Οταν εισοδήματα από διαφορετικές πηγές φορολογούνται άνισα, προκαλούνται στρεβλώσεις: οι πόροι κατευθύνονται όχι εκεί που είναι πιο παραγωγικοί, αλλά εκεί που τεχνητά δημιουργούνται ευκαιρίες. Στη χώρα μας, για δεκαετίες υπάρχει δυσμενέστερη αντιμετώπιση της μισθωτής από την ανεξάρτητη εργασία. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί οι όροι φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών είναι ευνοϊκότεροι, αλλά γιατί είναι ευκολότερο να αποκρύβεται η δραστηριότητά τους, από τη φύση της ή λόγω αστοχιών στο πλαίσιο εφαρμογής. Η ανισότητα αυτή στη μεταχείριση από το κράτος συμβάλλει ώστε η συμμετοχή της αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονομία να είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή. Με τη σειρά της, μια τέτοια δομή της οικονομίας πιέζει το δημόσιο ταμείο και, ίσως σημαντικότερο, την ανταγωνιστικότητα και το εμπορικό ισοζύγιο.
Από τις προτάσεις που έχει καταθέσει η κυβέρνηση για τη φοροδιαφυγή, κέντρο της προσοχής έχει γίνει η επιβολή ελάχιστης τεκμαρτής φορολογίας με αντικειμενικά κριτήρια εισοδήματος. Η ένταση στον δημόσιο διάλογο είναι αναμενόμενη, γιατί είναι μέτρο άμεσης επίδρασης. Ομως, η σημασία του καλό είναι να μπαίνει σε μια προοπτική. Για τους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες η επιπλέον φορολογική επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη με τα πραγματικά τους εισοδήματα και για πολλούς θα παραμένει χαμηλότερη από συγκρίσιμης εργασίας μισθωτούς. Ούτε και οι φόροι που θα συλλέγει το κράτος από τις αντίστοιχες κατηγορίες επαγγελματιών θα είναι υψηλοί ως συνολικό ποσό. Αλλωστε, φορολόγηση με οριζόντια ή αντικειμενικά κριτήρια έχει εφαρμοστεί και στο παρελθόν. Στην πράξη, η σημαντικότερη επίδραση του μέτρου ίσως αποδειχθεί ότι κατηγορίες επαγγελματιών που λάμβαναν διάφορα επιδόματα δεν θα ικανοποιούν πλέον τα σχετικά κριτήρια. Με αυτήν την έννοια, η πρόθεση αυτής της ελάχιστης φορολογίας είναι κατανοητή, καθώς καλύπτει μέρος ενός προβληματικού κενού.
Αν και το προτεινόμενο μέτρο έχει λογική, ως άμεση απόκριση στο πρόβλημα των χαμηλών εσόδων από μέρος της οικονομίας, συμβάλλει επίσης και στη λύση του βαθύτερου προβλήματος; Η σηματοδότηση πως η πολιτική δεν αγνοεί ένα σημαντικό και χρονίζον πρόβλημα είναι θετική. Από την άλλη πλευρά, κάθε οριζόντια αντιμετώπιση προκαλεί, από τη φύση της, αδικίες και παρενέργειες: υπάρχει μερίδα των ελευθέρων επαγγελματιών που παροδικά ή συστηματικά έχει πραγματικά χαμηλά εισοδήματα, ακόμη χαμηλότερα και από τον ρυθμισμένο κατώτατο μισθό. Πέρα από την άμβλυνση των αδικιών, θα είναι κρίσιμο να μη λειτουργήσουν δευτερογενή κίνητρα αποχώρησης από την αγορά εργασίας, ιδίως όταν η συμμετοχή σε αυτή είναι στη χώρα μας χαμηλή. Παρομοίως, υπάρχει κίνδυνος μείωσης ή απόκρυψης της απασχόλησης ή των ακαθάριστων εσόδων, εάν αυτά λειτουργήσουν ως κριτήρια για την επιβολή υψηλότερης τεκμαρτής φορολογίας.
Για τους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες, η επιπλέον φορολογική επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη με τα πραγματικά τους εισοδήματα και για πολλούς θα παραμένει χαμηλότερη από συγκρίσιμης εργασίας μισθωτούς.
Η μεγάλη εικόνα είναι χρήσιμη. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες εργάζονται συνήθως πολλές ώρες, σε εύρος από την απλούστερη χειρωνακτική έως την πλέον εξειδικευμένη εργασία, και σε ένα απαιτητικό περιβάλλον. Η αυτοαπασχόληση αποτελεί οργανικό και μεγάλο μέρος της οικονομίας μας. Οι όποιες αλλαγές στην αντιμετώπισή της αναγκαστικά πρέπει να συναρτώνται σε ένα γενικότερο πλαίσιο αναβάθμισης της οικονομίας, που θα αποδώσει καρπούς σταδιακά.
Με αυτήν την έννοια, για να μειώνεται σταδιακά το γκρίζο μέρος της οικονομίας τα επόμενα λίγα χρόνια, προς όφελος του επίσημου, πρέπει να εφαρμοστεί με επιμονή ένα πλέγμα απλών αλλά συστηματικών κανόνων. Διευκόλυνση της δημιουργίας και της μεγέθυνσης επιχειρήσεων, ώστε η εργασία να είναι περισσότερο οργανωμένη, παραγωγική και διαφανής. Μείωση της επιβάρυνσης, συνδυαστικά φορολογικής και ασφαλιστικής, που παραμένει πολύ υψηλή μετά τα πρώτα χαμηλά εισοδήματα των μισθωτών. Συνδυαστικά, θα δημιουργούνται έτσι θέσεις εργασίας με υψηλότερες καθαρές αμοιβές, χωρίς να είναι ελκυστικότερη η άτυπη εργασία. Ταυτόχρονα, ενίσχυση κινήτρων για ηλεκτρονικές πληρωμές, με επίμονη στόχευση στις προβληματικές περιοχές της αγοράς, μαζί με ελέγχους απόκρυψης συναλλαγών, με σύνδεση των ταμειακών συστημάτων και των δαπανών που μειώνουν υπερβολικά τα εισοδήματα. Ενα τέτοιο σταθερό πλέγμα είναι αναγκαίο ώστε να μειωθεί συνολικά η φοροδιαφυγή στην οικονομία και να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη.
O κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.