Μία από τις κορυφαίες ταινίες που είδαμε στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών, από όπου έφυγε με τα βραβεία σεναρίου και Queer Palm, κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες. Ο λόγος για το «Τέρας» του Χιροκάζου Κόρε-Εντα, τον οποίο είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε και από κοντά στην Κρουαζέτ. Μετά τους υπέροχους «Κλέφτες καταστημάτων», ο Ιάπωνας δεξιοτέχνης επιστρέφει στον κόσμο των παιδιών, με την ιστορία του Μινάτο, ενός μαθητή του δημοτικού, ο οποίος αρχίζει να συμπεριφέρεται περίεργα, θορυβώντας τη μητέρα του. Η έρευνά της θα την οδηγήσει σε έναν από τους δασκάλους του σχολείου, απαιτώντας εξηγήσεις. Καθώς ωστόσο η πλοκή ξεδιπλώνεται, μια διαφορετική πραγματικότητα θα έρθει στην επιφάνεια, αναστατώνοντας τη μικρή αγροτική κοινότητα.
Χρησιμοποιώντας ένα λεπτοδουλεμένο σενάριο του Γιούτζι Σακαμότο, ο Κόρε-Εντα χωρίζει την ταινία του σε τρία μέρη, παρουσιάζοντας την ιστορία διαδοχικά μέσα από τα μάτια της μητέρας, του δασκάλου και του ίδιου του παιδιού. «Η δομή είναι πράγματι διαφορετική από άλλες ταινίες μου και η αφήγηση είναι μάλλον πιο στιβαρή. Δεν επηρέασε, πάντως, τόσο τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετώ τους ηθοποιούς. Αντιθέτως, πριν ξεκινήσουμε είχαμε μια συζήτηση με τους καμεραμέν σχετικά με τον διαφορετικό τρόπο που θα γυρίζαμε τα τρία μέρη. Η πραγματική πρόκληση, όμως, είχε να κάνει με το πώς να προχωρήσω με τα πρώτα δύο κομμάτια και ταυτόχρονα να μην αφήσω να φανεί τι θα συμβεί στο τρίτο».
Το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει, μιας και η ανατροπή της ταινίας έρχεται ομαλά και όχι βεβιασμένα, όπως συμβαίνει στα καλύτερα αστυνομικά θρίλερ. Στο μεταξύ, εμείς έχουμε παρακολουθήσει την τολμηρή ιστορία φιλίας – ερωτικού σκιρτήματος μεταξύ δύο παιδιών, δοσμένη με τρόπο που δεν μοιάζει με αντίστοιχα έργα του δυτικού σινεμά. «Τέτοιου είδους φιλμ στέκονται κριτικά απέναντι στην κοινωνία. Το δικό μου στοχεύει περισσότερο αλλού. Το γεγονός ότι αυτό το παιδί (σ.σ. ο Μινάτο) αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του σαν τέρας, είναι επειδή έχει συναισθήματα, στα οποία δεν μπορεί να δώσει φωνή. Βασικά είναι ότι αγαπά κάποιον, που είναι φυσιολογικό συναίσθημα, όμως δεν μπορεί να το εκφράσει, γιατί το άτομο που αγαπά είναι ένα άλλο αγόρι. Αν κάποιος είχε πει σε αυτά τα αγόρια ότι όσα νιώθουν είναι Ο.Κ., θα απελευθερώνονταν. Προσωπικά, βλέποντας το φιλμ με αφήνει με ένα συναίσθημα χαράς. Οχι γιατί ασκεί κριτική σε κάτι, αλλά επειδή χαίρεσαι αυτά τα παιδιά και αυτό που βρήκαν. Οι ενήλικοι από την άλλη, που προσπαθούν να τους προσεγγίσουν και να τους καταλάβουν, μένουν τελικά πίσω στην πορεία. Εκεί ίσως έγκειται η όποια κριτική», παρατηρεί ο Κόρε-Εντα και συνεχίζει αναφερόμενος στην κωμική διάσταση ενός αρκετά φορτισμένου δράματος: «Προσπαθώ να πω ότι ακόμη και τις πιο σοβαρές στιγμές, αν κάνεις ένα βήμα πίσω, θα δεις ότι συμβαίνουν αστεία πράγματα. Απλά πράγματα με αστεία διάσταση, όπως το να τρως ένα γλυκό ή να φυσάς τη μύτη σου. Κοιτώντας από κοντά είναι τραγωδία, καταφέρεις να αποστασιοποιηθείς, είναι κωμωδία».
Δουλεύοντας ξανά και ξανά με παιδιά στις ταινίες του, ο ίδιος μοιάζει να έχει βρει έναν μοναδικό κώδικα επικοινωνίας με τους μικρούς πρωταγωνιστές. «Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος που να δουλεύεις με όλα τα παιδιά. Είναι όπως η διδασκαλία. Πρέπει να βρεις τον ιδανικό τρόπο για κάθε παιδί ξεχωριστά. Αυτό που κάνω σίγουρα είναι να περνάω αρκετό χρόνο με τα παιδιά από την περίοδο του κάστινγκ μέχρι και τα γυρίσματα. Μιλάμε για τον ρόλο τους, εξοικειωνόμαστε, λύνουμε απορίες. Γενικώς, δεν υπάρχει υποκατάστατο για τον χρόνο που πρέπει να αφιερώσεις σε ένα παιδί».
