Το φετινό καλοκαίρι ήταν μπουνιά. Και το περσινό. Και πολλά καλοκαίρια, εδώ και καιρό. Καμένες πρασινάδες σε έκταση που δεν τη συλλαμβάνει το μυαλό. Τρομακτική, απάνθρωπη ζέστη. Ανάσες-πονοκέφαλος.
Ανοίγω τα παράθυρα, φέτος, πέρσι, κάμποσα καλοκαίρια πια, και νιώθω πως δεν αερίζω το σπίτι, το βρωμίζω. Χρώμα ουρανού: γκρι-κίτρινο. Μια αιωρούμενη δυσωδία. Φωλιές, πουλιά, ελάφια που γίνονται λείψανα ενός ζαλισμένου πολιτισμού. Ειδήσεις για ανθρώπους περιτριγυρισμένους από κόλαση.
Κάθε προσπάθεια να φανταστεί κανείς το πλήγμα σε όλη του την έκταση μοιάζει με μίζερη, κουτσή σπουδή ενσυναίσθησης-το ξόρκι του προνομιούχου ή πλέον απλώς του τυχερού. Από την άλλη, αξίζει να προσπαθήσει να σκεφτεί κανείς λίγο περισσότερο το ίδιο το ελληνικό καλοκαίρι, την ιδέα του, όπως ήταν, αυτό που σήμαινε παραδοσιακά στο κεφάλι των Ελλήνων κι αυτό στο οποίο μεταμορφώνεται.
Μερικοί χρειάζεται να το περάσουν όλο δουλεύοντας σεζόν ή σε άλλες υπηρεσίες, αποκομμένοι από την παραγωγή προϊόντων, υλικών ή του πνεύματος, σε μονότονες δουλειές και σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης. Άλλοι ζουν σ’ ένα χαντάκι μεταξύ λαμπερής ζωής και φτώχειας ή υπερκόπωσης. Από τη μία, όλοι δουλεύουν πολύ και σκληρά και μισούν τον καπιταλισμό μ’ αυτόν τον ακαταμάχητα κουλ τρόπο της Σάλι Ρούνι. Από την άλλη, όλοι πασχίζουν να ποστάρουν δυο-τρεις φωτογραφίες απ’ το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τα Κύθηρα, από κάποιο πάρτι ή γάμο όπου παριστάνουν τους συγκινημένους και ίσως και να είναι λίγο.
Και γύρω μας ο κόσμος καταρρέει. Κανονικά, με κρότο. Με χαμένα δάση, ουρλιαχτά πτηνών, ζώων και προσώπων, σβησμένα ρυάκια, μολυσμένες λίμνες. Η οποιαδήποτε έκθεση στις ειδήσεις είναι κι αυτή ένα πλήγμα. Το καλοκαίρι μάς φτύνει στα μούτρα με στάχτες και μπουκιές πορτοκαλί αέρα. Οι ολιγοήμερες διακοπές είναι τσουχτερές. Ξεπληρώνονται με ακόμη περισσότερες ώρες στη δουλειά, με ακόμη περισσότερο σφίξιμο.
Ας δεχθώ ότι μπορούν όπως όπως αρκετοί άνθρωποι να πάνε διακοπές, παρόλο που μάλλον δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η ζωή των ανθρώπων δεν είναι οι διακοπές τους. Είναι οι πηχτές ώρες της καθημερινότητας. Η δουλειά που κάνεις, το λεωφορείο που παίρνεις για να μεταβείς στη δουλειά, τα δεντράκια στο πάρκο όπου ανανεώνεις τις δυνάμεις σου για τη δουλειά, οι τιμές των λαχανικών και του κρέατος, η στέγη απ’ όπου εργάζεσαι και ξεκινάς τη μέρα σου, ο αέρας που ανασαίνεις το πρωί στο μπαλκόνι. Το πώς νιώθεις μέσα στον κόσμο κάθε μέρα.
Η καθημερινότητα στην Αττική το καλοκαίρι είναι ένα πλήγμα. Μια διαρκής υποχώρηση προσδοκιών. Είναι λες κι η ίδια η καθημερινότητα υπηρετεί την ιδέα των διακοπών ντόπιων και ξένων. Λες κι όλοι ζουν για εκείνες τις λίγες ημέρες στην Ανάφη, για να παρέχουν υπηρεσίες ή να τις καταναλώνουν. Είναι λες και βγάζουν από το οπτικό τους πεδίο την καθημερινότητα, για να μπουν σ’ ένα δικό τους κουκούλι, για να συνεχίσουν να πηγαίνουν στη δουλειά με τα λεωφορεία έτσι όπως είναι τώρα και να κάνουν τις δουλειές με τις περιβαλλοντικές συνθήκες έτσι όπως είναι τώρα. Είναι λες κι όλη η χρονιά είναι μια αναποτελεσματική απόπειρα να συμβιβαστεί κάνεις με το γεγονός της ζωής του εδώ, με τους χώρους όπου αυτή συμβαίνει, με τους όρους που επικρατούν πραγματικά.
Το καλοκαίρι είναι ένα πλήγμα και μετά τελειώνει. Κι αυτό ως την επόμενη χρονιά και τη μεθεπόμενη σε μια διαρκή μετατόπιση προς τα εμπρός της περιόδου της καύσης των δασών, των ζώων και των προσώπων μέχρι να μην υπάρχει περίοδος ησυχίας και η επιτάχυνση να διεισδύσει πλήρως στις αντιδράσεις και τα συναισθήματα.
Να κρατάνε επιτέλους όλα λιγότερο: ο χρόνος ενόχλησης από τη καύση, ο θρήνος, η αγωνία (ας καούν πια), η ανατριχίλα από την ίδια την ιδέα πως κάποιοι άνθρωποι όντως καίγονται, η φρίκη όταν έρχεσαι αντιμέτωπος μ’ αυτήν, τα δευτερόλεπτα ώσπου να διώξεις την αίσθηση πως κάτι σαπίζει και ζέχνει κι εμείς όλο αυτό το εισπνέουμε.
Το καλοκαίρι είναι ένα πλήγμα στη βαθύτατη ανάγκη μας να νιώθουμε ασφαλείς.