Ισίδωρος Ζουργός: Το κοστούμι του κόσμου μου ήταν στενό

Ισίδωρος Ζουργός: Το κοστούμι του κόσμου μου ήταν στενό

Η ισόβια περιπλάνηση στην Αγίου Δημητρίου, τα χρυσάνθεμα στα στρωμένα σαλόνια, η Εγνατία ως ταξικό σύνορο: Πώς οι μνήμες αναπλάστηκαν σε ένα μυθιστορηματικό σύμπαν

6' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι δύσκολο να τον πετύχεις πλέον στη Θεσσαλονίκη. Απαλλαγμένος από τη δέσμευση της καθημερινής διδασκαλίας μετά τη συνταξιοδότησή του, έχει ελεύθερο χρόνο να ταξιδεύει. Μόλις είχε επιστρέψει από ένα πολυήμερο ταξίδι στην Κρήτη για μια σειρά παρουσιάσεων του ενδέκατου μυθιστορήματός του, «Παλιές και νέες χώρες», μετά ένα ενδιάμεσο διάλειμμα για τη βράβευσή του από τη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος αναχώρησε για τη Μυτιλήνη και από εκεί στο Βουκουρέστι για το υπό έκδοση βιβλίο του «Λίγες και μία νύχτες». Ο Ισίδωρος Ζουργός εισπράττει μεγάλη αγάπη και αποδοχή από τους αναγνώστες του. Τα μυθιστορήματά του (όλα από τις εκδόσεις Πατάκη) ταξιδεύουν εδώ και τριάντα χρόνια, από το πρώτο βιβλίο, «Φράουστ», που είχε το θράσος ή το θάρρος, όπως λέει, να το γράψει σε ηλικία 24 χρόνων.

Συναντηθήκαμε στη γειτονιά του, την πλατεία Διοικητηρίου –μια χαίνουσα πληγή εδώ και τριάντα χρόνια μετά το ξήλωμα της μαρμαρόστρωτης πλατείας του Μεσοπολέμου– στην οδό Αγίου Δημητρίου, τον δρόμο όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Περπατήσαμε για το γεύμα διασχίζοντας την πλατεία Αντιγονιδών προς την πλατεία Βαρδαρίου, δρόμους με αστικά οικιστικά υπολείμματα της διαχρονικής Θεσσαλονίκης με τα οποία χτίζει τις ιστορίες του. «Ισως είναι και λίγο μεταφυσικό. Πράγματι, δεν ξέφυγα ποτέ από την Αγίου Δημητρίου. Περιελίσσομαι γύρω της. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι όπου κι αν πας, εδώ τελικά θα επιστρέφεις. Εχω χιλιάδες μνήμες, παιδικές, εφηβικές και όλης της μετέπειτα ζωής μου. Κάθε φορά που τον διασχίζω επανέρχονται και σκέφτομαι ότι τόσο με αυτόν τον δρόμο όσο και με τη Θεσσαλονίκη ίσως να μην έχω τελειώσει συγγραφικά μαζί τους».

– Ηταν η γειτονιά το πρώτο υλικό για τη λογοτεχνική σας κυψέλη;

– Φυσικά. Ο κόσμος της προσωπικής και συλλογικής μνήμης λειτούργησε ως μια διαδικασία εικονοποιητικής δημιουργίας. Στα 25 μου είχα ήδη γεμάτο ένα ταμείο παραστάσεων για να ξεκινήσω πια να δημιουργώ τις δικές μου μυθοπλασίες.

– Ποια ανάγκη ωθεί έναν λογοτέχνη προς τα εκεί;

– Εχω μια διατύπωση η οποία ταιριάζει στη δική μου περίπτωση. Το κοστούμι του κόσμου ήταν δυο-τρία νούμερα πιο στενό και μέσω της λογοτεχνίας ήθελα να αποκτήσω ευρυχωρία ύπαρξης και έκφρασης για να κατακτήσω μια εσωτερική ελευθερία και αυτογνωσία. Προφανώς γεννήθηκε πιο εύκολα χάρη στην αναγνωστική εμπειρία. Διάβαζα πολύ, θαύμασα, εντυπωσιάστηκα, ζήλεψα κείμενα σπουδαίων δημιουργών, ένιωσα την ανάγκη να εκφραστώ και πειραματίστηκα.

– Ποιες προσωπικές μνήμες και πώς περνούν μέσα από τη γραφή;

– Με την αποτύπωση ενός κόσμου ο οποίος δεν υπάρχει πια. Στο βιβλίο «Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού» είχα την ανάγκη να ξαναπλάσω τα καλοκαίρια σε ένα ορεινό χωριό όπου παραθερίζαμε παιδιά τη δεκαετία του ’70. Της Θεσσαλονίκης του μετεμφυλιακού νάρθηκα, μιας πόλης με πολλές σιωπές άλλων και υπολείμματα κοσμοπολιτισμού, σε μια γειτονιά που ήταν αλλιώς. Το μικροαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα με μια σύνθεση ανθρώπων της μετεμφυλιακής Ελλάδας η οποία παρά τις στερήσεις είχε μια φωτεινή ματιά στο μέλλον και μια ελπίδα. Ημασταν μια οικογένεια με περιορισμένους οικονομικούς πόρους αλλά με βασικό κανόνα ζωής την αξιοπρέπεια και με έναν κώδικα αξιών και σεβασμού στη συνύπαρξη. Αυτή η έννοια του σεβασμού στην καθημερινή ζωή – συναναστροφή της ελληνικής κοινωνίας θεωρώ ότι σήμερα έχει συρρικνωθεί.

– Και η συλλογική μνήμη;

– Ηταν η οδός Αγίου Δημητρίου με το εορταστικό τριήμερο του πολιούχου της αγίου. Τα χρυσάνθεμα στα στρωμένα σαλόνια. Οι σόμπες που μπουμπούνιζαν τον Οκτώβριο. Οι μυστηριώδεις τόποι της πόλης. Οι ερειπωμένες επαύλεις. Η Εγνατία ως ένα ταξικό σύνορο το οποίο «πέρασα» πρώτη φορά στη Β΄ Γυμνασίου και μου το υπενθυμίζουν ακόμη και σήμερα αφιερώματα για την πόλη που γράφουν «δοκιμάστε να διασκεδάσετε πάνω από την Εγνατία», λες και είναι εξωτικός προορισμός. Ολες αυτές οι μνήμες περνούν, ασυνείδητα, στα μυθιστορήματά μου.

Η λογοτεχνία, όσο κι αν ακούγεται παλιομοδίτικο ή υπερφίαλο, είναι ένα στοίχημα με το σωτήριο άφθαρτο. Γράφεις γιατί θέλεις να σώσεις, τον εαυτό σου, τις μνήμες άλλων ανθρώπων.

– Από τα 11 μυθιστορήματα, τα οκτώ είναι τοποθετημένα σε ιστορικό χρόνο. Τι είναι πιο εύκολο, να βουτάς στην Ιστορία ή να συνθέτεις την τοιχογραφία της σύγχρονης εποχής;

– Είχα πάντα μια έλξη στο παρελθόν, γιατί νομίζω ότι εκεί κρύβεται η εναγώνια απορία μου κατά πόσον επί της ουσίας αλλάζει ο άνθρωπος στο πέρασμα των εποχών. Οι βασικές συνισταμένες της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ίδιες σε όλες τις εποχές. Διαφέρουν οι τρόποι και οι μεταμφιέσεις. Καθεμία από τις επιλογές έχει ιδιαίτερες δυσκολίες. Εάν γράψω για το απόλυτο σήμερα, οι σελίδες ρέουν εύκολα. Υπάρχει ωστόσο κίνδυνος, ο λόγος σου να εκπέσει ως ένα επίκαιρο σχόλιο, σε κοινοτοπία. Το μυθιστόρημα όμως θέλει να διαχωρίζει τη θέση του από την επίκαιρη γραφή.

Στη θεματολογία σε ιστορικό χρόνο, πρακτικά και τεχνικά, οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες γιατί πρέπει να ξέρεις καλά τους αξιακούς κώδικες κάθε εποχής, τις πεποιθήσεις, μια στοιχειώδη πραγματογνωσία. Οι σελίδες δεν φεύγουν αβασάνιστα. Στο τέλος όμως αυτής της διαδρομής υπάρχει μια ανταμοιβή, γιατί έχεις ταξιδέψει σε άλλους κόσμους συμπαρασύροντας και τον αναγνώστη. Οταν ρώτησαν τον Φλομπέρ γιατί έγραψε μυθιστόρημα για την αρχαία Καρχηδόνα, εκείνος απάντησε ότι ήθελε να ξεφύγει από την πεζή και ανούσια εποχή στην οποία ζούσε. Ισως με κάποιον τρόπο λειτουργεί και σ’ εμένα αυτό.

– Τελικά η λογοτεχνία πολεμάει τη φθορά της μνήμης;

– Η λογοτεχνία, όσο κι αν ακούγεται παλιομοδίτικο ή υπερφίαλο, είναι ένα στοίχημα με το σωτήριο άφθαρτο. Γράφεις γιατί θέλεις να σώσεις, τον εαυτό σου, τις μνήμες άλλων ανθρώπων. Γράφεις για να σώσεις και για να σωθείς.