Η σωματική επαφή
Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Σακούρα Αντο, την οποία συναντήσαμε επίσης στις Κάννες, έχει τη δική της άποψη πάνω στο ζήτημα: «Πιστεύω ότι η προσέγγιση έχει να κάνει και με την απόσταση που έχεις μαζί τους. Οσον αφορά τη σωματική επαφή, για παράδειγμα, στην Ιαπωνία δεν την έχουμε όσο υπάρχει σε άλλες κουλτούρες. Ακόμη και ανάμεσα σε ένα αγόρι με τη μητέρα δεν υπάρχει τόσο πολλή επαφή. Αντιθέτως, εγώ με την κόρη μου το έχουμε. Οταν λοιπόν ξεκίνησα να παίζω με τον Σόγια (Μινάτο) έπρεπε να είμαι προσεκτική. Φυσικά, έχουμε όσα μας λέει το σενάριο, όμως από εκεί κι έπειτα χτίζουμε την ερμηνεία μας, βλέποντας τι δουλεύει».
Το παιδί αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του σαν τέρας, είναι επειδή έχει συναισθήματα, στα οποία δεν μπορεί να δώσει φωνή. Βασικά είναι ότι αγαπά κάποιον, όμως, δεν μπορεί να το εκφράσει, γιατί είναι ένα άλλο αγόρι.
Καθώς όλοι αναζητούν το «τέρας» του τίτλου, ο κόσμος των παιδιών συγκρούεται πολυεπίπεδα με εκείνον των ενηλίκων στην ταινία. «Το μπούλινγκ που συμβαίνει στην τάξη είναι επειδή αυτό το αγόρι, ο Γιόρι, δεν θεωρείται φυσιολογικό και αρρενωπό. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που βλέπουμε μόνο στον κόσμο των παιδιών. Η μητέρα του Μινάτο χρησιμοποιεί τον όρο “φυσιολογικός” με θετικό τρόπο. Και ο δάσκαλος τους λέει να είναι “άνδρες”. Οι αξίες και η συχνά στρεβλή εικόνα για τον κόσμο που έχουν οι ενήλικοι καθρεφτίζεται στα παιδιά. Και εκεί αρχίζουν να εμφανίζονται τα ρήγματα», λέει ο Κόρε-Εντα.
Στο σχολείο, όπου διαδραματίζεται και μεγάλο μέρος του φιλμ, μπορεί κανείς να διακρίνει άδικες ή και βίαιες συμπεριφορές που ξεσπούν σχεδόν μηχανικά. «Νομίζω ότι η σχολική κοινότητα και οι δάσκαλοι αντιδρούν μηχανικά, γιατί προσπαθούν να προστατέψουν κάτι που έχουν στο μυαλό τους και αποδέχονται ομαδικά. Το βλέπεις στην ιαπωνική κοινωνία, αλλά και αλλού, με την οργανωμένη συστημική βία. Υπάρχει μια μικρή αλλά σημαντική στιγμή στην ταινία: Οταν τα παιδιά γεμίζουν με σκουπίδια το θρανίο του Γιόρι και προστάζουν τον Μινάτο να κάνει το ίδιο, εκείνος τους μιμείται χωρίς να το σκεφθεί. Οταν όμως έρχεται η ώρα του Γιόρι να κοροϊδέψει μια συμμαθήτριά του, αρνείται να το κάνει. Αυτό ελκύει τελικά τον Μινάτο. Ο Γιόρι αρνείται να γίνει μηχανή».
Η μουσική
Πέραν του σεναρίου και των ερμηνειών, το φιλμ του Κόρε-Εντα ξεχωρίζει και χάρη στη μοναδική αισθητική του, στην οποία συμβάλλει το υπέροχο μουσικό θέμα του Ριουίτσι Σακαμότο, το τελευταίο που συνέθεσε ο σπουδαίος Ιάπωνας δημιουργός κινηματογραφικής μουσικής, πριν από τον θάνατό του τον περασμένο Μάρτιο. «Δεν είμαι σίγουρος για τη φήμη του Σακαμότο στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά για εμάς στην Ιαπωνία είναι πολύ μεγάλη μορφή. Η μουσική του για ταινίες είναι προφανώς πολύ σημαντική, αλλά το ίδιο και η κοινωνική του στάση μέσα στις δεκαετίας. Μόνον αυτόν είχα στο μυαλό μου για τη μουσική, όταν σχεδίαζα αυτή την ταινία. Ηξερα ότι είχε πρόβλημα υγείας, ωστόσο, δοκίμασα να του γράψω κι εκείνος ανταποκρίθηκε θετικά. Είμαι πολύ περήφανος που δούλεψα μαζί του λίγο πριν από το τέλος».