Οταν ο Nadir Arber επέστρεψε στο Ισραήλ μετά το μεταδιδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης το 1998, ξεκίνησε να κάνει εργαστηριακή έρευνα πάνω στο γονίδιο CD24, μια πρωτεΐνη που καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Δεκαετίες αργότερα, ο κόσμος άλλαξε με την αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού, εξαιτίας της οποίας έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως. Τον Απρίλιο του 2020, λίγους μήνες μετά την εμφάνιση της πανδημίας, ο κ. Arber, καθηγητής Ιατρικής και διευθυντής του Integrated Cancer Prevention Center στο Tel Aviv-Sourasky Medical Center (Ichilov) πλέον, είχε μια ιδέα που μπορεί να έχει οδηγήσει σε μια σωτήρια θεραπεία.
«Το βασικό σημείο εστίασης του εργαστηρίου μου είναι ο καρκίνος – ένας από τους τρόπους που τα καρκινικά κύτταρα αποφεύγουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα είναι με το να εκφράζουν το CD24», λέει στην «Κ» ο κ. Arber. «Αυτό μας έδωσε την ιδέα πως μπορεί να έχουμε το τέλειο φάρμακο, γιατί έχουμε έναν τρόπο να καταστείλουμε το ανοσοποιητικό σύστημα» σε ασθενείς με κορωνοϊό που νοσούν βαριά.
Ο κ. Arber εξηγεί πως όταν κάποιος νοσήσει με κορωνοϊό μπορεί να περάσει από δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, τα συμπτώματα θυμίζουν γρίπη και δεν χρειάζεται θεραπεία. Ομως, σε ένα 5% με 7% του πληθυσμού, τονίζει ο ίδιος, μετά πέντε με επτά ημέρες, η κατάστασή τους χειροτερεύει απότομα και σημαντικά λόγω αναπνευστικής ανεπάρκειας που έχει προκληθεί από την υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος, μια «καταιγίδα κυτοκίνης», όπως αποκαλεί ο κ. Arber το φαινόμενο. «Ακριβώς τότε θέλουμε να παρέμβουμε, για να αποτρέψουμε αυτή την επιδείνωση», λέει στην «Κ». Ο τρόπος με τον οποίο το καταφέρνουν είναι μέσω των εξωσωμάτων, μικροσκοπικά σακίδια που μεταφέρουν υλικά μεταξύ των κυττάρων, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση μεταφέρουν την πρωτεΐνη CD24 στους πνεύμονες ούτως ώστε να αποφευχθεί η «καταιγίδα κυτοκίνης». «Ξέρουμε πώς να απομονώσουμε αυτά τα εξωσώματα», αναφέρει ο κ. Arber, «να τα συγκεντρώσουμε και να τα αναγκάσουμε να εκφράσουν το CD24».
Σε 30 ασθενείς
Οι προσπάθειές τους έχουν μέχρι στιγμής επιφέρει πολύ αισιόδοξα αποτελέσματα. Το φάρμακο, το οποίο είναι εισπνεόμενο, έχει μέχρι στιγμής δοκιμαστεί σε 30 ασθενείς που περνούσαν τη νόσο βαριά – οι 29 θεραπεύτηκαν εντός 3-5 ημερών. «Σε όλους το φάρμακο ήταν πολύ ασφαλές, δεν υπήρξε ούτε μισή παρενέργεια», συμπληρώνει. Ο κ. Arber λέει πως ξαφνικά, μέσα σε 2-3 ημέρες, οι ασθενείς άρχισαν να λένε πως νιώθουν καλύτερα, ξεκίνησαν και πάλι να περπατούν ή να κάνουν μπάνιο – «οι περισσότεροι πήραν εξιτήριο μέσα σε 3 με 5 ημέρες». Τα αισιόδοξα αποτελέσματα τους ώθησαν να προχωρήσουν στις φάσεις 2 και 3 των κλινικών δοκιμών, κατά τις οποίες περισσότεροι άνθρωποι θα πάρουν το φάρμακο, ενώ κάποιες από αυτές είναι υπό συζήτηση να γίνουν και στην Ελλάδα.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Ισραήλ και τη συνάντησή του με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου, γνωστοποιήθηκε πως ο Ελληνας πρωθυπουργός έχει ζητήσει τη συμμετοχή ελληνικών νοσοκομείων στις κλινικές δοκιμές, κάτι που είναι πιθανό να συμβεί, όπως λέει στην «Κ» ο κ. Arber. Ο ίδιος τονίζει πως υπάρχει διεθνής ζήτηση για το φάρμακο, καθώς μετά τη διάδοση των νέων της θεραπείας στον Τύπο, το τηλέφωνό του δεν έχει σταματήσει να χτυπάει – πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών παγκοσμίως ζητούν το φάρμακο. Η Ελλάδα φαίνεται να έχει ένα προβάδισμα. «Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έχει πολύ καλή σχέση με τον δικό σας πρωθυπουργό, οπότε και αυτό βοηθάει», σημειώνει ο κ. Arber, αν και είναι ακόμα πολύ νωρίς να πει πότε θα μπορέσουν να ξεκινήσουν οι δοκιμές στη χώρα, και ειδικά πότε, αν είναι επιτυχημένες οι κλινικές δοκιμές της θεραπείας, θα μπορούσε ο ευρύς πληθυσμός να ελπίζει σε εισπνοές του «θαυματουργού», όπως το χαρακτήρισε ο κ. Νετανιάχου τη Δευτέρα, φαρμάκου.
Εύκολα χορηγούμενη
Η θεραπεία έχει και άλλα θετικά στοιχεία. Αρχικά, είναι εύκολα χορηγούμενη –τρία με τέσσερα λεπτά εισπνοών μία φορά την ημέρα– και μπορεί να χορηγηθεί ακόμα και στο σπίτι. Δεύτερον, είναι φθηνή – «το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ να το παράγω αποτελεσματικά, γρήγορα και φθηνά», λέει στην «Κ» ο κ. Arber, ο οποίος δηλώνει πως, για ένα γιατρό, το να είναι επιτυχής η θεραπεία που σκέφθηκε και ανέπτυξε είναι «ό,τι καλύτερο». «Είμαστε πολύ χαρούμενοι», αναφέρει ο ίδιος. «Θεωρούμε πως με αυτό τον τρόπο θα ξεκινήσουμε να επιστρέφουμε στην κανονική ζωή που όλοι μας αξίζουμε».