«Αγελαία αντίληψη»

Ο απόηχος από τα ομοφοβικά περιστατικά των νέων στην πλατεία Αριστοτέλους είχε κοπάσει, ωστόσο δεν θα μπορούσα να αποφύγω τη συζήτηση γύρω από τα πρωτοφανή φαινόμενα βίας των νέων με ένα δάσκαλο που έχει αφιερώσει χρόνια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. «Ηταν ένα από τα πιο θλιβερά και αποκρουστικά περιστατικά αλλά και μια έκφραση της γενικότερης παθογένειας που τυραννάει τη χώρα. Το πιο ανησυχητικό είναι η αγελαία αντίληψη που ξεσήκωσε μάζες εφήβων. Δεν ξέρω αν οι υποθέσεις που κάνω είναι βάσιμες, πιστεύω όμως ότι αυτά τα ακραία φαινόμενα αποτελούν εκδήλωση μιας λογικής που έχει αναπτυχθεί κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου, όπου εύκολα στοχοποιούνται ή “δολοφονούνται” χαρακτήρες».

– Γιατί μπαίνει η Θεσσαλονίκη στο κάδρο;

– Η πόλη έχει μελανές κρύπτες στην ιστορία της, αλλά ποια πόλη δεν έχει; Το πρόβλημα δεν είναι μόνο της Θεσσαλονίκης, είναι γενικότερο και –φοβάμαι– διογκούμενο. Τα αίτια, πολλά. Μεταξύ αυτών και η απαξίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και του δασκάλου, οι άστοχες και αυθαίρετες πολλές φορές παρεμβάσεις σε ένα ανακριτικό κλίμα καχυποψίας, συχνά με συκοφαντική διάθεση από τον οποιονδήποτε.

– Ποια φαινόμενα άρχισαν να γίνονται ορατά κατά τη διάρκεια της διδασκαλικής σας πορείας;

– Η διάσπαση προσοχής την τελευταία δεκαετία, που έχει προφανώς να κάνει με μια συνεχή έκθεση στην οθόνη. Ωστόσο, οι παρορμήσεις της βίας στο δημοτικό δεν συγκρίνονται με αυτές στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Το σχολείο όμως πλέον βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Εχει ξεπεράσει παλαιότερες δυσκολίες αλλά σε μια εποχή δικαιωματισμού και μιας υποτιθέμενης ελευθερίας έχω την αίσθηση ότι οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί είναι λιγότερο ελεύθεροι από ποτέ να χαράξουν καινούργιους δρόμους γιατί νιώθουν ανυπεράσπιστοι.

Το βραβείο είναι χτύπημα στην πλάτη

Αναρωτιόμουν πάντα πόσο τυχερά είναι τα παιδιά όταν έχουν δάσκαλο έναν συγγραφέα. «Eχει αποδειχθεί τόσο από μελέτες όσο και από τη δική μου εμπειρία πως η σχέση με το βιβλίο επιβιώνει όταν είναι μια σχέση έλξης και όχι υποχρεωτικότητας. Ζητούμενο είναι τα παιδιά να αγαπήσουν το διάβασμα, να κοιμούνται με ένα βιβλίο δίπλα τους. Φρόντιζα στην τάξη μου να διαχωρίζω τους ρόλους. Hθελα να είμαι ο δάσκαλός τους που λατρεύει τα βιβλία και όχι ο συγγραφέας. Κάποιες φορές που υποδύθηκα τον “ρόλο” του συγγραφέα, μου το είχαν ζητήσει επίμονα τα ίδια τα παιδιά. Εισέπραξα μεγάλη χαρά όταν σε πρόσφατη συνάντηση ενήλικων πια μαθητών μου, διαπίστωσα πως ο σπόρος της αγάπης για την ανάγνωση είχε φυτρώσει». Είναι το βραβείο της ΔΟΕ μια επιβράβευση γι’ αυτό; «Eνα βραβείο το εισπράττεις σαν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, ένα ενθαρρυντικό κλείσιμο του ματιού για να συνεχίσεις».

Η συνάντηση

Το «Σέμπρικο» που επέλεξε ο Ισίδωρος Ζουργός για το γεύμα βρίσκεται δίπλα σ’ ένα από τα σωζόμενα απομεινάρια του βυζαντινού τείχους. Καθώς μοιραζόμασταν –τιμώντας την έναρξη της Σαρακοστής– μπάλες μπακαλιάρου, χταπόδι σχάρας, μια βελούδινη φάβα με καραμελωμένα κρεμμύδια, πίνοντας ροζέ Τυρνάβου Κτήματος Μίγα (το σύνολο 59,50 ευρώ), μου εξηγούσε τον λόγο για τον οποίο δεν έχει τελειώσει συγγραφικά με τη Θεσσαλονίκη. «Μέσα στην πόλη όπου μεγάλωσα, υπάρχουν πολλές άλλες αόρατες πόλεις, υπόγειες και επίγειες. Αρκεί να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτά τα τείχη, στα αρχαιολογικά ευρήματα, σε φωτογραφίες των αρχών του περασμένου αιώνα. Οι μεταμορφώσεις της είναι θεαματικές. Τις κρυμμένες αυτές πόλεις επιχειρώ να ανιχνεύσω και στα μυθιστορήματά μου, με μια ενδόμυχη φιλοδοξία, το τοπικό να γίνει παγκόσμιο».

Ισίδωρος Ζουργός: Το κοστούμι του κόσμου μου ήταν στενό-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT