Τη Μαρία, τον Γιάννη και τον Νικόλα δεν τους γνώριζα προ μηνός. Με τον τελευταίο συναντηθήκαμε τυχαία μέσω γνωστών, ενώ τους άλλους δύο επεδίωξα να τους γνωρίσω, γιατί ενθουσιάστηκα από κάποια κείμενά τους στο Διαδίκτυο. Και οι τρεις είναι νέοι άνθρωποι, έχουν εξαιρετικές σπουδές (μεταπτυχιακά στο City και το Stanford, η Μαρία είναι υποψήφια διδάκτωρ στην Αθήνα) κι αν κάτι με εξέπληξε είναι ότι εκπέμπουν μια σπάνια αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Αυτό, ωστόσο, που χωρίς να το ξέρουν τους συνδέει, θα σας εκπλήξει περισσότερο. Ενώ τα πάνε μια χαρά (βάσει των συνθηκών) στις δουλειές τους και δέχονται προτάσεις κι από το εξωτερικό, όχι μόνον αρνούνται να φύγουν, αλλά θέλουν διακαώς να ασχοληθούν με την πολιτική. Χωρίς μάλιστα να έχουν όχι μόνον μπάρμπα στην Κορώνη, αλλά ούτε μακρινό ξάδελφο στη Βουλή.
«Γιατί;», τους ρώτησα. «Διότι θέλουμε να προσφέρουμε τις όποιες δυνάμεις μας στη χώρα μας και αυτές μπορούν να φέρουν κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα μόνον μέσω της πολιτικής,» ήταν η απάντηση κι ας φαίνεται ρομαντική. Και κάπως έτσι σκέφτηκα να σας μεταφέρω το ρεζουμέ των συζητήσεών μας.
Και οι τρεις ανήκουν στον φιλελεύθερο χώρο και θεωρούν ότι όσο περισσότερο παραμένουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία, τόσο μεγαλύτερα πλήγματα επιφέρουν στα εναπομείναντα υγιή τμήματα της κοινωνίας που προσπαθούν να παράγουν, αλλά αδυνατούν, λόγων των αλλοπρόσαλλων κυβερνητικών επιλογών. Αμφιβάλλουν, όμως, πολύ και για το αν η Ν.Δ. έχει εν συνόλω συνειδητοποιήσει πόσες αλλαγές πρέπει να γίνουν όχι μόνον στη χώρα, αλλά πρωτίστως στο εσωτερικό της.
Καθώς και οι τρεις μου περιέγραψαν ως τελειωμένο το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, με ρώτησαν αν δημοσιογραφικά θεωρώ ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα πραγματικά νέο κόμμα ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντησή μου ήταν αρνητική. Τους είπα ότι θεωρώ αδύνατον είτε η Φώφη είτε ο Σταύρος να «υπαχθούν» ο ένας στον άλλον και –ως εκ τούτου– ανέφικτη τη συνένωση των κομμάτων τους. Κι ότι επιπλέον δεν διακρίνω κανένα ηγετικό πρόσωπο στον κεντρώο χώρο που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ρεύμα στην κοινωνία, ικανό να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Τους εκμυστηρεύθηκα, μάλιστα, και μια μάλλον παράτολμη πρόβλεψή μου. Οτι ο μόνος που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα με κάποιες ελπίδες εισόδου στη Βουλή είναι ο Ευ. Βενιζέλος. Και τούτο διότι γνωρίζει ότι δεν έχει πολλές ελπίδες επανεκλογής με το ΠΑΣΟΚ και ότι εκτιμώ πως, λόγω του χαρακτήρα του, θα δοκίμαζε ίσως να κεφαλαιοποιήσει την απήχηση των παρεμβάσεών του, προσβλέποντας το κόμμα του να μετεξελιχθεί σε πύλη εισόδου των απογοητευμένων Συριζαίων που δεν θα ψήφιζαν ίσως ποτέ τη Ν.Δ. Η αντίδρασή τους δεν με εξέπληξε. «Δεν θα πολιτευόμασταν ποτέ με τον Βενιζέλο», είπαν και δεν έχει νόημα να εκθέσω περαιτέρω τους (μάλλον αυτονόητους) λόγους που εξέθεσαν.
Ως εκ τούτου, η συζήτηση επέστρεψε στο ενδεχόμενο να δοκιμάσουν την τύχη τους με τη Ν.Δ. Τότε ήταν που άκουσα όσα κατά βάθος ξέρουμε όλοι, και είναι τελικά το κεντρικό εμπόδιο να αλλάξει κάτι σε αυτή τη χώρα. Η Μαρία μού περιέγραψε την πολεμική που αντιμετώπισε σε ένα εξαιρετικό πρότζεκτ της στον χώρο της Υγείας από τους υπουργο-κομματανθρώπους, που μόλις είδαν κοινοτική χρηματοδότηση έπεσαν να τη φάνε. Ο Γιάννης, που είχε μία εμπειρία στην αυτοδιοίκηση, μίλησε για τη φρίκη του όταν κατάλαβε πώς διακομματικά μοιράζονται τα έργα και οι προμήθειες. Κι ο Νικόλας ότι προσπάθησε εις μάτην κάποτε να συναντήσει τον Κυρ. Μητσοτάκη, καθώς κάποιος πολιτευτής στην περιφέρεια του φρόντισε μάλλον να την υπονομεύσει εκ των προτέρων.
Τι θέλω να πω, με δυο λόγια; Ω του θαύματος, υπάρχουν νέοι άνθρωποι εκεί έξω που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική και μακάρι ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνον να έχει συνειδητοποιήσει πόσο πολύ χρειάζεται τη Μαρία, τον Γιάννη και τον Νικόλα, αλλά και την ανάγκη να τους βρει παρακάμπτοντας το γνωστό αρχηγικό περιβάλλον. Αυτό δηλαδή που είθισται να χτίζεται γύρω από την κάθε εξουσία και είτε διώχνει εξαρχής όσους κρίνει ότι δεν δηλώνουν «υπήκοοι του βασιλέως», είτε προσπαθεί να κρατήσει τις γνωστές ισορροπίες για να μείνουν όλοι οι κομματικοί τσιφλικάδες ευχαριστημένοι. Η συγκυρία το ’φερε ο κ. Μητσοτάκης να θεωρείται ήδη ως απόλυτος κυρίαρχος των επόμενων εκλογών. Εκείνον θα εμπιστευθούν οι πολίτες μήπως και σωθεί η παρτίδα· και όχι τη Ν.Δ. που κληρονόμησε. Επομένως θα είναι κρίμα, αλλά και τεράστια η ευθύνη του, αν χάσει τη μοναδική ευκαιρία που έχει να κάνει τη «Νέα Δημοκρατία» πραγματικά Νέα.