Εδώ και 10 χρόνια, περίπου, ο Γιώργος Λάνθιμος ζει στο εξωτερικό. Η πανδημία τον έκανε να περάσει μεγαλύτερα διαστήματα στην Ελλάδα, στην Αθήνα, να ξαναβρεί τα πατήματα στον γενέθλιο τόπο του, αλλά και τον αγαπημένο του Ολυμπιακό! Το Διαδίκτυο πλημμύρισε προχθές βράδυ από φωτογραφίες του στο ΣΕΦ μαζί με την Εμα Στόουν να παρακολουθούν τον αγώνα μπάσκετ Ολυμπιακός – Μονακό. «Ηταν συναρπαστικός! Ηθελα καιρό να πάω και χάρηκα που παρουσιάστηκε η ευκαιρία».
Συναντήσαμε τον Γιώργο Λάνθιμο για μια ολιγόλεπτη συνέντευξη, αμέσως μετά τη συνέντευξη Τύπου στους Ελληνες και ξένους δημοσιογράφους, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Εμοιαζε ευχαριστημένος, αλλά και καταπονημένος. «Πολύ λίγος χρόνος…» παραπονέθηκα. Σαν να υπάρχει αόρατη κλεψύδρα που μας ακολουθεί. «Μα 28 λεπτά ταινία είναι, τι περιμένατε…» αστειεύτηκε.
Απευθύνω τις ερωτήσεις με άγχος και χωρίς καθυστερήσεις:
– Παρακολουθώντας τη «Βληχή», η πρώτη σκέψη μου είναι ότι ξαναβρίσκετε τον δεσμό σας με την Ελλάδα της «Κινέττας». Μια Ελλάδα άλλων εποχών, μέσα από διαφορετική προσέγγιση.
– Τώρα που το λέτε… μπορεί. Υπάρχουν κάποια πράγματα που με αγγίζουν περισσότερο, που με ενδιαφέρουν περισσότερο από άλλα. Μεγαλώνω, εξελίσσομαι, βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο.
– «Εξέλιξη» είναι και η επιστροφή στην Ελλάδα; Δυο-τρεις φορές μιλήσατε γι’ αυτό στη συνέντευξη Τύπου. Για τη γλώσσα, που είναι οικεία, για «περιορισμούς που βοηθούν στη δημιουργία». Βέβαια, αν «οι περιορισμοί βοηθούν στη δημιουργία», γιατί φύγατε από την Ελλάδα; Είχατε το ιδανικό πλαίσιο!
– Οι περιορισμοί που είχα εδώ με βοήθησαν να διαμορφώσω μια προσέγγιση, να καταφέρω να ανιχνεύσω το ποιος είμαι, πώς σκέφτομαι, τι θέλω να κάνω. Αυτό ήταν βοηθητικό έως ένα σημείο. Από ένα σημείο και μετά, όμως, επειδή το σινεμά είναι πολύπλοκο και πολύ ακριβή τέχνη, ήταν αδύνατον να προχωρήσω εδώ. Γι’ αυτό και έφυγα. Από την άλλη, φεύγοντας, πολλαπλασιάστηκαν μεν τα μέσα για να κάνω τις ταινίες, είδα όμως και τις αρνητικές πλευρές. Οσο μεγαλώνουν οι διαστάσεις, μπαίνουν περισσότεροι κανόνες, περισσότεροι άνθρωποι, ελέγχεις δυσκολότερα αυτό που θέλεις να κάνεις… Οπότε, συνεχίζω να προσπαθώ να βρω την ισορροπία ανάμεσα στους απόλυτους περιορισμούς αλλά και στην απόλυτη ελευθερία που υπήρχαν όταν ξεκίνησα και στο νέο, πιο πολύπλοκο, πλαίσιο. Να εντάξω τον αυθορμητισμό και την ελευθερία που υπήρχαν όταν κάναμε ταινίες με φίλους στην Ελλάδα.
