά χάνει τη δουλειά της, ενώ οι μέτοχοι χάνουν το κεφάλαιό τους.
Οταν τα άτομα που παίρνουν τις αποφάσεις έχουν Προσωπικό Διακύβευμα –δηλαδή όταν μοιράζονται τα κόστη και τα οφέλη των αποφάσεών τους που μπορεί να επηρεάσουν άλλους– είναι πιο πιθανό να πάρουν συνετές αποφάσεις σε αντίθεση με την περίπτωση που αυτά τα άτομα μπορούν να μετακυλήσουν το κόστος σε άλλους. Αυτή η ασυμμετρία ήταν μικρότερη σε προηγούμενες εποχές: τα άτομα που είχαν εξουσία στο παρελθόν απολάμβαναν τα οφέλη αλλά είχαν ταυτόχρονα το βάρος της ευθύνης – όσο μεγαλύτερη η εξουσία τους, τόσο μεγαλύτερη και η έκθεσή τους σε κίνδυνο. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων ατόμων που είχαν απόλυτη εξουσία και ταυτόχρονα τεράστια έκθεση σε κίνδυνο: από μονάρχες που δολοφονήθηκαν εξαιτίας της κακής τους διακυβέρνησης, από στρατηγούς που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή της μάχης, από αφεντικά του υποκόσμου που προδόθηκαν από τα μέλη της συμμορίας τους. Ακόμα και συγγραφείς ή επιστήμονες απολάμβαναν μεγαλύτερο στάτους και μαζί με αυτό δέχονταν την αυστηρή κριτική, τον φόβο, το άγχος της αποτυχίας ή της λανθασμένης επιλογής.
Στη σύγχρονη εποχή όμως, αυτή η σχέση εξουσίας και ευθύνης έχει κάπως αναστραφεί. Πολιτικοί που εμπλέκονται σε σκάνδαλα ή κακοδιαχειρίστηκαν κρατικά κονδύλια επανεκλέγονται. Δημοσιογράφοι που παραποίησαν γεγονότα ή τα εξέθεσαν μερικώς παραμένουν στις θέσεις τους. Δημόσιοι υπάλληλοι με μηδενικό αντικείμενο εργασίας βρίσκονται ακόμα εν υπηρεσία. Διοικήσεις εταιρειών που παίρνουν καταστροφικές αποφάσεις, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τα μπόνους τους. Αυτά τα τμήματα της κοινωνίας αντιστρέφουν την αρχαία τάξη της τιμής: αποκτούν εξουσία και επιρροή χωρίς ρίσκο, και υποκαθιστούν τις πράξεις με κενά λόγια. Ενώ ευχαρίστως δέχονται τα οφέλη της θέσης τους, δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη – για την ακρίβεια αναθέτουν την ευθύνη σε άλλους (οι διοικήσεις των εταιρειών σε εξωγενή συμβάντα, οι δημοσιογράφοι σε λανθασμένες πηγές, οι πολιτικοί σε αντίπαλα προσκείμενες δυνάμεις). Οι αρχαίοι γνώριζαν πολύ καλά τα κίνητρα πίσω από την απόκρυψη πληροφοριών σχετικά με διάφορους κινδύνους και χρησιμοποιούσαν απλές μεθόδους για να ευθυγραμμίσουν τα κίνητρα εντολέων και εντολοδόχων. Περίπου 3.800 χρόνια πριν, ο κώδικας του Χαμουραμπί, η νομοθεσία που εισήγαγε ο ομώνυμος βασιλιάς της Βαβυλώνας, προέβλεπε πως εάν καταρρεύσει ένα σπίτι και προκαλέσει τον θάνατο του ιδιοκτήτη του, τότε ο χτίστης του σπιτιού θα τιμωρούνταν με θάνατο. Ο αρχαίος νομοθέτης γνώριζε την ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ εντολέα (ιδιοκτήτη σπιτιού) και εντολοδόχου (χτίστη). Ο εντολοδόχος έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον να χρησιμοποιήσει χαμηλότερης ποιότητας υλικά, να κρύψει πιθανά ευάλωτα σημεία του οικοδομήματος και ο εντολέας αδυνατεί να έχει τις τεχνικές γνώσεις ώστε να το ανακαλύψει. Η νομοθεσία ευθυγράμμιζε τα συμφέροντα ιδιοκτήτη και χτίστη, ώστε καμία πλευρά να μην έχει κίνητρο απόκρυψης πληροφοριών.
Ας έρθουμε όμως τώρα στην ελληνική πραγματικότητα. Ας πούμε, για παράδειγμα, πως μια τράπεζα ανακεφαλαιοποιείται τέσσερις συνεχόμενες φορές, σε μικρό χρονικό διάστημα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως ο διευθύνων σύμβουλός της παραμένει στη θέση του μετά από αυτές τις εξελίξεις. Οσον αφορά τους πολιτικούς, αυτοί μπορούν απλά να μετακυλίουν τις ευθύνες από τη μία κυβέρνηση στην άλλη, αφού έχουν ήδη γευτεί το νέκταρ της εξουσίας, πιθανώς κάνοντας χάρες προνοώντας για τις μέρες μετά την κυβερνητική τους θητεία, ή την πιθανότητα μελλοντικών ασχολιών σε μορφή διαλέξεων και ομιλιών, όπως στις περιπτώσεις Γ. Παπανδρέου και Γ. Βαρουφάκη. Αν συνδυάσουμε αυτή τη συμπεριφορά με μία ιδιαίτερα αναποτελεσματική δικαιοσύνη, που αφαιρεί μεγάλο μέρος του κινδύνου γι’ αυτούς που έχουν κίνητρο να διαπράξουν τέτοιες συμπεριφορές, τότε αυτή η τακτική γίνεται κυρίαρχη.
Συνεπώς είναι βέβαιο πως οι αντιπρόσωποι έχουν έλλειψη Προσωπικού Διακυβεύματος. Τι συμβαίνει όμως με τους εντολείς, δηλαδή τους απλούς Ελληνες πολίτες; Για ποιο λόγο συμπεριφέρονται κατά αυτόν τον τρόπο, ενάντια στα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους;
Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι μια χώρα χωρίς «Ιδια Κεφάλαια» – μόνο χρέος. Τα τμήματα της κοινωνίας που συμμετέχουν στην παραγωγή είναι ελάχιστα, με τα υπόλοιπα κομμάτια να απομυζούν μέσω των φόρων και αυτούς τους λίγους που παράγουν. Συνεπώς ακόμα και οι ίδιοι οι ψηφοφόροι δρουν ως εντολοδόχοι, δηλαδή δεν έχουν Προσωπικό Διακύβευμα. Ας δούμε τη σύσταση της κοινωνίας για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα. Αυτοί που βρίσκονται πραγματικά σε δεινή θέση, οι οικονομικά αδύναμοι και οι άνεργοι, έχουν υποφέρει επί 4-5 συναπτά έτη, και θέλουν να φαντασιώνονται πως ψηφίζοντας κάτι «αντισυστημικό» ίσως να τους δώσει μια ευκαιρία, εφόσον λανθασμένα πιστεύουν πως «δεν έχουν τίποτα να χάσουν». Επίσης, η τιμωρία των προηγούμενων φαντάζει μια καλή στρατηγική. Στην πραγματικότητα αυτή η κατηγορία πολιτών θα δεινοπαθήσει ακόμα περισσότερο αν η κατάσταση αποδυναμωθεί περαιτέρω. Η πάλαι ποτέ μεσαία προς ανώτερη οικονομικά τάξη, έχοντας αποσύρει 130 δισ. ευρώ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αισθάνεται κάπως ασφαλέστερη. Υπάρχουν επίσης δύο μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες που εξαρτώνται άμεσα από τον ίδιο τον εντολοδόχο, δηλαδή την κυβέρνηση. Μέρος των δημοσίων υπαλλήλων της χώρας, που έχουν σχέση αλληλοεξάρτησης με την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι μεν κερδίζουν έναν τακτικό μισθό και εφ’ όρου ζωής ασφάλεια, οι δε κερδίζουν τις ψήφους τους. Το ίδιο συμβαίνει και με μεγάλη μερίδα των συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν το κίνητρο τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν – εφόσον γνωρίζουν πως οι μέρες τους σε αυτόν τον κόσμο είναι λιγότερες από αυτές που έχουν ήδη διανύσει. Αν προσθέσουμε και τον ρυθμό γεννήσεων που αγγίζει ιστορικά χαμηλά, τότε οι συνταξιούχοι δεν έχουν να σκεφτούν και ιδιαίτερα για το μέλλον της χώρας εφόσον δεν υπάρχουν αρκετοί απόγονοι για να την κληρονομήσουν. Οσον αφορά την ελληνική «ελίτ» στο Λονδίνο, οι περισσότεροι εξ αυτών ή έχουν ήδη αποχωρήσει από τη χώρα ή εξαρτώνται και αυτοί από την εκάστοτε κυβέρνηση (μονοπώλια και κρατικοδιαίτο «επιχειρείν»). Οι ελληνικές επιχειρήσεις που ασφυκτιούν, έχουν ήδη δρομολογήσει την έξοδό τους από τη χώρα. Μέσα σε αυτές τις Συμπληγάδες, ο παραγωγικός ιστός της χώρας, ο ιδιωτικός τομέας, οι μισθωτοί στους οποίους φορτώνονται τα φορολογικά βάρη, υποφέρει προσπαθώντας να δημιουργήσει και να παράγει μέσα σε ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον.
Συνεπώς το μεγαλύτερο μέρος της χώρας έχει ελάχιστο (ή νομίζει πως έχει ελάχιστο) Προσωπικό Διακύβευμα. Οι δανειστές έχουν μεγαλύτερο χρηματικό κόστος και θέλουν να μη βουλιάξει το πλοίο, αλλά και οι ίδιοι δεν έχουν και τόσες έννοιες για την πορεία του και τον τελικό προορισμό του. Συνεπώς, ελάχιστοι θέλουν να παραμείνουν σε αυτό το πλοίο και ίσως σύντομα χρειαστεί μία άλλη σωστική λέμβος.
Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Dromeus Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».