Σε προηγούμενο άρθρο μας στην «Καθημερινή» (26/3/2017) εξηγήσαμε τους λόγους για τους οποίους η επιστροφή στη δραχμή είναι ατελέσφορη. Συνεπώς, αναμέναμε ότι οι συγγραφείς του προηγούμενου άρθρου στην «Καθημερινή» (26/2/2017), το οποίο έδωσε το έναυσμα για το άρθρο μας, θα επεσήμαιναν τα τυχόν κενά στη λογική θεμελίωση της επιχειρηματολογίας μας. Αντιθέτως, αυτό το οποίο κάνουν στο άρθρο τους της 9/4/2017 είναι να παρακάμψουν το θέμα της συζήτησης, το οποίο επικεντρώνεται στις λανθασμένες δοξασίες τους περί της δραχμής, θέτοντας νέα θέματα.
Μας επικρίνουν ότι δεν είχαμε τίποτε καινούργιο να πούμε. Αν έκαναν κάποια γρήγορη αναζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία ή στα ελληνικά μέσα μαζικής και εξατομικευμένης ενημέρωσης, θα διαπίστωναν ότι δεν έχουμε φεισθεί του χρόνου μας και της έγνοιας μας για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως χώρα. Εχουμε γράψει πολλά και έχουμε πει πολλά και μακάρι οι ελληνικές κυβερνήσεις να μας είχαν ακούσει, γιατί θα είχαμε βγει πλέον από το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε.
Μας επικρίνουν επίσης ότι δεν μελετήσαμε έρευνα του ΕΔΕΚΟΠ, πάνω στην οποία στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους. Θα αναφέρουμε μερικές από τις πολιτικές που προτείνουν στην έρευνα αυτή σε συνδυασμό με την επιστροφή στη δραχμή και ας κρίνουν οι αναγνώστες σε ποια από τις δύο πλευρές της συζήτησης βρίσκεται η αναδρομή σε «απολιθωμένες σκέψεις» για τις οποίες μας κατηγορούν. Ειδικότερα, στο μέρος ΙΙΙ της εν λόγω μελέτης διατυπώνονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι αβάσιμοι ισχυρισμοί σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση:
1. Θα χρειαστεί μια υποτίμηση της τάξεως του 30-50%. Αυτό ισχυρίζονται ότι θα προκαλέσει πληθωρισμό λόγω εισαγωγών της τάξεως του 6-10% τον πρώτο χρόνο και 4-6% τον δεύτερο. Μακροπρόθεσμα οι τιμές θα αυξηθούν κατά το μέγεθος της υποτίμησης, αλλά ισχυρίζονται ότι στα χρόνια αμέσως μετά την υποτίμηση, θα δημιουργηθεί κάποιο πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας, της τάξεως του 23-37%, που θα αυξήσει την παραγωγή και τις εξαγωγές εμπορεύσιμων προϊόντων και άρα θα βελτιώσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εμείς γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κερδίζεται μέσω υποτίμησης του εθνικού νομίσματος χάνεται το πολύ σε έξι μήνες. Συνεπώς, αυτό που αποκρύπτουν είναι ότι η χώρα μας θα μπει σε έναν φαύλο κύκλο υποτιμήσεων της δραχμής με συνεχή περαιτέρω αύξηση των τιμών και καταβαράθρωση των εισοδημάτων των πλέον αδύναμων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
2. Αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Η Ελλάδα αθέτησε τις δανειακές της υποχρεώσεις κατά την πτώχευση του 1932 και δεν επανήλθε στις αγορές παρά το 1953. Αλλά οι συγγραφείς της μελέτης δεν μας λένε ούτε αν έχουν κάποιον τρόπο να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης και της ανάπτυξης της χώρας έξω από τις διεθνείς αγορές, ακόμη και για δέκα χρόνια, ούτε πώς θα αποφύγουν τους αποκλεισμούς και τις εκποιήσεις εθνικής περιουσίας μετά τις συμφωνίες με αγγλικό δίκαιο που υπογράψαμε τα τελευταία επτά χρόνια.
3. Η πολιτική της αύξησης της ζήτησης θα γίνει κυρίως από τον δημόσιο τομέα, ο οποίος θα ενισχύσει συγκεκριμένους κλάδους που έχουν μεγάλους «πολλαπλασιαστές» εισοδήματος, όπως προκύπτει από ανάλυση πινάκων εισροών-εκροών. Οι μέθοδοι ενίσχυσης θα είναι λίγο πολύ αυτές που έχουν εγκαταλειφθεί από χρόνια (δασμοί, επιδοτήσεις κ.λπ.). Αλήθεια, θέλουμε να επιμείνουμε στο αποτυχημένο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης με υποκατάσταση των εισαγωγών; Αυτή είναι η νέα γνώση που κομίζουν οι συγγραφείς;
4. Νομισματική χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών. Δηλαδή τύπωμα χρήματος. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η αύξηση των τιμών και κατά συνέπεια ο πληθωρισμός από μια τέτοια πολιτική είναι και μεγάλη και άμεση. Αρα αυτή η πολιτική δεν είναι δόκιμη. Οι χώρες που έχουν εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές, όπως π.χ. η Ζιμπάμπουε πιο πρόσφατα και πολλές άλλες χώρες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν ετήσιο πληθωρισμό της τάξεως των εκατομμυρίων τοις εκατό και καταστροφή της μέσης τάξης. Επιθυμεί κανένας να μπει στον κίνδυνο μιας μετάπτωσης σε αυτήν την κατάσταση; Οπως έλεγε ο J. M. Keynes, η χρησιμοποίηση νομισματικής επέκτασης για να επιτευχθεί ανάπτυξη είναι σαν να προσπαθεί κανείς να παχύνει φορώντας μεγαλύτερη ζώνη.
5. Βιομηχανική πολιτική που να βασίζεται σε εθνικοποιήσεις μεγάλων εταιρειών. Δεν έτυχε οι συγγραφείς να πληροφορηθούν πόσο κόστισε στους Ελληνες φορολογουμένους ο αλήστου μνήμης Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) ή οι εθνικοποιήσεις της δεκαετίας του 1970 κ.λπ. κ.λπ.;
Εν ολίγοις, αυτό που πρεσβεύουν οι συγγραφείς δεν είναι τίποτε άλλο από τον εξοστρακισμό της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές, τους διεθνείς οργανισμούς και την αθέτηση των ανειλημμένων υποχρεώσεών μας.
Είμαστε μέλος μιας παγκόσμιας οικονομίας. Μέσα σε αυτήν πρέπει να επιβιώσουμε και να ευημερήσουμε. Αυτό απαιτεί θεσμικές αλλαγές, ασφαλές περιβάλλον, τήρηση των νόμων, εκσυγχρονισμό του κράτους, άνοιγμα επαγγελμάτων και όλα όσα εμείς και πολλοί άλλοι επιμόνως επαναλαμβάνουμε επί χρόνια.
Βέβαια, στη δημόσια αντιπαράθεση υπάρχει πάντα χώρος για αντίλογο. Ομως, αυτή είναι η τελευταία μας επιχειρηματολογία επί του θέματος και δεν σκοπεύουμε να επανέλθουμε.
* Οι κ. Θεόδωρος Λιανός και Γιώργος Μπήτρος είναι ομότιμοι καθηγητές Οικονομικών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο κ. Αλέξανδρος Σαρρής είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.