Η ηλεκτρονική (στο «διαδίκτυο») έκδοση των εφημερίδων, παράλληλη με την έντυπη, έδωσε τη δυνατότητα να εκφράζουν κάποιοι αναγνώστες γνώμη και άποψη, διαμαρτυρία, αντίρρηση ή συναίνεση, στα όσα οι δημοσιογράφοι, αρθρογράφοι, επιφυλλιδογράφοι καταθέτουν.
Αυτή η δυνατότητα είναι σίγουρα θετική και την προσφέρει η πρόοδος της τεχνολογίας. Αναπόφευκτα έχει και αρνητικές επιπτώσεις, που μάλλον τις αποσιωπούμε, πιθανότατα για να μη θεωρηθούμε οπισθοδρομικοί (αυτή είναι η μόνιμη φοβία του επαρχιώτη). Αλλά δίχως κριτική εγρήγορση, η θετική δυνατότητα εύκολα τοξινώνεται, οδηγεί σε καταστάσεις νοσηρές.
Υπήρχε πάντοτε η δυνατότητα ο αναγνώστης της εφημερίδας να εκφραστεί δημόσια από τις στήλες της, με επιστολή. Ομως, για να δημοσιευτεί μια επιστολή, ήταν αυτονόητο ότι ο αποστολέας θα έπαιρνε επωνύμως την ευθύνη των γραφομένων του: θα υπέγραφε με το όνομά του, το επώνυμο, το επάγγελμα, την ταχυδρομική του διεύθυνση. Η ηλεκτρονική παρέμβαση στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας είναι κάτι διαφορετικό:
Επιτρέπονται, αυτονοήτως, παιγνιώδη ψευδώνυμα, δηλαδή ανωνυμία και, επομένως, κατάφωρη αδικία: Διότι ο σχολιαστής ξέρει σε ποιον απευθύνεται (την ηλικία του αρθρογράφου, τη δουλειά του, το βιογραφικό του, την κοινωνική του διαδρομή), ο σχολιαζόμενος δεν ξέρει τίποτα για τον σχολιαστή του. Απευθύνεται ο σχολιαστής στον σχολιαζόμενο, αδίστακτα, σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, μπορεί να τον λοιδορήσει σκαιότατα, εξευτελιστικά, να του αποδώσει εκφράσεις και απόψεις δήθεν πρόσφατες ή που δήθεν πριν από χρόνια διατύπωσε – ο σχολιαζόμενος πρέπει να εγκαταλείψει κάθε άλλη απασχόληση, αν θέλει να απαντάει διαδικτυακά στον κάθε έναν που εκφράζει «ελεύθερα» τη «γνώμη» του, το σχόλιο, τη μονομανία του.
Υπάρχει, επιπλέον, σημαντικός αριθμός ανθρώπων που δεν τους ενδιαφέρει ένα δημόσιο βήμα για να πουν τη γνώμη τους, χρειάζονται όμως οπωσδήποτε έναν τηλεβόα που θα καταστήσει ηχηρή την επιθετική οργή τους ή την ιδεολογική τους αγκύλωση. Το ζητούμενο, ολοφάνερα, δεν είναι να κοινωνηθεί ο προβληματισμός ή μια πρόταση λύσης προβλημάτων. Η ηλεκτρονική δημοσιότητα χρησιμοποιείται για να εκτονωθεί η ψυχολογική φόρτιση, συχνά και η αντιπάθεια ή το μένος για τον φορέα αντίθετης γνώμης ή διαφορετικής οπτικής.
Ετσι πέρασε και στο πεδίο της δημοσιογραφίας το εκτρωματικό υπάλλαγμα της «ελευθερίας», αυτό που γεννήθηκε μέσα στο κλίμα της «μεταπολίτευσης»: η αυθαιρεσία ως «κατάκτηση» ατομικού δικαιώματος! Μπαίνουμε με ψευδώνυμο στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και μπορούμε να κατασυκοφαντούμε χυδαία τον αρθρογράφο που οι απόψεις του μας ενοχλούν, να του απευθυνόμαστε στον «ενικό» ισοπεδώνοντας κάθε διαφορά μας, να τον χλευάζουμε, να γελοιοποιούμε διαστρεβλώνοντας τα λεγόμενά του, θωρακισμένοι θρασύδειλα με την ψευδωνυμία μας.
Ετσι, επειδή η ανάγκη του πολίτη για ψυχολογική εκτόνωση περιορίζει ή καταργεί, κατά κανόνα, τον έλεγχο της λογικής, ο ηλεκτρονικός «διάλογος» των αναγνωστών με τους αρθρογράφους καταλήγει σε μονότονη, ανιαρή επανάληψη του ίδιου αιτήματος: Η αρθρογραφία να περιορίζεται αποκλειστικά σε ύβρεις και προπηλακισμούς για τον κομματάρχη που αντιπαθεί ο διαδικτυακός σχολιαστής, και σε επαίνους, εξύμνηση, εγκώμια για όποιον ο ίδιος πρόκειται να ψηφίσει. Προβάλλεται μάλιστα η απαίτηση, αυτός ο μικρονοϊκός μανιχαϊσμός να λειτουργεί αναδρομικά ως αυτονόητος: Να μη δικαιολογείται όποιος επένδυσε κάποτε αναμονή σε αδοκίμαστον ηγέτη.
Επιλέγοντας (ή ανεχόμενοι) οι σημερινοί ελληνώνυμοι την «ποδοσφαιροποίηση» της πολιτικής, τον τυφλό εξηλιθιωτικό κομματισμό, επιλέξαμε την πιο βασανιστική και πιο ταπεινωτική αυτοχειρία. Λέμε τη λέξη «ποδοσφαιροποίηση», αλλά μάλλον αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα στην οποία παραπέμπει. Ολοι εξομοιωνόμαστε ραγδαία, περισσότερο ή λιγότερο, με την εικόνα των θλιβερών πλασμάτων (συνήθως οδηγών ταξί) που μέρα – νύχτα, ακατάσχετα, ακούνε μόνο τη θανατερά μονότονη, μονομανιακή ραδιοφωνική κενολογία για ποδοσφαιρικές ομάδες, παίκτες, αγοραπωλησίες παικτών, διαιτητές, υπόκοσμο παραγόντων – ένα άλλο, απόκοσμο σύμπαν, σωστή κόλαση και ασφυξία μονοδιάστατης στενοψυχιάς, χωρίς ορίζοντα άλλον από την παραίσθηση.
Η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής μεθοδεύεται έντεχνα από ραδιόφωνα, κανάλια, εκποιημένο Τύπο. Ευνουχίζει τη ζωή, εκμηδενίζει την αξιοπρέπεια. Οι συντελεστές του εφιάλτη, κάποιες χιλιάδες, όσοι υφίστανται τον εφιάλτη, εκατομμύρια. Οσες «μεταγραφές» δημοσιογράφων (από κόμμα σε κόμμα) περνούν στη μικρή οθόνη, συνθέτουν κράμα ναυτίας και ντροπής. Οι καινούργιοι εγκάθετοι, προφανώς χρυσαμειβόμενοι για τον αυτεξευτελισμό τους, αποβάλλουν αυτονόητα τις αναστολές, τολμούν λ.χ. να παίρνουν συνεντεύξεις από μανδαρίνους των Βρυξελλών με αγγλικά που μετά βίας προκύπτουν από τρίμηνη (το πολύ) φοίτηση σε συνοικιακό «ινστιτούτο». Το επίπεδο καλλιέργειας όλων των απροκάλυπτα κομματικών δημοσιογράφων «νομιμοποιείται» από τη γενικευμένη ανοχή σολοικισμών και βαρβαρισμών της απαιδευσίας πρωθυπουργών και υπουργών της τελευταίας εικοσαετίας.
Αν οι Σκοπιανοί πραγματοποιήσουν, εδώ και τώρα, τις αποτυπωμένες σε γεωγραφικό χάρτη «αλυτρωτικές» τους φιλοδοξίες, οι ιστορικές συνέπειες για τον Ελληνισμό δεν θα είναι τόσο απελπιστικές όσο η γλωσσική (και μόνο) καταστροφή που έχουν επιφέρει όσα εκτρωματικά «πολιτικά» κόμματα κατ’ εξακολούθησιν μας ατιμάζουν. Τη διαπίστωση αυτή αναπαράγουν και τα «σχόλια» αναγνωστών στην ηλεκτρονική («διαδικτυακή») έκδοση των εφημερίδων μας.