Γιώργος Παπαλιός: Κάναμε αντίσταση στη δικτατορία γυρίζοντας ταινίες

Γιώργος Παπαλιός: Κάναμε αντίσταση στη δικτατορία γυρίζοντας ταινίες

Εφοπλιστής και παραγωγός ταινιών, αποτυχών ηθοποιός και ερασιτέχνης μαραθωνοδρόμος, μιλάει για τον Αγγελόπουλο και τον Λάνθιμο, και μια παρτίδα τάβλι με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τελείωσα την καριέρα μου ως παραγωγός αλλά την ξεκινάω ως ηθοποιός!» λέει ο Γιώργος Παπαλιός. Δεν ξέρεις αν χαριτολογεί ή αν πρέπει να ζητήσεις διευκρινίσεις. «Eπαιξα στη μικρού μήκους ταινία του Κωνσταντίνου Δοξιάδη (σ.σ. εγγονός του). Κάνω μια σκιά πάνω σε ένα τραπέζι!» προσθέτει, γελώντας.

Ο 78χρονος, εμβληματικός παραγωγός του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ο άνθρωπος που συνέδεσε την πορεία του με την αναγέννηση του ελληνικού σινεμά τη δεκαετία του ’70 και με τη στήριξη νέων δημιουργών (όπως ο Λάνθιμος) στον 21ο αιώνα, δύο πράγματα δεν χάνει ποτέ: το στυλ του, λεπτός, ευθυτενής, ευκίνητος (είναι μαραθωνοδρόμος με επιδόσεις), και το χιούμορ του. Ο «κόκκινος εφοπλιστής», όπως τον αποκαλούσαν στην Eνωση Εφοπλιστών, παραδέχεται ότι οφείλει στο σινεμά την απομάκρυνσή του από τις «ελίτ». Σήμερα, ομολογεί ότι δεν παρακολουθεί στενά την ελληνική παραγωγή, θεωρεί όμως ότι «κάνει βήματα, προχωράει, έχει διεθνή παρουσία». Είναι, κάπως, σκεπτικός μόνο ως προς τη θεματολογική καταδυνάστευση της woke κουλτούρας.

Την περασμένη άνοιξη, στην απονομή των βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2024, τιμήθηκε για τη συνολική προσφορά του στην 7η τέχνη. «Hταν μια συγκινητική βραδιά. Είπα ότι μοιράζομαι το βραβείο με όλους όσους συνεργάστηκα και όσους δεν ζουν πια, όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος».

– Ξεκινήσατε από τον Αγγελόπουλο και φτάσατε έως τον Λάνθιμο, επιμένοντας εσείς, ως πρόεδρος του Κέντρου Κινηματογράφου (2006-2013), να πάρει χρηματοδότηση ο «Κυνόδοντας».

– Hταν μια ομάδα σκηνοθετών τότε, ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Σύλλας Τζουμέρκας, ο Αλέξης Αλεξίου. Μιλώντας μαζί τους, εκτίμησα την προοπτική τους. Με τον Αγγελόπουλο γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού φίλου, του Δημήτρη Κατζουράκη. Ηταν να κάνουμε μαζί την «Αναπαράσταση», αλλά εγώ έφυγα εκτάκτως για την Κούβα, γιατί είχε πάρει φωτιά ένα πλοίο μας. Εμεινα εκεί πολύ καιρό, αλλά γύρισα κι ένα ντοκιμαντέρ για την Κούβα… Οταν επέστρεψα, ο Αγγελόπουλος είχε ολοκληρώσει την «Αναπαράσταση», ετοίμαζε κιόλας τις «Μέρες του ’36». Ακολούθησε ο «Θίασος». Οι «Μέρες του ’36» ξεκίνησαν με προϋπολογισμό 80.000 δρχ. και έφτασαν τα 2,5 εκατ. Ο «Θίασος» ξεκίνησε με 800.000 δρχ. και στοίχισε 10 εκατ. Για μένα εκείνη η εποχή δεν ήταν μόνο ο στόχος να παράγουμε (έκανα και «Τα χρώματα της Ιριδος» του Ν. Παναγιωτόπουλου, το «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» του Τ. Ψαρρά). Ηταν ταινίες που γυρίστηκαν μέσα στη δικτατορία. Αυτός ήταν ο δικός μας τρόπος αντίστασης: να γυρίζουμε ταινίες.

– Ασχοληθήκατε και με την τηλεόραση.

– Ναι. Εκανα, ως πρώτος τηλεοπτικός Ελληνας παραγωγός, τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Μετά, μια σειρά για τους Ελληνες ναυτικούς, το «Πορεία 090» (σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά, φωτογραφία Αλέξη Γρίβα, 1980), παραγγελία της Ενώσεως Εφοπλιστών. Επτά πλοία της εταιρείας μου είχαν δεσμευθεί για τα γυρίσματα. Σε όλον τον κόσμο: Αίγυπτο, Πακιστάν, Ινδίες, Χονγκ Κονγκ, Ιαπωνία… Δεν έμεινε τίποτε από τη σειρά αυτή, η ΕΡΤ2 έχασε τα νεγκατίφ σε μια πλημμύρα· εκτός από τη μουσική, που έγραψε ο Θάνος Μικρούτσικος σε στίχους Καββαδία. Απονέμαμε τότε το βραβείο Καββαδία στον Ελληνα ναυτικό που έγραφε ποίηση. Του έδωσα να διαβάσει το «Πούσι». Δέκα ημέρες μετά, έφερε αυτόν τον συγκλονιστικό δίσκο, τον «Σταυρό του Νότου».

– Πώς προέκυψε η σχέση σας με το σινεμά;

– Εξι χρόνων ήμουν πρωταγωνιστής σε ένα μιούζικαλ στην Αλεξάνδρεια, στο Βικτόρια Κόλετζ. Το ’57 ήρθαμε στην Ελλάδα. Ημουν 11 χρόνων. Είχα πάντα το ψώνιο να γίνω ηθοποιός. Στη Σχολή Μωραΐτη είχα καθηγητή τον φιλόλογο και θεατρολόγο Τάσο Λιγνάδη. Το περιβάλλον, οι φίλοι μου είχαν σχέση με το θέατρο και το σινεμά. Σε ένα ταξίδι μου στην Ιαπωνία, αγόρασα μια μηχανή Canon και άρχισα να γυρίζω ό,τι μου άρεσε. Οταν κατάλαβα ότι δεν μπορώ να είμαι σκηνοθέτης, έγινα παραγωγός.

Σε ένα ταξίδι μου στην Ιαπωνία, αγόρασα μια μηχανή Canon και άρχισα να γυρίζω ό,τι μου άρεσε. Οταν κατάλαβα ότι δεν μπορώ να είμαι σκηνοθέτης, έγινα παραγωγός.

– Αλλά, τελικά, σας κέρδισε το τρέξιμο!

– Η ζωή μου άλλαξε άρδην με το τρέξιμο. Ασχολήθηκα με όλα τα σπορ, ιππασία, τένις, γκολφ, κατέληξα στο πιο κοινό. Ετρεχα και πριν πάω στο Κέντρο Κινηματογράφου, αρχές του 2000, τότε ξεκίνησα και τους μαραθωνίους. Μετά είχα ένα πρόβλημα (πάθηση στα πέλματα) και σταμάτησα. Από το 2019, όμως, ασχολούμαι συστηματικά. Τρέχω στην κατηγορία των 75+. Είμαι 78. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχω τρέξει 52 ημιμαραθωνίους, τρία τριαντάρια, 12 μαραθωνίους, ένα 50άρι, ένα 12ωρο και δύο 24ωρα. Από το 2021 έχω συμπληρώσει 22.000 χιλιόμετρα σε τρέξιμο και περπάτημα. Φαίνεται δύσκολο, αλλά δεν είναι. Το τρέξιμο, για όσους ξέρουν, είναι ένα είδος ναρκωτικού. Αν δεν το κάνεις, έχεις στέρηση. Δεν είμαι γρήγορος, αλλά έχω αντοχή, γι’ αυτό κάνω πολλά χιλιόμετρα. Οι άνθρωποι της ηλικίας μου βαριούνται αυτές τις αποστάσεις ενώ μπορούν.

