Είχα ακούσει κάποτε τον Αλέξη Τσίπρα να λέει χαμηλόφωνα και χαμογελώντας ότι «στο ΚΚΕ σε διαγράφουν, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ απλώς σε… γράφουν». Πράγματι αυτό το κόμμα δεν είχε τη συνήθεια των διαγραφών. Σκορποχώρι μεν, παρεΐστικο σχεδόν, απείθαρχο, δεν είχε την ανάγκη των διαγραφών όσο είχε τον άνεμο ούριο στα πανιά του. Μπορούσε δηλαδή να πορεύεται μέσα από τη ρευστότητα και τη συνεχή δημιουργία νέων σχημάτων. Μερικές φορές καλά, άλλες αυτοσχεδιάζοντας ατελέσφορα. Τα πράγματα δυσκόλευαν καθώς η Ελλάδα άρχισε να βγαίνει από την κρίση. Γιατί; Γιατί έχασε τον διακριτό ιστορικό του ρόλο. Ο Μητσοτάκης αναμόρφωσε τη Ν.Δ. χωρίς πολλές πολλές τριβές. Και ο ρόλος που ανέλαβε ήταν η αναδιοργάνωση του ελληνικού αστισμού έπειτα από 10 χρόνια κρίσης. Αυτό το πρόγραμμα το ανέπτυξε σε όλους τους τομείς και το ακολούθησε με συνέπεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κυβερνώντας από την καρδιά της κρίσης έως το τέλος της, δεν βρήκε καινούργιο ρόλο. Κριτική έκανε, αλλά δεν διατύπωσε ένα διακριτό σχέδιο αναδιοργάνωσης της κοινωνίας στη νέα ιστορική φάση μετά την κρίση. Αντελήφθη βέβαια το 2019, και ορθώς, ότι θα έπρεπε να ανασχηματίσει την Κεντροαριστερά συνολικά, απορροφώντας το ΠΑΣΟΚ, που επίσης δεν είχε τότε, ούτε και βρήκε στη συνέχεια, νέο ιστορικό ρόλο. Στον βαθμό όμως που η προοπτική εξουσίας απομακρυνόταν, τα ταυτοτικά στοιχεία ισχυροποιούνταν, εμποδίζοντας τον μετασχηματισμό του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει στην κουλτούρα και την πρακτική του την ιστορία του. Αποτελείται από διαφορετικά στρώματα συνηθειών και συνείδησης, που επισωρεύονται εκφράζοντας διαφορετικές στιγμές της πορείας και της διαμόρφωσής του πριν από την κρίση, στη διάρκειά της και την κυβερνητική του θητεία. Δεν έχεις μεν έναν κατεψυγμένο συμπαγή αναχρονισμό, όπως στο ΚΚΕ, ούτε ένα κόμμα με εταιρικά χαρακτηριστικά, όπως στη Ν.Δ. Η κατάρρευση των ποσοστών εκλογικής δύναμης στις διπλές εκλογές, η παραίτηση του Τσίπρα και οι εσωκομματικές εκλογές ήταν ένα σοκ. Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη δεν έγινε αποδεκτή από μεγάλο μέρος γιατί τον θεώρησε εξαρχής παρείσακτο, ξένο προς την κουλτούρα της Αριστεράς και εντέλει σφετεριστή της ηγεσίας. Η διαμάχη εξελίχθηκε σε σύρραξη, στην οποία η πόλωση οδήγησε στην ιδεολογική αναδίπλωση. Στο παλίμψηστο άρχισαν να αναδύονται τα παλιότερα στρώματα γραφής.
Σκορποχώρι μεν, παρεΐστικο σχεδόν, απείθαρχο, το κόμμα δεν είχε την ανάγκη των διαγραφών όσο είχε τον άνεμο ούριο στα πανιά του.
Ωρες ώρες, παρατηρώντας όσα γίνονται και λέγονται, σκεπτόμουν το ποίημα του Καβάφη «Ποσειδωνιάται». Γράφει για μια αρχαιοελληνική αποικία στην Ιταλία, η οποία εν μέσω πολύγλωσσων λαών ξέχασε τα ελληνικά της και εκβαρβαρώθηκε. Από τις πατρογονικές συνήθειες κράτησε μόνο μια γιορτή, στην οποία συνέρρεαν οι κάτοικοί της και μελαγχολούσαν αναπολώντας την ελληνική καταγωγή τους. Αν αντικαταστήσεις στο ποίημα την ελληνική με την αριστερή κουλτούρα, δηλαδή και στις δυο περιπτώσεις με μια κουλτούρα αποκομμένη από τις κοινωνικές της αναφορές, αντιλαμβάνεσαι τη μετάθεση. Η ταυτοτική περιχαράκωση έρχεται ως το υποκατάστατο, ως το συμπλήρωμα μιας νοσταλγίας χωρίς ελπίδα.
Εντούτοις, δεν ζούμε στον καλύτερο κόσμο που θα μπορούσαμε. Η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα δεν είναι μια εποχή αισιοδοξίας. Ούτε για τον κόσμο ούτε για την Ελλάδα. Το αντίθετο. Η κοινωνική κριτική είναι ένα χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας που δεν πρέπει να χαθεί, ούτε να τρεμοσβήνει σαν κεράκι για τη συνείδησή μας. Πρέπει να έχει ισχυρή πολιτική έκφραση. Γι’ αυτό και παρά τις ματαιώσεις επιμένουμε· ακόμη και με τη συνείδηση των Τρώων του Αλεξανδρινού ποιητή.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.