– Το σπρώξιμο για να δρασκελίσετε το κατώφλι του «σπιτιού», που είναι η χώρα, και να βγείτε στον κόσμο ήταν εσωτερικό, η επιθυμία σας δηλαδή, η μεγάλη επιτυχία του «Κυνόδοντα», οι προτάσεις που ακολούθησαν;
– Η επιτυχία του «Κυνόδοντα» έκανε τα πράγματα πιο εύκολα. Νομίζω επίσης ότι, όσο περνούν τα χρόνια, η εκτός Ελλάδας καριέρα είναι ευκολότερη για νέους δημιουργούς. Τότε (σ.σ. το 2009) μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω κάποιες επαφές. Δεν υπήρχαν προτάσεις. Περισσότερο βοήθησε το γεγονός ότι κάποιοι ηθοποιοί εκτίμησαν το έργο μου, ώστε να μπορώ να κάνω μια ταινία σε άλλη γλώσσα. Αυτή ήταν η αρχή.
Αναζητώ τον αυθορμητισμό και την ελευθερία που υπήρχαν όταν κάναμε ταινίες με φίλους στην Ελλάδα.
– Η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής σας δημιουργίας είχε μια ελευθερία, όπως είπατε. Τώρα είστε δεσμευμένος στη φήμη σας και στις απαιτήσεις και προσδοκίες που αυτή γεννά; Νιώθετε ένα επιπλέον άγχος στη διαδικασία της δουλειάς σας;
– Ναι, νιώθω ένα επιπλέον άγχος. Δεν ξέρω αν είναι η προσδοκία, επειδή έχω πια την εμπειρία τι σημαίνει να γυρίζεις μια ταινία, να τη μοιράζεσαι με τον κόσμο, να παρακολουθείς τον αντίκτυπο και τις αντιδράσεις. Ημουν πιο αφελής στην αρχή, νομίζω, ώστε να μην παρακολουθώ πώς εξελίσσονται τα πράγματα, να μη σκέφτομαι τι περιμένει κάποιος από εμένα, αν πρέπει να κάνω κάτι διαφορετικό ή το ίδιο, αν κάνω κάτι καλά και πρέπει να το επαναλάβω. Απλώς να βρίσκω κάτι που με ενδιαφέρει και να συγκεντρώνομαι σε αυτό και να το φέρνω εις πέρας με τον καλύτερο τρόπο.
– Είπατε «αφελής». Τώρα είστε περισσότερο «υποψιασμένος» κατά κάποιον τρόπο;
– Ναι, δεν μπορείς να το αποφύγεις. Η εμπειρία φέρνει την «υποψία».
– Από την «Ευνοούμενη» στη «Βληχή», μεγάλο το άλμα.
– Και ναι και όχι. Το γεγονός ότι έχω κάνει την «Ευνοούμενη» με οδήγησε και στη «Βληχή». Η «Βληχή» δεν θα ήταν αυτό που είναι αν δεν είχα γυρίσει την «Ευνοούμενη». Από το αισθητικό μέρος έως τη σχέση με την Εμα (Στόουν). Καθετί οδηγεί στο επόμενο, όσο διαφορετικό και αν φαίνεται αυτό.
– Το 2011, σε μια συνέντευξή μας στην ΕΤ1 για την «Κινέττα», είχατε πει ότι «το ελληνικό σινεμά είναι εισαγόμενο στην Ελλάδα». Πρέπει να έρθει με περγαμηνές από το εξωτερικό για να σταδιοδρομήσει στη χώρα μας. Εξακολουθεί να ισχύει αυτό;
– Ως ένα βαθμό ισχύει… Υπάρχει όμως μεγαλύτερη παραγωγή και εξωστρέφεια πλέον, οπότε λίγο έχει αλλάξει η ισορροπία. Πάντα όμως για να ακουστεί μια ελληνική ταινία χρειάζεται τη βούλα από το εξωτερικό. Και πολλοί δημιουργοί το αισθάνονται, οπότε μάλλον ισχύει.
– Αισθάνεστε κάπως σαν πρεσβευτής του ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό;
– Δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό…