Η Σαρλότ Γκενσμπούρ στην «Κ»: Η μαμά μου η σοσιαλίστρια και το Παρίσι του Μιτεράν

Η Σαρλότ Γκενσμπούρ στην «Κ»: Η μαμά μου η σοσιαλίστρια και το Παρίσι του Μιτεράν

Η Σαρλότ Γκενσμπούρ μιλάει στην «Κ» για τον κινηματογράφο και όσα σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα της

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα 15 λεπτά που μου αναλογούσαν είχαν ουσιαστικά τελειώσει, οπότε επέλεξα η τελευταία μου ερώτηση στη Σαρλότ Γκενσμπούρ να είναι αμιγώς κινηματογραφική: για τον Λαρς φον Τριερ. Ανάμεσα στους 40, περίπου, ρόλους της στο σινεμά, από τη συνεργασία της με τον προκλητικό Δανό σκηνοθέτη (θεωρείται η μούσα του) οι ταινίες όπως «Αντίχριστος», «Μελαγχολία», «Nymphomaniac» παραμένουν κορυφαίες στιγμές της καριέρας της. Τι πιστεύει ότι κάνει τον Τρίερ τόσο ξεχωριστό; «Το μυαλό του. Είναι ένας εξαιρετικά πολύπλοκος άνθρωπος και δεν μπορώ να πω πως τον γνωρίζω σε βάθος. Πιστεύω ότι αυτό που τον κάνει ιδιοφυή δημιουργό είναι πως βάζει όλο του το είναι σε ό,τι επιχειρεί. Τίποτα στο έργο του δεν έχει προκύψει αβασάνιστα».

Οταν ο χρόνος που έχεις στη διάθεσή σου για μια συνέντευξη είναι τόσο περιορισμένος, δεν χάνεις από τα μάτια σου ούτε στιγμή τον συνομιλητή σου. Στην περίπτωση της Σαρλότ Γκενσμπούρ, αυτό συμβαίνει χωρίς καμία προσπάθεια. Είναι ανεπιτήδευτη και χαλαρή, πολύ ευγενής αλλά όχι απόμακρη, η εικόνα της δεν συμβαδίζει με την πραγματική ηλικία της. Eχει συμπληρώσει τα 50 και είναι μητέρα τριών παιδιών, που έχει αποκτήσει με τον Γάλλο ηθοποιό και σκηνοθέτη Ιβάν Ατάλ. Πολύ αδύνατη, έχει σώμα και όψη έφηβης, ένα κράμα ευθραυστότητας και δύναμης. Αυτή η διάσημη κόρη διάσημων γονιών, του θρυλικού Γάλλου συνθέτη-στιχουργού, τραγουδιστή Σερζ Γκενσμπούρ (πέθανε το 1991) και της Αγγλίδας ηθοποιού και τραγουδίστριας Τζέιν Μπίρκιν, ήρθε τον Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη, για ένα 24ωρο, προσκεκλημένη του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου, για να παραστεί στην πρεμιέρα της ταινίας «Νυχτερινοί επισκέπτες», του Μικαέλ Ερς, στην οποία πρωταγωνιστεί (προβάλλεται από την ερχόμενη Πέμπτη στην Ελλάδα).

«Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1980, την εποχή της εκλογής του Φρανσουά Μιτεράν. Η ηρωίδα είναι μια μητέρα που πρέπει να δουλέψει για να συντηρήσει την οικογένειά της. Την έχει εγκαταλείψει ο σύζυγός της, οπότε ξεκινά τη δική της διαδρομή στη ζωή», εξηγεί.

– Πόσο διαφορετικός πιστεύετε πως είναι o ρόλος ενός γονιού σήμερα από ό,τι τη δεκαετία του ’80, που διαδραματίζεται το φιλμ;

– Παρότι τότε εγώ βρισκόμουν μόλις στην εφηβεία μου, έχω την αίσθηση πως ήταν πολύ διαφορετικές οι συνθήκες για έναν γονιό. Η σημερινή εποχή δεν είναι καθόλου εύκολη για ένα μικρό παιδί ή έναν έφηβο. Δεν υπήρχαν τα κινητά τηλέφωνα ή τα social media, τα παιδιά είχαν μεγαλύτερη ελευθερία και οι γονείς τους αντίστοιχα είχαν το περιθώριο να είναι περισσότερο αυθόρμητοι και απονήρευτοι. Στην εποχή μας ένας γονιός οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός, όλα μοιάζουν επίφοβα, έχουμε να διαχειριστούμε πολύπλοκα θέματα, όπως για παράδειγμα αυτό της κλιματικής αλλαγής, που δεν ξέρουμε τι συνέπειες μπορούν να κρύβουν για το μέλλον των παιδιών μας. Δεν θέλω να ακουστώ πολύ απαισιόδοξη ή αρνητική, αλλά είναι μια εποχή πολύ τρομακτική και για τα παιδιά και για τους γονείς. Νομίζω πως ήταν ευκολότερο για τους γονείς μας να έχουν μια πιο θετική στάση απέναντι στη ζωή.

– Μπορείτε να ανακαλέσετε την ατμόσφαιρα εκείνης της δεκαετίας; Είχε μόλις εκλεγεί ένας σοσιαλιστής ηγέτης. Πόσο είδατε να αλλάζει η χώρα σας μέσα στον χρόνο και προς ποια κατεύθυνση;

– Σαφέστατα άλλαξε. Οταν εξελέγη ο Μιτεράν, το βλέπουμε και στο φιλμ, υπήρχε ένας αέρας ανανέωσης, ένα αίσθημα καινούργιου ύστερα από τόσα χρόνια δεξιών κυβερνήσεων. Θυμάμαι τη σοσιαλίστρια μητέρα μου να συμμετέχει σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και να ασχολείται ενεργά με τα κοινά· μεγάλωσα με αυτήν τη νοοτροπία. Ο πατέρας μου ήταν πιο αποστασιοποιημένος πολιτικά ή, τουλάχιστον, δεν έδειχνε τόσο θερμά το ενδιαφέρον του για την πολιτική σκηνή. Λόγω και της ηλικίας μου, βέβαια, όλα τότε μου φαίνονταν τόσο καινούργια και ανοιχτά, όμως αναπόφευκτα χρωματίζονται και από τον εγωισμό της εφηβείας, τους πρώτους μου έρωτες, τα πρώτα βήματά μου στον κινηματογράφο.

Στην εποχή μας ένας γονιός οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός, όλα μοιάζουν επίφοβα, έχουμε να διαχειριστούμε πολύπλοκα θέματα, είναι μια εποχή τρομακτική.

– Μιλώντας για τους γονείς σας, θα τους χαρακτηρίζατε μποέμ; Τι σημαίνει σήμερα να είναι κάποιος μποέμ;

– Δεν θα χαρακτήριζα τους γονείς μου μποέμ, υπό την πιο καλλιτεχνική έννοια του όρου. Ηταν πολύ Παριζιάνοι και αυτό δεν είναι και τόσο μποέμ, κατά τη γνώμη μου. Στον πατέρα μου, για παράδειγμα, άρεσαν πολύ τα πολυτελή ξενοδοχεία. Επειδή το σπίτι του στο Παρίσι ήταν αρκετά σκοτεινό, του άρεσε πολύ να φεύγουμε από εκεί και να μένουμε σε ξενοδοχεία όπως το Ritz ή το Raphael. Το απολάμβανε πραγματικά!

– Ο «Παριζιάνος», λοιπόν, είναι μια ξεχωριστή κατηγορία;

– Ακριβώς! Υπάρχουν ασφαλώς και μποέμ Παριζιάνοι, οι bobo ας πούμε (σ.σ. bourgeois-bohemian), οι γονείς μου όμως δεν ανήκαν σε αυτούς. Μεγάλωσα στο πολύ αριστοκρατικό 7ο διαμέρισμα του Παρισιού, όταν χώρισαν οι γονείς μου η μητέρα μου πήρε ένα σπίτι στο επίσης αριστοκρατικό 16ο διαμέρισμα. Ισως όταν πέθανε ο πατέρας μου και γνώρισα τον Ιβάν, ήρθα λίγο πιο κοντά στον μποέμ τρόπο ζωής καθώς μετακομίζαμε όλη την ώρα. Αν καθίσω να υπολογίσω, από τότε που γνωριστήκαμε πρέπει να έχουμε μετακομίσει καμιά δεκαπενταριά φορές, όλες από επιλογή, επειδή μας άρεσε η αλλαγή. Συνεχίσαμε να το κάνουμε ακόμη και μετά τη γέννηση του γιου μας, σταματήσαμε μόνο όταν γεννήθηκε η πρώτη μας κόρη.

– Εσείς, αισθάνεστε κάπως ως η «αιώνια κόρη»;

– Ναι, πάρα πολύ. Ιδιαιτέρως τώρα. Βλέπετε, όταν πέθανε η αδελφή μου (σ.σ. Κέιτ Μπάρι, ετεροθαλής από την πλευρά της μητέρας της, αυτοκτόνησε) αποδράσαμε στη Νέα Υόρκη όπου μείναμε έξι χρόνια, μέχρι την πανδημία. Η επιστροφή μου στο Παρίσι, η νέα μου ζωή σε αυτό, με γύρισε πίσω στην κατάσταση της κόρης τόσο κυριολεκτικά –σκηνοθέτησα ένα ντοκιμαντέρ για τη μητέρα μου (σ.σ. «Jane by Charlotte», 2021) και ετοιμάζομαι να κάνω τα εγκαίνια του μουσείου που θα λειτουργήσει στο σπίτι του πατέρα μου– όσο και συναισθηματικά. Αλλά ακόμη και όταν δεν το σκέφτομαι εγώ, φροντίζουν να μου το υπενθυμίζουν οι άνθρωποι γύρω μου. Τις προάλλες, με πλησίασε ένας άγνωστος άντρας με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του για να μου πει πόσο αγαπά τα τραγούδια του πατέρα μου. Περιστατικά όπως αυτό με κάνουν να αισθάνομαι ευγνώμων για όλα όσα μου έδωσαν οι γονείς μου, για όλα αυτά που αντιπροσωπεύουν όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους ανθρώπους που τους αγαπούν. Είναι αλήθεια πως η παραμονή μου στη Νέα Υόρκη ήταν με έναν τρόπο απελευθερωτική, καθώς για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν ούτε εμένα ούτε τους γονείς μου. Δεν έπαψα, όμως, ποτέ να είμαι ευγνώμων για όσα μου έχουν προσφέρει· χωρίς αυτούς δεν θα ήμουν αυτή που είμαι σήμερα. Είμαι αυτή που είμαι γιατί είχα αυτούς τους γονείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT