Αλέξης Κωστάλας: Εγώ ντρεπόμουν για τη φωνή μου

Αλέξης Κωστάλας: Εγώ ντρεπόμουν για τη φωνή μου

Από τα Πετράλωνα της δεκαετίας του ’40, στο αμερικανικό πανεπιστήμιο και από εκεί στο Ραδιομέγαρο

7' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βλέπω τον Αλέξη Κωστάλα, τη φωνή των ευγενών τηλεοπτικών προγραμμάτων, από την τζαμαρία του εστιατορίου La Strada, να έρχεται περπατώντας, με βήμα ταχύ και ύφος ανθρώπου πολύ νεότερου. Ποιο είναι, λοιπόν, το ελιξήριο της νεότητας; Η κλασική μουσική ή τα μερόνυχτα στην ΕΡΤ; Χαμογελάει. «Oταν κάνεις αυτό που σου αρέσει δεν κουράζεσαι».

– Πώς και δεν έχετε γίνει βαρύς και κυνικός;

– Πρώτα απ’ όλα το πιο σημαντικό είναι να είσαι τυχερός, να έχεις καλή υγεία. Το άλλο που είναι πολύ βασικό στη ζωή είναι να ονειρεύεσαι. Εγώ ονειρεύομαι. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να μου κόψει τα όνειρά μου. Ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από την ηλικία του, πρέπει πάντα να ονειρεύεται.

– Γιατί δεν γίνατε χορευτής μπαλέτου ή τραγουδιστής όπερας;

– Από μία άποψη θα ήθελα πάρα πολύ να γίνω τραγουδιστής και χορευτής. Χορό έκανα, αλλά υπήρχαν τόσα ταμπού ενάντια στον χορό που… Αλλά μάλλον όχι. Να είμαστε ειλικρινείς. Την ίδια εποχή υπήρχαν και άλλοι νέοι από λαϊκές γειτονιές που έκαναν χορό και δεν έδιναν καμιά σημασία στο τι θα έλεγαν οι άλλοι. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη μου να γίνω χορευτής δεν ήταν τόσο μεγάλη μέσα μου όσο ήταν για εκείνους.

– Μάλλον σας κέρδισε η δημοσιογραφία και η ίδια η φωνή σας, όπως μας κέρδισε όλους μας, έτσι δεν είναι;

– Και όμως, εγώ ντρεπόμουν για τη φωνή μου. Ποτέ δεν πίστεψα στη φωνή μου, ούτε ακόμη και τώρα πιστεύω…

– Αυτό δεν μπορώ να το πιστέψω.

– Πολύ πιο σημαντικό από το να έχεις ωραία φωνή είναι να ξέρεις τι λες, το πώς το λες και γιατί το λες.

– Πώς ήταν η δεκαετία του ’40;

Πήρα υποτροφία από το Brown για γλωσσολογία. Οι γλώσσες χρειάζονται φαντασία και θράσος. Να μη φοβάσαι ότι μπορείς να κάνεις λάθος. Λάθος θα κάνεις. Και τι έγινε;

– Γεννήθηκα το 1940 στα Ανω Πετράλωνα και ήμουν το μοναδικό παιδί της οικογένειας. Το επίθετο της μητέρας μου ήταν Αγγελάκη. Ηταν Κρητικιά. Ο πατέρας μου ήταν από τη Σύρο. Εχω εικόνες από την πείνα του ’41-’42. Θυμάμαι τα καροτσάκια στην Ακαδημίας. Φόρτωναν τους πεθαμένους για να τους θάψουν. Θυμάμαι κι έναν Γερμανό με κομμένα πόδια. Εχω εικόνες από τον Εμφύλιο, από τους ελεύθερους σκοπευτές, Τα Πετράλωνα ήταν η νεκρή ζώνη ανάμεσα στους Χίτες, που ήταν στο Θησείο, και στους Ελασίτες, που ήταν στον Ταύρο. Οι γονείς μου χώρισαν και μεγάλωσα με τη μητέρα μου.

– Πώς ήταν η μητέρα σας;

– Ηταν μια γυναίκα που έραβε και ιδίως για την εποχή της είχε τα δύο χειρότερα ελαττώματα για μια γυναίκα: ήταν πάρα πολύ όμορφη και είχε άποψη. Αυτό που πίστευε θα το έλεγε και δεν φοβόταν. Είχε δουλέψει σαν μανεκέν, αλλά ήταν και ζόρικη, δεν σήκωνε πολλά πολλά. Η μητέρα μου με έγραψε στο Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων, με έστειλε να κάνω πιάνο, με έστειλε στη Γαλλική Ακαδημία, να μάθω γαλλικά, προσπάθησε να μου διευρύνει τους ορίζοντες, μου άνοιγε πόρτες. Στα 18 μου βρήκα διευθύνσεις πανεπιστημίων στην Αμερική, έστειλα επιστολές, ζήτησα υποτροφία και πήρα υποτροφία. Ετσι έφυγα να σπουδάσω στην Αμερική.

– Δεν στενοχωρήθηκε η μητέρα σας που φύγατε;

– Μου είπε «να πας αφού το θέλεις και αν χρειαστεί εγώ θα πουλήσω το σπίτι». Δεν προσπάθησε να μου στενέψει τα όνειρα. Μου είπε: «Ενα πράγμα θέλω από σένα, ένα γράμμα την εβδομάδα. Και το είχε. Και όταν της το έφερνε ο ταχυδρόμος, του έλεγε: «Θανάση, ποτέ δεν ήσουν τόσο όμορφος».

– Μείνατε στην Αμερική από το 1958 έως το 1963. Τι σπουδάσατε;

– Ξεκίνησα για πολιτικός μηχανικός, αλλά το άλλαξα μέσα σε ένα μήνα. Σπούδασα οικονομία και φιλολογία παράλληλα. Μετά πήρα υποτροφία από το Brown για γλωσσολογία. Οι γλώσσες χρειάζονται φαντασία και θράσος. Να μη φοβάσαι ότι μπορείς να κάνεις λάθος. Λάθος θα κάνεις. Και τι έγινε;

– Από το 1965 στην ΕΡΤ. Τι θυμάστε;

– Στην ΕΡΤ, γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, όπως ο φίλος μου Γιώργο Παπαστεφάνου, που τον αγαπώ και τον θαυμάζω. Ασχολήθηκα με πολλά και διαφορετικά πράγματα. Ποτέ δεν υπολόγιζα ωράρια. Πολλές φορές πήγαινα στην ΕΡΤ Δευτέρα πρωί και έφευγα Τετάρτη. Δεν καταλαβαίνεις την κούραση όταν κάνεις αυτό που σου αρέσει.

– Επί δικτατορίας, είχατε παρεμβάσεις;

– Δεν είχα ποτέ καμία παρέμβαση, εκτός από μία φορά που με κάλεσε ο διευθυντής. Ηταν μια βραδιά μπαλέτου, τη βραδιά του Πολυτεχνείου, Παρασκευή, και μου λέει: «Τι είναι αυτοί οι όροι που χρησιμοποιείτε, “πα ντε ντε”, “αντάτζιο”, “βαριασιόν”; Ο χορός ξεκίνησε από την Ελλάδα, κύριε Κωστάλα! Να τα λέτε ελληνικά!». Του λέω: «Η Ακαδημία Αθηνών ας φροντίσει να μεταφράσει τους διεθνείς όρους του μπαλέτου. Μέχρι τότε δεν μπορούν να λεχθούν ελληνικά». «Αφήστε τα αυτά και να μιλάτε πιο δυνατά», συνεχίζει αυτός. Και του απαντώ: «Δεν κάνουμε διάγγελμα. Κάνουμε μια εκπομπή για τον χορό». «Αυτό που σας είπα!». Ηταν η μόνη παρέμβαση. Φυσικά, δεν άλλαξα τίποτα.

Αλέξης Κωστάλας: Εγώ ντρεπόμουν για τη φωνή μου-1
«Σήμερα, οι άνθρωποι γίνονται εύκολα γνωστοί. Ακούμε συνέχεια για την καινούργια Κάλλας, τον νέο Νουρέγιεφ, τον επόμενο Μπαρίσνικοφ. Ο καθένας φωτογραφίζει τον εαυτό του και τον ανεβάζει στα κοινωνικά δίκτυα, μετράει αν έχει 1.000 λάικ και αισθάνεται διάσημος. Ούτε διάσημος είσαι ούτε μύθος. Τον διάσημο τον θυμάσαι. Τον μύθο δεν τον ξεχνάς. Και δεν πεθαίνει», λέει ο Αλέξης Κωστάλας. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Εβλεπα τη φωνή της Κάλλας να περνάει μπροστά μου…

– Οι συναντήσεις σας με μεγάλους καλλιτέχνες έχουν μείνει αλησμόνητες. Πείτε μας την πιο χαρακτηριστική.

– Oταν ήμουν φοιτητής το 1963 έμαθα ότι το Βασιλικό Μπαλέτο της Αγγλίας θα ερχόταν στην Αμερική με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο οποίος μόλις είχε αυτομολήσει. Παίρνω το τρένο και πάω στη Βοστώνη με μια συμφοιτήτρια. Τεράστια ουρά, σκέφτομαι ότι ώσπου να φτάσω στο ταμείο δεν θα υπάρχει τίποτα. Ξαφνικά λέω κάτι στα ρωσικά. Οι Αμερικανοί με πέρασαν για συμπατριώτη του Νουρέγιεφ και με στέλνουν μπροστά στο ταμείο. Κι έτσι πρόλαβα και πήρα εισιτήρια. Μετά την παράσταση ήθελα να γνωρίσω τον Νουρέγιεφ, αλλά στην είσοδο των καλλιτεχνών υπήρχε συνωστισμός και πολλή αστυνομία. Πώς θα περάσω μέσα; Στήνω το κορμί μου και στρέφω τα πόδια μου λίγο προς τα έξω, όπως περπατούν οι χορευτές. Παριστάνω ότι είμαι χορευτής και μπαίνω. Κάποιος μου είπε: «Πού πάτε;» αλλά του απαντώ απότομα στα ρωσικά: «Δεν καταλαβαίνω τίποτα». Πήγα στο καμαρίνι και του μίλησα. Ο Νουρέγιεφ ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα. Και δεν είχε αλαζονεία. Ηξερε πολύ καλά ποιος είναι και ποιος δεν είναι».

– Σήμερα οι καλλιτέχνες έχουν αλαζονεία;

– Σήμερα, οι άνθρωποι γίνονται εύκολα γνωστοί. Ακούμε συνέχεια για την καινούργια Κάλλας, τον νέο Νουρέγιεφ, τον επόμενο Μπαρίσνικοφ. Ο καθένας φωτογραφίζει τον εαυτό του και τον ανεβάζει στα κοινωνικά δίκτυα, μετράει αν έχει 1.000 λάικ και αισθάνεται διάσημος. Ούτε διάσημος είσαι ούτε μύθος. Τον διάσημο τον θυμάσαι. Τον μύθο δεν τον ξεχνάς. Και δεν πεθαίνει. Oταν το ’57 ήρθε στο Ηρώδειο η Κάλλας, η προτελευταία άρια ήταν από την όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ. Hταν πανσέληνος, το φως του φεγγαριού έλουζε το Ηρώδειο και καθώς πλησιάζει στο τέλος της άριας, γυρίζει το κεφάλι. Και τότε έβλεπα, δεν άκουγα. Eβλεπα τη φωνή της Κάλλας, να έρχεται, να περνάει μπροστά μου, να πηγαίνει στην άλλη άκρη, να επιστρέφει και να πηγαίνει από εκεί που ήρθε και να χάνεται. Αυτό πώς γίνεται;

– Η Κάλλας ήταν η μεγαλύτερη μεταξύ των μεγάλων;

– Ναι, ήταν. Τη δεύτερη φορά που ήρθε ο Νουρέγιεφ στο Ηρώδειο, το 1966, η Κάλλας ήταν στο κοινό. Μετά την παράσταση πάω στον Νουρέγιεφ και του λέω: «Eχω διαβάσει ότι τη θαυμάζεις· αν είναι αλήθεια, έχω μια σπάνια ηχογράφηση να σου δώσω, αλλά αν δεν ισχύει, τότε να την κρατήσω για μένα, γιατί για μένα η Κάλλας είναι η μεγαλύτερη απ’ όλους σας. Και μου απαντάει ο Νουρέγιεφ: «Ναι, τη θέλω. Και ελπίζω μόνο να χορέψω καλύτερα την επόμενη φορά που θα είναι εκεί έξω».

Τα αγαπημένα

– Οι αναγνώστες μας θέλουν να μάθουν ποια είναι τα αγαπημένα σας κλασικά έργα…

– Μα είναι τόσο πολλά. Πραγματικά, είναι πολλά τα σπουδαία έργα που ανεβαίνουν διαρκώς στα θέατρα και στις αίθουσες συναυλιών σε όλο τον κόσμο. ∆εν θα ήθελα να ξεχωρίσω κάποια από αυτά, αλλά εάν επιμένετε θα μπορούσα να σας αναφέρω την όπερα «Τραβιάτα» του Βέρντι, που είναι μια κραυγή αγάπης και αγωνίας. Θα ήθελα να ακούσω πώς θα τραγουδούσε η Εντίθ Πιαφ την Τραβιάτα γιατί και η φωνή της Πιαφ είναι μια κραυγή αγάπης και αγωνίας. Μου αρέσει ακόμη το μπαλέτο «Ζιζέλ», η τραγική ιστορία μιας χωριατοπούλας που ερωτεύτηκε έναν μεταμφιεσμένο ευγενή. Και σε ό,τι αφορά τη συμφωνική μουσική, ας αναφέρουμε ενδεικτικά το τριπλό Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο του Μπετόβεν.

Η συνάντηση

Ο Αλέξης Κωστάλας έχει φιλικές σχέσεις με τους ανθρώπους του ιταλικού εστιατορίου La Strada στο Ψυχικό, όλοι τον υποδέχονται με θερμούς εναγκαλισμούς μόλις εμφανίζεται στην πόρτα. Μαθαίνω μάλιστα ότι είναι ο νονός του La Strada, αυτός σκέφτηκε το όνομα όταν άνοιξε το εστιατόριο το 1987, που παραμένει από τότε ένα από τα πιο ονομαστά ιταλικά της Αθήνας. Πίνουμε ένα «ευγενικό» στον ουρανίσκο κόκκινο κρασί, που λέγεται «Buddy» – με σκίτσο του Γιώργου Σταθόπουλου επάνω στη φιάλη. Είναι το «δικό τους», το κρασί του εστιατορίου για τους φίλους. Δεν μπορώ να αντισταθώ στη διάσημη pasta με γαρίδες, αλλά ο κ. Κωστάλας μπορεί. Επιλέγει φιλέτο ψητό με πουρέ. Προηγήθηκε μια πλούσια πράσινη σαλάτα και ακολούθησαν δύο εσπρέσο. Ο λογαριασμός ήταν 91 ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT