Λευτέρης Σούμποτιτς στην «Κ»: Ο Ιωαννίδης ήταν ένας μοντέρνος προπονητής

Λευτέρης Σούμποτιτς στην «Κ»: Ο Ιωαννίδης ήταν ένας μοντέρνος προπονητής

Μιλάει για τον φίλο και «καθηγητή» του

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιάννης Ιωαννίδης άφησε βαθύ το αποτύπωμά του στο ελληνικό μπάσκετ. Τόσο λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του όσο και για τα αγωνιστικά επιτεύγματά του με τον Αρη, τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ, έστω κι αν δεν κατάφερε να σηκώσει ένα ευρωπαϊκό κύπελλο που τόσο λαχταρούσε…

Στον Γιάννη Ιωαννίδη δεν ταιριάζουν οι νεκρολογίες. Αποτελεί ήδη μέρος της ιστορίας του μπάσκετ. Ηταν ένας άνθρωπος αυτοδημιούργητος και αυτό το «φορούσε» σαν παράσημο στο στήθος του. Είχε χάσει νωρίς τον πατέρα του και η ζωή τού έδωσε τον ρόλο του προστάτη της οικογένειας, επίκεντρο της οποίας ήταν η μητέρα του που υπεραγαπούσε.

Πίστευε ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο στη ζωή κι ότι αυτά πρέπει να δυναμώνουν τον άνθρωπο. Μπορούσε να «διαλύσει» τα πάντα στο πέρασμά του, να ξεσπάσει κατά πάντων, όμως ήταν αυτός που θα έδινε απλόχερα τη συμβουλή του. Ετσι ήταν και στην μπασκετική ζωή του. Ενας πραγματικός «δυναμίτης» αλλά κι ένας προπονητής που θα κέρδιζε τον παίκτη, θα τον έκανε καλύτερο.

Η «Κ» εντόπισε στη μακρινή Μογγολία, όπου εργάζεται μαζί με τον γιο του ως βοηθό, έναν άνθρωπο ο οποίος έζησε από πολύ κοντά τον «ξανθό». Ο Λευτέρης Σούμποτιτς, ο πρώην παίκτης του Αρη με το φονικό σουτ αλλά και ένας προπονητής ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα προκειμένου να βγει ο Παναθηναϊκός από τα «πέτρινα» χρόνια του, προσπάθησε να «ακτινογραφήσει» τον Γιάννη Ιωαννίδη. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν σε μια περίοδο κατά την οποία το μπάσκετ άλλαζε σημαντικά: η καθιέρωση του τριπόντου έφερνε νέα δεδομένα και οι αναμετρήσεις εκτός συνόρων απαιτούσαν πληροφορίες, οι οποίες εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετες.

– Κόουτς, ποιος ήταν τελικά ο προπονητής Γιάννης Ιωαννίδης; Τι διαφορετικό έκανε σε ένα μπάσκετ το οποίο άλλαζε εκείνη την εποχή, ίσως πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος;

– Ο Γιάννης αγαπούσε το μπάσκετ και τον Αρη πάρα πολύ. Ηταν 100% επαγγελματίας, ζούσε όλη μέρα για το μπάσκετ. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά δεν είναι: ο Ιωαννίδης ήταν ένας μοντέρνος προπονητής. Ηταν και κόουτς και μάνατζερ. Σχεδίαζε τα πάντα, τα μελετούσε πολύ καλά πριν αποφασίσει. Είχε όραμα, ήξερε τι να κάνει, ποιους παίκτες να πάρει. Δεν στηριζόταν μόνο στον Γκάλη και τον Γιαννάκη, αυτά τα ιερά τέρατα του μπάσκετ. Εφερε και παίκτες που πραγματικά πρόσφεραν στην ομάδα και έκαναν τη διαφορά.

– Κατά τη διάρκεια των αγώνων πως αντιμετώπιζε τις προκλήσεις; Κυρίως στα ευρωπαϊκά ματς όπου, λογικά, δεν υπήρχαν και τόσο πολλές πληροφορίες για τον αντίπαλο;

– Ο Γιάννης είχε ένα χάρισμα. Διάβαζε τον αντίπαλο καλά, παρότι οι πληροφορίες ήταν ελάχιστες εκείνη την εποχή και με ανύπαρκτο το σκάουτινγκ. Κι όμως αυτός έψαχνε τα πάντα. Και όταν ύστερα από πολλές προσπάθειες βρίσκαμε κάποια βιντεοκασέτα με παιχνίδι αντιπάλου, τότε καθόμασταν όλοι στο σπίτι του να το μελετήσουμε και η γυναίκα του μας έφτιαχνε μεζέδες. Ακόμη, όμως, κι όταν το σκάουτινγκ δεν μας έφερνε πληροφορίες, είχε τον τρόπο να ελίσσεται κατά τη διάρκεια του ματς. Ηξερε πότε να πάρει τάιμ άουτ, πότε να βρει την αδυναμία του αντιπάλου και να τον χτυπήσει.

Ακόμη κι όταν το σκάουτινγκ δεν μας έφερνε τις απαραίτητες πληροφορίες, αυτός ελισσόταν κατά τη διάρκεια του ματς. Ηξερε πότε να χτυπήσει τον αντίπαλο.

– Πέραν των προπονητικών χαρισμάτων του, πώς κατάφερνε να κρατάει «δεμένη» μια ομάδα τόσων νέων και διαφορετικών ανθρώπων;

– Ποτέ δεν μας άφησε να ξεφύγουμε πέρα από τα όρια. Ηξερε πότε να μας προσγειώσει ύστερα από μια μεγάλη νίκη, πότε να μας απογειώσει έπειτα από ένα κακό αποτέλεσμα. Οταν είχαμε νικήσει την τεράστια Τρέισερ των σπουδαίων ονομάτων και όλη η Ευρώπη δεν πίστευε αυτή την είδηση, την επομένη κάναμε προπόνηση. Το κλίμα μεταξύ των παικτών ήταν πιο… ανάλαφρο λόγω του θριάμβου. Ξαφνικά σταμάτησε την προπόνηση και μας… πήρε και μας σήκωσε. Μας μάζεψε στο κέντρο του γηπέδου και «ακούσαμε τα εξ αμάξης».

– Η σχέση σου μαζί του πώς ήταν; Τι πήρες από αυτόν;

– Εμένα με αγαπούσε πολύ. Περνούσαμε ώρες μαζί. Βγαίναμε πολλές φορές. Πάσχα, Χριστούγεννα θα με έβρισκες σπίτι του. Ο Γιάννης ήταν έτσι. Και αυστηρός, αλλά πάνω απ’ όλα ντόμπρος. Ποτέ δεν έκανε κάτι από πίσω σου. Προσωπικά θα μου μείνει στη μνήμη ως ένας φίλος και παράλληλα καθηγητής μου. Εμαθα πολλά.

– Γιατί πιστεύεις ότι δεν κατάφερε να σηκώσει ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών; Και ρωτώ εσένα, έναν προπονητή με πλούσιες παραστάσεις και τίτλους.

– Το ότι δεν σήκωσε ευρωπαϊκή κούπα, δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία του. Σε καμία περίπτωση. Παίζαμε με παικταράδες τότε και πανάκριβες ομάδες που είχαν περισσότερα πράγματα. Ηταν μεγάλο κατόρθωμα να πας σε Final 4 εκείνη την εποχή. Πόσο μάλλον για ελληνική ομάδα. Δεν είχαμε τίποτα τότε. Κανένα εφόδιο, ήμασταν άγνωστοι. Μέχρι που κάναμε ό,τι κάναμε και η Ευρώπη μάς πρόσεξε. Μπήκαμε ανάμεσα σε μεγαθήρια. Πραγματικά θεωρώ ότι ήταν άθλος και μόνο που πήγαμε Final 4, και μάλιστα σε τρία, με τον Αρη.

– Τι ήταν αυτό που προσπαθούσε να σας περάσει; Γιατί πιστεύεις ότι βάλατε τον Αρη στα υψηλότερα πατώματα της Ευρώπης;

– Ο Γιάννης μάς έκανε να διψάμε για τη νίκη. Ημασταν κι εμείς προσωπικότητες, αλλά ο Ιωαννίδης μάς έκανε να μη δεχόμαστε την ήττα. Μας άλλαξε το DNA και μπαίναμε στα ματς με διαφορετική νοοτροπία χρόνο με τον χρόνο.

Καταφέραμε να κάνουμε τη μισή Ελλάδα Αρη

Ο Λευτέρης Σούμποτιτς παρότι υπηρετεί το μπάσκετ από τη θέση του προπονητή πλέον, θεωρεί ότι οι βασικοί πυλώνες μιας ομάδας και οι κύριοι συντελεστές μιας επιτυχίας είναι πρώτα οι παίκτες και ύστερα ο τεχνικός. Παράλληλα θυμάται με νοσταλγία τη δική του εποχή ως παίκτη, αλλά και κάποιες πιο… χαλαρές στιγμές με τον «ξανθό».  
 
– Τελικά, οι παίκτες κάνουν τον προπονητή ή ο προπονητής κάνει τους παίκτες;  

– Οι καλοί παίκτες κάνουν τον καλό προπονητή. Ξεκάθαρα. Αυτή είναι μια αμφίδρομη σχέση, ο ένας παίρνει πάντα από τον άλλον, αλλά επιμένω σε αυτό. Οι καλοί παίκτες κάνουν τον καλό προπονητή. 
 
– Εντάξει, ζήσατε και στιγμές… τρόμου με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Λογικά υπήρξαν και στιγμές πιο ανάλαφρες. Δεν μπορεί να ήταν συνέχεια με το δάχτυλο στη σκανδάλη.  

– Οχι βέβαια. Αλίμονο. Για τον Ιωαννίδη μπορώ να γράψω βιβλίο. Θυμάμαι μια μέρα είχαμε δύο ματς κολλητά με ΠΑΟΚ για την Α1 και με Μακάμπι για το Πρωταθλητριών. Μέναμε πέντε ολόκληρες ημέρες στο ξενοδοχείο «Πανόραμα», στη Θεσσαλονίκη. Υστερα από τη νίκη επί του ΠΑΟΚ, το επόμενο πρωί κατέβηκα κάτω για πρωινό. Δεν άκουγες μύγα να πετάει. Μόνο τα ζάρια του Γιάννη που έπαιζε τάβλι. Μόλις με είδε, σηκώθηκε και μου λέει φωναχτά: «Ελα, ρε παικταρά, τους διέλυσες». Ηξερε πώς να αλλάζει το κλίμα.   
 
– Οταν βλέπεις το σημερινό μπάσκετ και μετά θυμάσαι τις δικές σου εποχές, τι σκέφτεσαι;  
– Ηταν άλλες εποχές. Δεν μπορούμε να τις συγκρίνουμε με το σήμερα, γιατί τότε όλα ήταν διαφορετικά. Δεν είχαμε πολλούς ξένους, η ομάδα είχε ελληνικό κορμό, υπήρχαν άλλες αμοιβές. Παρ’ όλα αυτά γράψαμε ιστορία μαζί με τον Γιάννη. Οταν βλέπω σήμερα να ανεβάζουν στα social media πράγματα από εκείνη την εποχή, συγκινούμαι. Πέρασε τόσο γρήγορα εκείνη η εποχή. Τη ζήσαμε μεν, αλλά δεν τη γευτήκαμε. Δεν προλάβαμε. Ο χρόνος έτρεξε πολύ γρήγορα. Αν είχαμε τότε τα social media, θα ήταν όλα διαφορετικά. Αλλά καταφέραμε να κάνουμε τη μισή Ελλάδα Αρη. Αυτό μας έφτανε.  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT