Μπέτυ Λιβανού: Δεν γαντζώθηκα στη νεότητα και στην ομορφιά

Μπέτυ Λιβανού: Δεν γαντζώθηκα στη νεότητα και στην ομορφιά

Η επιμονή των άλλων να γίνει ηθοποιός, η ξαφνική φήμη που της προκάλεσε αγοραφοβία και το «μεγάλο παράσημο» που της είχε δώσει ο Φίνος

7' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν 1970. Η Φίνος Φιλμ είχε προγραμματίσει τα γυρίσματα της ταινίας «Οι αμαρτωλοί» με τον Νίκο Κούρκουλο και τη Ζωή Λάσκαρη, αλλά την τελευταία στιγμή το σχέδιο ναυάγησε. Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που θα τη σκηνοθετούσε, πρότεινε στον Φιλοποίμενα Φίνο, για να μην πάει χαμένο το σενάριο, να γυριστεί το φιλμ ασπρόμαυρο, με χαμηλό μπάτζετ και νέους ηθοποιούς. Αναζήτησαν, λοιπόν, τον Χρήστο Νομικό και την Μπέτυ Λιβανού, που εκείνο τον καιρό είχε γίνει γνωστή μέσα από τη συμμετοχή της σε μια τηλεοπτική διαφήμιση για τσιγάρα. «Θέλουμε πολύ να συνεργαστούμε. Δεν θα πληρωθείτε, μια και θα είναι η πρώτη σας ταινία, όμως θα είστε πρωταγωνίστρια», της είπαν. «Σας ευχαριστώ, δεν ενδιαφέρομαι. Από τη δουλειά που κάνω κερδίζω αρκετά χρήματα και δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να εργαστώ αμισθί. Αλλωστε, δεν έχω το ψώνιο να γίνω ηθοποιός. Λοιπόν, σας ακούω: ποια θα είναι η αμοιβή μου;» τους απάντησε εκείνη. Συμφώνησαν για 20.000 δραχμές, υπέγραψαν συμβόλαιο για τρεις ταινίες ετησίως και τα υπόλοιπα είναι πια Ιστορία. Αν και εκείνο το πρώτο φιλμ δεν είχε καμία εισπρακτική επιτυχία, μια νέα σταρ είχε «γεννηθεί».

Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά, η Μπέτυ Λιβανού είναι ακόμη παρούσα στον χώρο όπου βρέθηκε όχι από δική της φιλοδοξία αλλά «εξαιτίας της επιμονής των άλλων ότι έπρεπε να γίνει ηθοποιός», όπως τονίζει. Με τους δικούς της όρους, όμως. Με τα «όχι» να είναι πολύ περισσότερα από τα «ναι». «Κατά καιρούς, για να μην αναγκαστώ να κάνω πράγματα που δεν μου άρεσαν, προτιμούσα να κάνω άλλες δουλειές. Για ένα μεγάλο διάστημα, για παράδειγμα, είχα το δικό μου εργαστήριο με κοσμήματα και δερμάτινα είδη». Ανάμεσα στα πρόσφατα «ναι» ήταν ο ρόλος της Νικολίνας στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Η παραλία», όπου υποδύεται τη χειριστική μητέρα και γιαγιά μιας οικογένειας που κρύβει το σκοτεινό παρελθόν της, γεμάτο μυστικά και εγκλήματα.

– Δεν μοιάζετε καθόλου με τη Νικολίνα…

– Ευτυχώς όχι! (Γέλια) Είναι άνθρωπος σκληρός, που λειτουργεί υπόγεια και υπολογιστικά. Τίποτα κοινό δεν έχουμε, λοιπόν, μόνο τη γνώση για τα βότανα. Μολονότι είμαι παιδί της πόλης, έχω απεριόριστη αγάπη για τη φύση και μάλιστα θυμάμαι πότε και πώς γεννήθηκε: ήμουν δώδεκα ετών, μπήκα σε μια αυλή στην Κρήτη και με «χτύπησε» για πρώτη φορά η μεθυστική μυρωδιά από ένα φούλι, αραβικό γιασεμί όπως λέγεται. Μαγεύτηκα. Από τότε, η επαφή με το χώμα είναι για μένα το καλύτερο ηρεμιστικό, με γειώνει. Πριν με βγάλει ο δρόμος μου στην ηθοποιία, ήθελα να γίνω γεωπόνος. Ευτυχώς, με τον Γιώργο (σ.σ. τον σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο, τον σύζυγό της) ζήσαμε για πολλά χρόνια σε μονοκατοικίες με κήπο, στην Αίγινα και στην Παιανία. Είχαμε το μποστάνι και τις ελιές μας. Κάθε πρωί έπαιρνα τον καφέ μου και έβγαινα να δω ένα ένα τα δέντρα και τα φυτά μου. Τα χάιδευα, τους μιλούσα, τα καμάρωνα, προσπαθούσα να καταλάβω τι χρειαζόταν το καθένα για να τα φροντίσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

– Υπήρξατε η τελευταία ανακάλυψη της Φίνος Φιλμ. Τι άνθρωπος ήταν ο Φίνος;

– Hρεμος και λιγομίλητος, ο λόγος του όμως ήταν συμβόλαιο. Τον σεβόμουν. Είχε φάει το σινεμά με το κουτάλι. Είχε αλάνθαστο ένστικτο για το τι ήταν εμπορικό και τι όχι, και ταυτόχρονα εκτιμούσε την ποιότητα. Καθόταν πάντα στο φουαγιέ, δίπλα στην αίθουσα προβολής. Δεν είχε γραφείο, εκεί περνούσε όλη τη μέρα. Πριν βγει στις αίθουσες «Η αμαρτία της ομορφιάς», με τον Νίκο Γαλανό και την Τασσώ Καββαδία, κάναμε μια ιδιωτική προβολή. «Με συγκίνησες και δεν συγκινούμαι εύκολα», μου είπε. Ηταν μεγάλο «παράσημο» αυτό, όμως πέρασαν κάμποσα χρόνια μέχρι να το συνειδητοποιήσω, τότε το πήρα απλώς ως μια φιλοφρόνηση. Τρία χρόνια πρόλαβα να δουλέψω μαζί του. Μετά η Φίνος Φιλμ έκλεισε, το 1977 εκείνος πέθανε κι εγώ ξεκίνησα τη δεύτερη καριέρα μου, με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο.

– Νοσταλγείτε εκείνη την εποχή; Τι σκέφτεστε βλέποντας τις παλιές ταινίες σας;

– Δεν νοσταλγώ τίποτε από το παρελθόν. Μου αρέσει να βλέπω μπροστά. Είμαι χορτασμένη από τη ζωή, από εμπειρίες και συναισθήματα. Οποτε βλέπω ταινίες μου –σπάνια, αν τύχει, αφού ποτέ δεν το επιδιώκω– σκέφτομαι μόνο ότι ήμουν ένα πολύ ωραίο κορίτσι. Και το έχω επιβεβαιώσει, γιατί μου το λένε όλοι. (Γέλια) Μέσα από τον κινηματογράφο έγινα γνωστή… ακαριαία, αλλά το τίμημα ήταν βαρύ: έπαθα αγοραφοβία και ταλαιπωρήθηκα. Ψάχναμε ποια εστιατόρια δεν είχαν κόσμο για να βγούμε για φαγητό. Με τον καιρό, το ξεπέρασα.

Ολες οι γυναίκες έχουμε δικαίωμα να γεράσουμε με ηρεμία και αξιοπρέπεια. Το να μην εξοικειώνεσαι με τον χρόνο σε δηλητηριάζει μέρα με τη μέρα.

– Είστε αυτοδίδακτη, σωστά;

– Ναι, δεν σπούδασα υποκριτική και θα έλεγα πως αυτό είναι μάλλον προτέρημα, ειδικά για το σινεμά, γιατί οι δραματικές σχολές σε προετοιμάζουν κυρίως για το θέατρο, του οποίου η τεχνική είναι εντελώς διαφορετική. Γι’ αυτό και υπάρχουν εξαιρετικοί θεατρικοί ηθοποιοί που είναι κάκιστοι στον κινηματογράφο. Ακολούθησα το ένστικτό μου. Στην αρχή προσπαθούσα να σκεφτώ πώς παίζουν οι άλλοι ηθοποιοί, αλλά δεν είχε νόημα να μιμηθώ οποιονδήποτε. Βγήκα πολύ νωρίς στη δουλειά, βλέπετε. Δεν είχα ακόμη προλάβει να αποκτήσω πρότυπα. Οι συνομήλικές μου κι εγώ είχαμε μείνει ακόμη στο δίλημμα «Αλίκη Βουγιουκλάκη ή Τζένη Καρέζη;» – παρεμπιπτόντως, λάτρευα την Καρέζη. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω κάτι που αποδείχθηκε σωτήριο: αυτό που παίζω να το νιώθω, σε ένα τέτοιο χνάρι πάτησα, διαισθητικά.

– Η ομορφιά σκεπάζει το ταλέντο;

– Το συμπληρώνει, αν υπάρχει βέβαια. Από μόνη της δεν έχει νοστιμάδα, είναι πρόσκαιρη. Αλλωστε, επειδή δεν κοπιάζεις για να την αποκτήσεις, η φύση σού τη δίνει η όχι, δεν δικαιούσαι να υπερηφανεύεσαι γι’ αυτήν. Από πολύ νωρίς τα έχω ξεκαθαρίσει αυτά μέσα μου. Δεν γαντζώθηκα πάνω στη νεότητα και στην εμφάνισή μου στην αρχή της καριέρας μου, δεν στενοχωριέμαι για τις ρυτίδες μου τώρα. Λυτρώθηκα όταν, χάρη στον ρόλο της Νικολίνας, μπόρεσα να αφήσω τα μαλλιά μου άβαφα. Ολες οι γυναίκες έχουμε δικαίωμα να γεράσουμε με ηρεμία και αξιοπρέπεια. Το να μην εξοικειώνεσαι με τον χρόνο σε δηλητηριάζει μέρα με τη μέρα. Επιπλέον, ποτέ δεν μου άρεσαν τα φτιασίδια, όχι μόνο στον εαυτό μου αλλά και στο σπίτι μου: δεν θα δείτε εκεί ούτε ένα διακοσμητικό αντικείμενο, μόνο τα απολύτως απαραίτητα, τα χρηστικά.

– Με τον Γιώργο Πανουσόπουλο μετράτε πέντε δεκαετίες κοινής ζωής. Τι κρατάει ενωμένους δύο ανθρώπους τόσο πολύ;

– Η αγάπη, ο σεβασμός και ο θαυμασμός είναι η συνεκτική ύλη και, φυσικά, τα κοινά ενδιαφέροντα. Με τον Γιώργο κουβεντιάζαμε όλες τις ιδέες των ταινιών του, συμμετείχα στη δημιουργία των σεναρίων, είχε στο σπίτι μια μουβιόλα κι έκανε εκεί το μοντάζ – από κοντά κι εγώ. Βέβαια, οι σχέσεις δεν μένουν ίδιες· διαφοροποιούνται, μεταλλάσσονται με τα χρόνια και εντέλει ωριμάζουν. Αν δεχτείς τη φυσική εξέλιξή τους και δεν τις ζορίσεις, αντέχουν περισσότερο. Τα περισσότερα νέα ζευγάρια αυτό, δυστυχώς, δεν το κατανοούν. Βιάζονται. Στην πρώτη δυσκολία τα διαλύουν όλα.

– Από τους νεότερους σκηνοθέτες ποιον ξεχωρίζετε;

– Τον Γιώργο Λάνθιμο. Βρίσκω κορυφαία την αισθητική του, αν και τα θέματά του δεν με αγγίζουν πάντα· ίσως δεν τα καταλαβαίνω επειδή είμαι μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ηλικίας. Ο «Κυνόδοντας» δεν μου άρεσε, για να είμαι ειλικρινής, σε αντίθεση με το «Poor things», το οποίο βρήκα εξαιρετικό. Σε κάθε περίπτωση, ο Λάνθιμος είναι μια κατηγορία από μόνος του. Θαυμάζω και την παραγωγικότητά του, δουλεύει ακατάπαυστα, κάνει τη μια ταινία μετά την άλλη!

Τα παιδικά χρόνια και το μόντελινγκ 

«Μεγάλωσα σε μία από τις πιο παλιές συνοικίες της Αθήνας, την Ακαδημία Πλάτωνος. Οι ρίζες της οικογένειάς μου φτάνουν μέχρι τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά, ο πατέρας μου ορθοπεδικός. Χώρισαν όταν ήμουν μωρό κι εκείνος έφυγε για την Ελβετία, όπου ξαναπαντρεύτηκε (έτσι απέκτησα μια αδελφή). Τον ξαναείδα όταν ήμουν δώδεκα ετών. Δεν είχαμε τίποτα κοινό, μόνο τα πόδια μας ήταν ολόιδια! Η μητέρα μου, από ένστικτο μάλλον, με άφησε εντελώς ελεύθερη. Αυτό με βοήθησε πολύ στη ζωή μου, γιατί από νωρίς με έκανε υπεύθυνη, με έμαθε να θέτω μόνη τα όριά μου, χωρίς τις υποδείξεις των άλλων. Με τη Μαργαρίτα και τη Δέσποινα, τις κόρες μας, ακολουθώ την ίδια “συνταγή”: τους λέω να κάνουν αυτό που αγαπούν. Από μαθήτρια δούλευα στη διαφήμιση. Μετά το σχολείο έκανα και μόντελινγκ. Δεν μου άρεσε καθόλου, είχε ίντριγκα κι εγώ δεν ήμουν καθόλου ανταγωνιστική με τις άλλες γυναίκες».

Η συνάντηση

Στο ανανεωμένο roof garden του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία», δεν χόρταινε να βλέπει τη θέα. «Εχεις την εντύπωση πως αν απλώσεις το χέρι σου θα αγγίξεις την Ακρόπολη!». Παραγγείλαμε ψάρι με λαχανικά. Το συνοδεύσαμε με Ασύρτικο Σαντορίνης. Δεν υποκύψαμε στον πειρασμό του γλυκού, κλείσαμε το γεύμα με εσπρέσο. Θα έγραφε ένα δικό της σενάριο, άραγε; «Εχω ήδη γράψει, για ταινία, που όμως δεν πρόκειται να γυριστεί ποτέ, γιατί θα είναι μεγάλο το κόστος. Ο τίτλος εργασίας είναι “Οι εξωγήινοι είμαστε εμείς”: είμαστε δηλαδή άφθαρτα πλάσματα από έναν άλλο πλανήτη, που υπάρχουμε σε μορφή ενέργειας και ερχόμαστε στη Γη για να ζήσουμε μια περιπέτεια· σαν ένα ταξίδι, που τελειώνει με τον θάνατό μας. Μετά επιστρέφουμε στον πλανήτη μας. Εχω όμως στα σκαριά και ένα τηλεοπτικό σενάριο. Αυτό έχει πιο πολλές πιθανότητες να υλοποιηθεί…».

Μπέτυ Λιβανού: Δεν γαντζώθηκα στη νεότητα και στην ομορφιά-1
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT