Στις προκριματικές εκλογές της Αμερικής η προσοχή όλων είναι στραμμένη στο «φαινόμενο Τραμπ». Είναι λογικό. Η πολυτάραχη προσωπική ζωή του εκκεντρικού δισεκατομμυριούχου προσελκύει τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ οι ακραίες θέσεις που υιοθετεί προκαλούν αντιδράσεις εντός και εκτός Αμερικής. Ακόμη και στο εσωτερικό του κόμματός του τον αντιμετωπίζουν με αμηχανία.
Η υποψηφιότητά του διαθέτει αντισυστημικά χαρακτηριστικά. Αν και πάμπλουτος, δηλώνει έτοιμος να συγκρουσθεί με το πολιτικό κατεστημένο. Εχει χρήματα. Δεν εξαρτάται από άλλους. Είναι, προφανώς, ένα αφήγημα που βρίσκει ανταπόκριση, τουλάχιστον στην πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών που ψηφίζουν στις προκριματικές. Μετά και τη νίκη του στην πολιτεία της Ιντιάνα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα εξασφαλίσει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και θα διεκδικήσει την προεδρία στις γενικές εκλογές του Νοεμβρίου. Ομως, σε αυτές τις προκριματικές εκλογές έχει εμφανισθεί στο προσκήνιο και ένα άλλο φαινόμενο, στα αριστερά του αμερικανικού πολιτικού φάσματος. Η απρόσμενα ισχυρή υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς αντανακλά μια διαφορετικού τύπου αντισυστημική αντίδραση. «Οχι» στην αυξανόμενη ανισότητα, την κοινωνική αδικία, τον ανεξέλεγκτο και απάνθρωπο καπιταλισμό. «Ναι» στη δωρεάν παιδεία, «ναι» στη δωρεάν υγεία, «ναι» στην αναδιανομή του εισοδήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει μεγάλη απήχηση στη νεολαία, που οραματίζεται έναν ιδεατό κόσμο. Υπόσχεται μεγάλες αυξήσεις στις δημόσιες επενδύσεις, ιδιαίτερα στις υποδομές (ένα τρισεκατομμύριο δολάρια), δημιουργία ενός απολύτως «καθαρού» συστήματος ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας, αύξηση του κατώτατου μισθού και πολλά άλλα. Με άλλα λόγια, μια σοσιαλδημοκρατική επανάσταση στην καπιταλιστική Αμερική.
Κάποιοι σπεύδουν να προσδώσουν λαϊκίστικα χαρακτηριστικά στην υποψηφιότητά του. Μάλλον υπερβάλλουν. Εχω παρακολουθήσει εδώ και δεκαετίες τον Μπέρνι Σάντερς, όχι μόνο τα τελευταία εννέα χρόνια που είναι γερουσιαστής. Σπούδασα στη Μασαχουσέτη, που γειτνιάζει με την πολιτεία του, το Bερμόντ. Τον θυμάμαι από τη δεκαετία του ’80 ως δήμαρχο της πόλης του Μπέρλιγκτον και στη συνέχεια όταν επί 16 χρόνια ήταν ο μοναδικός βουλευτής που εκπροσωπούσε το Βερμόντ στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η πορεία του είναι αυτή ενός αντισυμβατικού μοναχικού καβαλάρη. Η αριστερή ρητορική του εξέπεμπε ειλικρίνεια, ενώ ήταν πάντα μαχητικός, ακόμη και όταν οι θέσεις του δεν έβρισκαν ανταπόκριση παρά μόνον σε μια αριθμητικά περιορισμένη φιλελεύθερη ελίτ. Ηταν και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής –το 2012 επανεξελέγη στη Γερουσία με 71%– και τώρα έχει εκπλήξει με το τεράστιο ρεύμα ενθουσιασμού που έχει ξεσηκώσει σε όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στη νεολαία.
Συγκρούεται μετωπικά –το δείχνουν οι αντιπαραθέσεις του με τη Χίλαρι τους τελευταίους μήνες– αλλά συνεργάζεται για να πετύχει το καλύτερο δυνατό προς την προοδευτική κατεύθυνση που οραματίζεται. Υπό αυτό το πρίσμα, η πίεση που ασκεί ο Σάντερς, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατικός σοσιαλιστής –πράγμα όχι εύκολο στην Αμερική–, θα συμβάλει στη διαμόρφωση ενός προεκλογικού προγράμματος από το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία.
Από την αρχή έδειχνε από δύσκολο έως αδύνατο να πάρει το δημοκρατικό χρίσμα από τη Χίλαρι. Η πρώην Πρώτη Κυρία, γερουσιαστής και υπουργός Εξωτερικών, διαθέτει το τέλειο βιογραφικό. Ο δε μηχανισμός της είναι πανίσχυρος. Ωστόσο, η υποψηφιότητά του είναι από πολλές απόψεις ελπιδοφόρος και παρά την προχωρημένη ηλικία του (είναι 74 ετών), εκπέμπει μια αίσθηση ανανέωσης. Οι περισσότερες από τις προτάσεις του δεν θα υλοποιηθούν, αλλά όσο περισσότερους εκλέκτορες εξασφαλίσει και όσο περισσότερες πολιτείες κερδίσει (προχθές επικράτησε και στην Ιντιάνα), τόσο πιο δύσκολο θα είναι να τον αγνοήσουν το Δημοκρατικό Κόμμα, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία γενικότερα. Ο λόγος του καθίσταται μέρος της εξίσωσης.