Δεν είναι δύσκολο να τρολάρεις τον Αλέκο Φλαμπουράρη. Δεν ήταν δύσκολο ούτε πριν ανακοινώσει την ευάλωτη στο τρολάρισμα πρωτοβουλία του για δημιουργία ψηφιακού εξομολογητηρίου του πολίτη – τον ιστότοπο με την αυτοϋπονομευτική ονομασία kathimerinotita.gov.gr.
Το ύφος της ακλόνητης αταραξίας του υπουργού Επικρατείας, η χαλαρότητα με την οποία αρθρώνει δημόσιο λόγο, είναι σαν να προκαλεί τη σάτιρα. Είναι ένα ύφος με ιστορικό βάθος – έκφραση εκείνης της μεταπολιτευτικής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η πολιτική ασκούνταν ως ανώδυνο άθλημα ελεύθερου χρόνου. Το ύφος, όμως, είναι κι ένα πέπλο προστασίας. Ακούγοντας τον Φλαμπουράρη να προβαίνει σε αναλύσεις με υπνωτιστική νωχέλεια, τείνει κανείς να ξεχάσει την κομβική του θέση στην κυβέρνηση. Τείνει να υποτιμήσει τον ρόλο του στο πρωθυπουργικό επιτελείο.
Ο υπουργός Επικρατείας δεν είναι ο μόνος που μοιάζει να διεκδικεί με τη δημόσια εικόνα του ένα είδος πολιτικού ακαταλόγιστου. Με την ίδια ελαφρότητα αντιμετωπίζονται και άλλα κυβερνητικά στελέχη, όπως, ας πούμε, ο υφυπουργός Παιδείας. Λέει ο Ζουράρις, «μετά το 2019, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει». Το λέει και κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Σχεδόν κανείς δεν υποψιάζεται ότι αυτή μπορεί να είναι και η ανομολόγητη σκέψη μιας κυβέρνησης που ετοιμάζεται να ψηφίσει τα προληπτικά μέτρα, ισχυριζόμενη ότι δεν είναι πραγματικά μέτρα. Ισχυριζόμενη ότι είναι μόνο ένα ενδεχόμενο, νομοθετημένο μεν, αλλά και απωθημένο σε ένα αβέβαιο μέλλον. Ποιος θα ζει το 2019 να το θυμάται;
Ετσι και με τον Φλαμπουράρη. Στις πρόσφατες τηλεοπτικές εμφανίσεις του και στις περιοδείες του επανεκτελεί το ρεπερτόριο του 2015. Λέει ότι ο Νότος θα συσπειρωθεί, και μάλιστα συσπειρώνεται ήδη κατά της λιτότητας. Λέει με βεβαιότητα ότι οι δανειστές θα υποχωρήσουν γιατί δεν τους συμφέρει να μας χάσουν. Λέει ό,τι χρειάζεται για να πειστεί κάποιος ότι η εμπειρία της διακυβέρνησης δεν έχει αλλάξει τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Οφείλει κανείς να πάρει τον Φλαμπουράρη στα σοβαρά. Οφείλει να πιστέψει ότι οι παλιές αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρώπη μένουν θαμμένες στο υποσυνείδητο του κόμματος, όπως οι βόμβες ενός ξεχασμένου πολέμου στο υπέδαφος του Κορδελιού. Ανενεργές, αλλά όχι ακίνδυνες.