– Η παραγωγή μιας ταινίας μοιάζει με μαραθώνιο;

– Να σας πω την αλήθεια η επταετία στο Κέντρο Κινηματογράφου ήταν ο μαραθώνιος, όχι η παραγωγή. Χρειάζονταν μεγάλες αντοχές. Προχωρούσαν τα πράγματα αλλά με αντιδράσεις διαρκώς. Οχι από τους ανθρώπους του Κέντρου, αυτοί ήταν διαμάντια. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ με το προσωπικό. Κάθε φορά που επιχειρούσα κάτι καινούργιο, χαλούσαν τον κόσμο ορισμένοι που ανήκαν στον συνδικαλιστικό χώρο, εκτός Κέντρου πάντα. Συνεργάστηκα με επτά υπουργούς Πολιτισμού και τέσσερις κυβερνήσεις. Αν εξαιρέσουμε τον Παύλο Γερουλάνο, που, τουλάχιστον, στον τομέα του σινεμά πρόσφερε πολλά, όλοι οι άλλοι βρέθηκαν σε αυτή τη θέση σαν τον… μουντζούρη στο μοίρασμα της τράπουλας.

– Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε μια «συνάντηση» με πολιτικό πρόσωπο, ποιο θα επιλέγατε;

– Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Δεκαετία του ’80, τον είχαμε φιλοξενήσει στο σπίτι μας στους Πεταλιούς, στο Λαγονήσι, καλοκαίρι, στο μεσοδιάστημα της προεδρίας του. Ολα ήταν καταπληκτικά εκτός από το βράδυ που έπρεπε να παίξω μαζί του τάβλι. Αν ξέρετε τάβλι, θα με καταλάβετε. Επαιζε, για παράδειγμα, την πρώτη ζαριά που ερχόταν 6-1. Ηθελε ένα λεπτό για να βάλει τα πούλια στη θέση τους! Σκεφτόταν πολύ την κάθε κίνηση. Ηταν, βέβαια, συναρπαστικός αφηγητής. Είχε πλήθος ιστοριών να αφηγηθεί. Συναντιόμαστε και στο γκολφ, αλλά έπαιζε μόνος του. Δεν ήθελε συναγωνισμό. Και δεν έπαιζε ποτέ μαζί με τον Ράλλη, γιατί, όπως φημολογείται, ήταν καλύτερος! Και ακόμη καλύτερη η γυναίκα του Λένα!

«Αξιζε τον κόπο»

Ο,τι κι αν συζητήσουμε, πάντως, με τον Γιώργο Παπαλιό, επιστρέφουμε στο σινεμά. Είναι η τέχνη που τον περικλείει, τον ορίζει και τον έχει σφραγίσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. Αυτός ο, λιγομίλητος και αποτραβηγμένος πλέον από τον κινηματογραφικό χώρο, δρομέας μεγάλων αποστάσεων έθεσε, στη διάρκεια της θητείας του, τα θεμέλια ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού ΕΚΚ. Τον ρωτώ, λοιπόν: «Σήμερα, 11 χρόνια μετά τη θητεία σας ως προέδρου του ΕΚΚ, και τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίσατε, αν κάνετε έναν απολογισμό, τι θα λέγατε, άξιζε τον κόπο;». «Αξιζε», απαντά χωρίς να αμφιταλαντευτεί. Ολα τα στοιχεία είναι φρέσκα στη μνήμη του. Αναφέρει πολλά, επιλέγω ενδεικτικά: «Δημιουργήσαμε το Film Commission, όταν κάποιοι μάς έλεγαν πως δεν θέλουν οι Ελληνες κινηματογραφιστές να γίνουν υπάλληλοι των Αμερικανών, το ΕΚΚ, μαζί με τον Μάρκο Χολέβα, άτυπα, ξεκινήσαμε να εξυπηρετούμε ξένες παραγωγές. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν το “Mamma Mia”. Ψηφιοποιήσαμε τις περισσότερες ελληνικές ταινίες (1 εκατ. ευρώ, το κόστος). Διοργανώσαμε το πρώτο φεστιβάλ ταινιών ανθρώπων με αναπηρία. Μεταστεγάστηκε το Κέντρο από ένα παμπάλαιο κτίριο, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με μηδενικό κόστος, απέναντι από την Ακρόπολη και δίπλα στο μουσείο. Απέκτησε κωδικό στον κρατικό προϋπολογισμό, 2,5 εκατ. τον χρόνο, για πρώτη φορά. Προχωρήσαμε σε γενναίο περιορισμό εξόδων».

Κράτησε το πιο κρίσιμο για το τέλος: «Το σημαντικότερο για εμένα ήταν ότι χρηματοδοτούσαμε ταινίες που πιστεύαμε και όχι για άλλους λόγους. Αλλωστε και οι επιτροπές που αποφάσιζαν ουδέποτε ήταν επιτροπές συναλλαγής».

Το πρώτο πλοίο και ο «Κυνόδοντας»

– Αν τοποθετούσατε σε μια συναισθηματική κλίμακα τη ναυτιλία, το σινεμά, τους μαραθωνίους, τι σειρά θα είχαν; 

– Εξαιρετικά συγκινητική ήταν η στιγμή της πρώτης καθέλκυσης πλοίου, στην Αγγλία, στο Σάντερλαντ, το 1966. Το έλεγαν «Ντόρα», Παπαλιού, το όνομα της μητέρας μου, ακολούθησε το «Μίμης», του αδελφού μου, ο οποίος δεν υπάρχει πια. Η εταιρεία λεγόταν Αιγίς (Aegis Shipping). Υστερα, θυμάμαι όταν η Ντορίνα (σ.σ. Ντορίνα Παπαλιού, κόρη του, συγγραφέας), έφηβη ακόμη, κέρδισε στους Βαλκανικούς στην ιππασία, το 1986. Στο σινεμά, όταν μου είπαν ότι ο «Κυνόδοντας» προκρίθηκε ως υποψήφιος για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (2011). Και ως δρομέας, όταν τερμάτισα, για πρώτη φορά, στον Μαραθώνιο, στο Καλλιμάρμαρο, το 2010. Κράτησα και τα δυο μου εγγόνια από το χέρι στα τελευταία μέτρα, τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργο.

Η συνάντηση

Ο Γιώργος Παπαλιός ξυπνάει στις 5 το πρωί και γύρω στις 6 με 6.30 είναι στο άλσος Βεΐκου για προπόνηση, που κρατάει λίγο παραπάνω από μία ώρα. Προσέχει τη διατροφή του. «Στην παρέα που τρέχουμε υπάρχουν και γιατροί με τους οποίους συζητάμε». Είναι τόσο λιτοδίαιτος, που μπορεί να γευματίσει κανείς μαζί του άφοβα, ως προς το κόστος(!) αλλά με πολλές ενοχές για τις δικές του συνήθειες! Συναντηθήκαμε νωρίς το απόγευμα στο «Αθηναϊκόν» (Ν. Ψυχικό) για κάτι ελαφρύ, ούτως ή άλλως. Εκείνος το παράκανε, παραγγέλνοντας μόνο μια φρουτοσαλάτα, εγώ, πάλι, μια σαλάτα με ρόκα, αβοκάντο, παρμεζάνα, και μια Coca-Cola zero. Σύνολο: 27 ευρώ.

Γιώργος Παπαλιός: Κάναμε αντίσταση στη δικτατορία γυρίζοντας ταινίες-1
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT