Γιώργος Χαδούλης: Η τέχνη δεν σχολιάζει, αλλά ρουφάει τη ζωή

Γιώργος Χαδούλης: Η τέχνη δεν σχολιάζει, αλλά ρουφάει τη ζωή

Ο κόσμος της ζωγραφικής, η ρουτίνα της δουλειάς, ο Φασιανός και ο Τσαρούχης. «Το βάσανο της δημιουργίας είναι ψέμα. Αν δεν αισθάνεσαι απόλαυση, δεν το κάνεις»

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρώτη φορά που παρουσίασε τη δουλειά του στο κοινό ήταν στην Gallerie Bernanos στο Παρίσι το 1985. Ο Γιώργος Χαδούλης ήταν τότε 19 ετών και μόλις είχε αρχίσει σπουδές ζωγραφικής στην École des Beaux-Arts. Εκτοτε εκθέτει συστηματικά τα έργα του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως σημειώνεται στο βιογραφικό του στον ιστότοπο της Gallery Skoufa που τον εκπροσωπεί. Αφήνοντας τα προηγούμενα, μετράω 19 ατομικές εκθέσεις από το 2000 έως το 2019 και σίγουρα η καταγραφή χρειάζεται ανανέωση. Η πιο πρόσφατη έκθεση με τα «Νέα τοπία» έγινε τον Απρίλιο.

Μια ατομική έκθεση τον χρόνο λοιπόν και ισάριθμες συμμετοχές σε επιλεγμένες ομαδικές εκθέσεις, συνεπώς αυτό το «συστηματικά» που αναφέρεται στο βιογραφικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. «Εγώ από μικρός ήθελα να ζω γράφοντας, δηλαδή ζωγραφίζοντας. Hταν για μένα πολύ σημαντικό», λέει όταν σχολιάζω την παραγωγικότητά του. Τα έχει καταφέρει. Είναι ένας από τους λίγους ζωγράφους στην Ελλάδα που στα 58 του χρόνια βιοπορίζεται αποκλειστικά από την τέχνη του με επιτυχία. «Είμαστε μια τυχερή γενιά καλλιτεχνών, δεν χρειάστηκε να περιμένουμε μια “επετηρίδα” για να γίνουμε γνωστοί, όπως συνέβη ας πούμε με όσους γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1930».

Ο συνδυασμός ειλικρίνειας, αυθορμητισμού, ευθυμίας, παράλληλα με μια ένταση –εξακολουθεί να είναι βαρύς καπνιστής μολονότι έχει αντικαταστήσει το παραδοσιακό τσιγάρο με ηλεκτρονικό– δίνει ζωντάνια στη συζήτηση. Του λέω ότι η ιδιοσυγκρασία του ταιριάζει απόλυτα με τη ζωγραφική του, που είναι γεμάτη χρώμα και εικόνες που δίνουν χαρά. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό», απαντάει. «Η μεγάλη μου αγάπη είναι να ζωγραφίζω έναν κόσμο και να ζω μέσα σ’ αυτόν».

Συναντηθήκαμε για φαγητό σε μια όμορφη αυλή στην Καλλιθέα, μολονότι ο ίδιος ζει και δουλεύει στην Κηφισιά. Δεν τον ενοχλεί να διασχίζει την Αθήνα για να δει τους φίλους του ή να φάει καλά. «Οσοι λένε ότι δεν αλλάζουν γειτονιά επειδή δεν προλαβαίνουν, απλώς βαριούνται», με διαβεβαιώνει. Είναι ένα από τα απογεύματα του αποκαλόκαιρου που χαίρεσαι να είσαι έξω. Αν και αριστερόχειρας, δεν χαλάει τη σκηνοθεσία του τραπεζιού για τη φωτογράφηση: το ποτήρι του κρασιού και τα μαχαιροπίρουνα βρίσκονται στα δεξιά του, θα τα… διορθώσει αργότερα για να φάει. Ισως αυτή είναι μια μικρή ένδειξη ότι πίσω από μια ρωμαλέα αυτοπεποίθηση εξακολουθεί να ζει ένα παιδί με ευαίσθητη, καλλιτεχνική φλέβα.

«Η μητέρα μου είναι Γαλλίδα και ο μπαμπάς της ήταν γιατρός. Ζωγράφιζε. Και η μητέρα μου ζωγράφιζε. Από τη μεριά του πατέρα μου κατάγομαι από την Ανδρο· μια εφοπλιστική οικογένεια που τη δεκαετία του ’60 έχασε την περιουσία της. Μεγάλη αγάπη του πατέρα μου ήταν η όπερα. Δηλαδή ο λόγος που ζούσε δεν ήταν η δουλειά στο γραφείο, ήταν η όπερα. Εγώ από μικρός ασχολιόμουν με τη μουσική και ζωγράφιζα. Στα 15 μου άρχισα να ψάχνω, ήθελα να βρω τον λόγο για να ζω. Η ζωγραφική ήταν η απάντηση που έδωσα, γιατί μέσα της αισθανόμουν μεγαλύτερη ελευθερία και δεν θα είχα ανάγκη από κανέναν άλλο για να προχωρήσω».

– Δεν σας ενδιέφερε ποτέ να ασχοληθείτε με άλλο εικαστικό είδος, τη γλυπτική για παράδειγμα, την περφόρμανς ή το βίντεο;

– Αυτό είναι καθαρά ζήτημα συγκυρίας. Οταν ξεκινάς, ψάχνεις να βρεις τη φωνή σου και αυτό είναι μια δύσκολη ιστορία. Είναι μια περιπλάνηση στον εαυτό σου μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον που σε συγχύζει περισσότερο. Στην απόφαση συμβάλλουν κάποια καθοριστικά πράγματα. Οι άνθρωποι που γνωρίζεις, για παράδειγμα, άνθρωποι που εκτιμάς, οι οποίοι βλέπουν κάτι καλό στο έργο σου. Εγώ έτυχε και γνώρισα στο Παρίσι τον Φασιανό, τον Τσαρούχη και τους έδειξα τα σχέδιά μου.

– Ξεκινήσατε λοιπόν θαυμάζοντας τη δουλειά άλλων, ενώ παράλληλα η ζωγραφική επέστρεφε στο προσκήνιο τη δεκαετία του ’80 μέσω Ιταλίας και Γερμανίας.

– Είναι δύσκολο να εξηγήσεις πώς ακριβώς καταλήγεις να βρεις τις «λέξεις» σου. Γιατί, κακά τα ψέματα, η ζωγραφική είναι μια γλώσσα, δεν είναι μια διαδικασία αυτοϊκανοποίησης. Ο έπαινος σε επηρεάζει, καταλαβαίνεις ότι μπορείς να συνεχίσεις. Κάπως έτσι έγινε με εμένα. Βεβαίως παίζει ρόλο και η ιδιοσυγκρασία. Εχεις μια ευκολία στο χρώμα; Αγαπάς την αρχαία ελληνική ζωγραφική και τις τοιχογραφίες της Πομπηίας, τον Ματίς, τον Πικάσο και ιδιαίτερα τα κεραμικά του, αγαπάς την καθαρότητα, απλότητα και τη ζωντάνια των έργων τους; Τότε πρέπει να εμπιστευτείς το ένστικτό σου και να προχωρήσεις, έστω κι αν στην αρχή δουλεύεις μιμούμενος.

Στα 15 μου άρχισα να ψάχνω, ήθελα να βρω τον λόγο για να ζω. Η ζωγραφική ήταν η απάντηση που έδωσα, γιατί μέσα της αισθανόμουν μεγαλύτερη ελευθερία.

– Καταλαβαίνω ότι δεν ήταν μια συγκροτημένη εικαστική επιλογή το είδος της τέχνης που κάνετε.

– Κατά βάση ήταν και είναι μια επιθυμία. Μια προσωπική ανάγκη, κάτι που δεν διαχωρίζω από την επιλογή. Ευτυχώς οι καλλιτέχνες έχουμε γλιτώσει από όλη αυτή την ανοησία του μοντερνισμού που υποστήριζε ότι η τέχνη προοδεύει ή εξελίσσεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η τέχνη κάνει συνέχεια κύκλους, λέμε και ξαναλέμε το ίδιο πράγμα.

– Δεν σας απασχολεί ο διαχωρισμός μεταξύ της λεγόμενης «ουσιώδους» τέχνης που απαντά σε αναζητήσεις της εποχής, και της «διακοσμητικής»;

– Πραγματικά θεωρώ όλα αυτά μέρος μιας πολύ παλιάς και ανιαρής συζήτησης. Τι είναι πιο ζωτικό από την ομορφιά; Ας πούμε για τον Ματίς. Γινόντουσαν παγκόσμιοι πόλεμοι, αλλά ο ίδιος είχε αποσυρθεί στη νότια Γαλλία και ζωγράφιζε. Ομως η λειτουργία της τέχνης είναι να σου δώσει κουράγιο. Ο μόνος σύγχρονος ζωγράφος που έχει καταφέρει να σχολιάσει την επικαιρότητα παραμένοντας μεγάλος καλλιτέχνης είναι ο Πικάσο. Εφτιαξε την Γκουέρνικα, ένα ωραίο-άσχημο πράγμα, αλλά ταυτόχρονα ένα σπουδαίο έργο. Αυτό που μετράει όταν φύγουν οι «εξυπνάδες» κάθε εποχής, είναι η ποιότητα της ζωγραφικής. Δεν είναι δουλειά της τέχνης να σχολιάζει, αλλά να ρουφάει τη ζωή. Οπως ο έρωτας.

– Δηλαδή το βάσανο του βίου και της δημιουργίας δεν σας αφορά;

– Τα προσωπικά βάσανα δεν είναι για δημοσίευση, όσο για το βάσανο της δημιουργίας το οποίο πολλοί καλλιτέχνες επαναλαμβάνουν, είναι ψέμα. Αν δεν υπήρχε ευχαρίστηση, δεν θα το έκανε κανένας. Ισως δεν το ομολογούν επειδή υπάρχει αυτή η εμμονή με το κλείσιμο, την εσωστρέφεια του καλλιτέχνη. Το πρόβλημά μου με όλα αυτά είναι ότι δεν σου επιτρέπουν ούτε να δημιουργήσεις ούτε να ζήσεις. Για μένα, εάν δεν αισθάνεσαι απόλαυση, απλά δεν το κάνεις.

– Λέτε ότι υπάρχει μια ενοχή απέναντι στην απόλαυση;

– Απολύτως. Οι δυσκολίες της ζωής σαφέστατα μας ταλαιπωρούν, αλλά εγώ γι’ αυτό ζωγραφίζω, για να μπορώ να αντεπεξέλθω. Δηλαδή να χαίρομαι που ζω και όχι να θλίβομαι σκεπτόμενος τους θανάτους, που σίγουρα θα έρθουν κάποια στιγμή.

Τα σκουπίδια

Η ρουτίνα της δουλειάς του είναι 8 το πρωί με 8 το βράδυ. Κάθε μέρα κάνει το ίδιο πράγμα και είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτόν. Το εργαστήριο βρίσκεται σε ταράτσα και το φυσικό φως μπαίνει από παντού. Η ζωγραφική του δεν είναι ζωγραφική του προβολέα –όπως λέει– και γι’ αυτό είναι καλύτερα να τη βλέπει κανείς το πρωί και όχι το βράδυ.

Την περίοδο της κρίσης ένιωθε ότι στη χώρα επικρατούσε παράνοια. Εκείνη την εποχή άρχισε να ζωγραφίζει τοπία με κέντρο την Ακρόπολη, σε μια σειρά που με τίτλο «Acropolis now» εκτέθηκε τo 2021. «Σκεφτόμουν πως δεν είναι δυνατόν σε ένα μέρος σαν την Ελλάδα, με τόση ομορφιά, φως, φιλοσοφία, πνευματικότητα, να επικρατούν τα σκουπίδια. Δεν υπάρχει πολιτική φόρτιση σ’ αυτό που λέω. Ούτε στα έργα. Η ζωγραφική δεν είναι δήλωση, είναι ποίηση. Σε συγκινεί. Ακόμη κι αν φτιάχνεις ένα απλό βραχάκι πρέπει να συνδέεσαι από εδώ», λέει. Και δείχνει το στομάχι, το διάφραγμα, την καρδιά.

Το τέλος της κριτικής

«Δεν υπάρχει κριτική πια. Γιατί η κριτική προϋποθέτει ένα πλαίσιο αξιών, που τώρα δεν υφίσταται. Από την πτώση του Τείχους και μετά, όταν άνοιξε ο κόσμος, άνοιξε και η αγορά. Υπάρχουν συλλέκτες με πάρα πολλά χρήματα που αγοράζουν έργα τέχνης – απλώς αγοράζουν. Ενας από τους πιο επιδραστικούς σύγχρονους τεχνοκριτικούς, ο Τζέρι Σαλτς, το λέει ευθέως: “Μη νομίζεις ότι γνωρίζεις τι είναι καλό και τι κακό”. Ζούμε σε έναν κόσμο χαοτικό. Εμένα δεν με τρομάζει τόσο, γιατί έτσι κι αλλιώς ως καλλιτέχνης διαχειρίζομαι το χάος. Ξέρω ότι όλα στην τέχνη είναι ανοιχτά. Αυτό μου έχει δώσει και μια ελευθερία. Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος για να συνεχίσεις να ζωγραφίζεις είναι να κάνεις και να ξανακάνεις αυτό που ξέρεις. Μέχρι να βρεις τον ρυθμό. Να πάρεις φόρα και στη συνέχεια να πάψεις να πολυσκέφτεσαι». 

Η συνάντηση

Ο «Πεζούλας» είναι ιστορικό στέκι για ψάρι και μεζέδες –διάσημη επίσης η ψαρόσουπά του– στις Τζιτζιφιές. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο, φυσούσε και αεράκι. Ο Γιώργος Χαδούλης είναι τακτικός πελάτης, κάτοικος βορείων προαστίων, που ξέρει καλά και τα νότια. Παραγγείλαμε και μοιραστήκαμε μια σαλάτα με σταμναγκάθι και ψητό χταπόδι, ταραμοσαλάτα, φάβα με ψητό χέλι και σεβίτσε τσιπούρας, που μας έβγαλε από την ατμόσφαιρα της παραδοσιακής ψαροταβέρνας, αλλά άξιζε γιατί μοσχομύριζαν τα εσπεριδοειδή και η φρεσκάδα του ψαριού. Ηπιαμε λευκό κρασί. Ο λογαριασμός ήταν 64 ευρώ. Oταν τελειώσαμε τη συζήτησή μας, κατέφθασε ο πρώτος φίλος του συνομιλητή μου και η βραδιά τους συνεχίστηκε στο ίδιο μαγαζί, ίδιο τραπέζι. 

Γιώργος Χαδούλης: Η τέχνη δεν σχολιάζει, αλλά ρουφάει τη ζωή-1
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT