Το 67% αντιπροσωπεύουν οι διεθνείς επενδυτές στο μετοχικό κεφάλαιο της Εθνικής Τράπεζας και από αυτούς ο ένας στους δύο είναι μακροπρόθεσμου προφίλ. Αυτό επισημαίνει στη συνέντευξή του στην «Κ» ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ, Παύλος Μυλωνάς, τονίζοντας την επιτυχία του πρόσφατου placement, που όπως υπογραμμίζει στηρίχθηκε «στη σημαντική βελτίωση που έχει σημειωθεί στην τράπεζα τα τελευταία πέντε χρόνια». Αναφερόμενος στις προκλήσεις της επόμενης ημέρας, ο κ. Μυλωνάς τονίζει την ολοκλήρωση του τεχνολογικού μετασχηματισμού της Εθνικής. Η Εθνική, όπως σημειώνει, «έχει αναπτύξει την απαραίτητη τεχνογνωσία και έχει θέσει συγκεκριμένους στόχους για τη μετάβαση επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε ένα πιο βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, χρηματοδοτώντας τις σχετικές επενδύσεις».
– Πώς εξηγείτε το ισχυρό ενδιαφέρον από Ελληνες και ξένα επενδυτικά κεφάλαια στο placement;
– Η επιτυχία αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της σκληρής και συστηματικής δουλειάς που έχει σημειωθεί στην Εθνική τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι επενδυτές αναγνώρισαν την εντυπωσιακή βελτίωση στα οικονομικά μας μεγέθη. Είχαμε δραστική βελτίωση της ποιότητας του δανειακού μας χαρτοφυλακίου, με τον δείκτη των NPEs να διαμορφώνεται στα χαμηλότερα επίπεδα του κλάδου. Σημαντική ενίσχυση έχουν καταγράψει τα κεφάλαιά μας με τον δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων στο 18%, επίσης στα υψηλότερα επίπεδα του κλάδου, ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός της διατήρησης του ισχυρού προφίλ ρευστότητάς μας, που βασίζεται στη σταθερή καταθετική μας βάση. Ιδιαίτερα καίριο ρόλο έχουν παίξει και οι επενδύσεις μας στην τεχνολογία. Εν κατακλείδι, οι επενδυτές μας αναγνώρισαν τόσο την ικανότητά μας όσο και τη συνέπειά μας, ως μια δεμένη ομάδα 7.000 ανθρώπων, που φέρνουμε βέλτιστα αποτελέσματα, πολύ συχνά ξεπερνώντας σημαντικά τις προσδοκίες τους.
– Ποιο, περίπου, είναι το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν συνολικά οι διεθνείς επενδυτές, στη μετοχική σύνθεση;
– Πιο σημαντικό από τη σύνθεση διεθνών και εγχώριων επενδυτών είναι η ποιότητά τους. Δηλαδή, να έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα επένδυσης και να μη στοχεύουν απλώς στο βραχυπρόθεσμο κέρδος. Στην Εθνική, είχαμε υψηλής ποιότητας επενδυτές και πριν από το placement, ενώ οι νέοι μέτοχοι με μακροχρόνιο ορίζοντα βελτιώνουν περαιτέρω την ποιότητα της μετοχικής βάσης. Μετά τη συναλλαγή, το ποσοστό των διεθνών επενδυτών είναι 67% και από αυτούς ο ένας στους δύο, περίπου, είναι επενδυτής με μακροπρόθεσμο προφίλ. Περίπου 13% είναι εγχώριοι θεσμικοί και ιδιώτες επενδυτές.
– Για πότε θα προσδιορίζατε την επόμενη κίνηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τη διάθεση και του εναπομείναντος 18% των μετοχών;
– O νόμος για το ΤΧΣ, που ψηφίστηκε το 2022, προσδιορίζει ότι το Ταμείο θα πρέπει να έχει αποεπενδύσει τις συμμετοχές του στο μετοχικό κεφάλαιο όλων των τραπεζών έως το τέλος του 2025. Υπάρχει μια περίοδος 180 ημερών μετά τη συναλλαγή μας, στη διάρκεια της οποίας το ΤΧΣ δεν μπορεί να προχωρήσει σε πώληση επιπλέον ποσοστού. Από εκεί και πέρα, βρίσκεται στη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει πότε και με ποιον τρόπο θα συνεχίσει τις αποεπενδύσεις.
– Μετά τη συρρίκνωση των κόκκινων δανείων και τη σταδιακή αποεπένδυση του ΤΧΣ, ποια θέματα θεωρείτε ότι αποτελούν προτεραιότητα για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα;
– Παρότι τα κόκκινα δάνεια έχουν φύγει από τους ισολογισμούς των τραπεζών, παραμένουν στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Μια προτεραιότητα των επόμενων χρόνων θα είναι η ταχύτερη επιστροφή αυτών των στοιχείων ενεργητικού, περίπου 50 δισ. ευρώ όπως τα υπολογίζουμε, στην υγιή οικονομία. Η Εθνική έχει ένα πλεονέκτημα εδώ καθώς δεν απόσχισε στο παρελθόν τη μονάδα διαχείρισης κόκκινων δανείων, διατηρώντας την τεχνογνωσία εσωτερικά. Αυτό της δίνει προβάδισμα στη συνεργασία με τους servicers, αφού γνωρίζουμε τη δουλειά «από μέσα».
Είμαι αισιόδοξος ότι η στεγαστική πίστη τα επόμενα χρόνια θα δει σημαντική άνθηση. Επιπλέον ζήτηση θα προέλθει από την ανάγκη για περιβαλλοντική αναβάθμιση των κατοικιών.
Δεύτερη σημαντική προτεραιότητα είναι ο τεχνολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας, και προφανώς των τραπεζών. Η Εθνική από νωρίς πήρε την τολμηρή απόφαση να επενδύσει σε μια ολοκληρωτική τεχνολογική αλλαγή. Από ουραγός στην ψηφιακή τραπεζική, έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ τον εγχώριο ανταγωνισμό και διεθνείς έρευνες μάς κατατάσσουν στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη.
Τρίτη προτεραιότητα είναι να στηρίξουμε τις επενδύσεις για να πετύχει η Ελλάδα τους φιλόδοξους στόχους της για ενεργειακή μετάβαση και βιώσιμη ανάπτυξη. Η Εθνική έχει αναπτύξει την απαραίτητη τεχνογνωσία και έχει θέσει συγκεκριμένους στόχους για τη μετάβαση επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε ένα πιο βιώσιμο οικονομικό μοντέλο και θα χρηματοδοτήσει τις σχετικές επενδύσεις.
– Είναι φανερό ότι αποδίδετε μεγάλη σημασία στην τεχνολογική εξέλιξη της τράπεζας. Ποια είναι τα επόμενα βήματά σας;
– Εχουμε ήδη αντικαταστήσει όλα τα παλαιότερα περιφερειακά πληροφοριακά συστήματα και σήμερα έχουμε διανύσει πάνω από τη μισή διαδρομή προς την πλήρη αντικατάσταση του κεντρικού πληροφοριακού συστήματος της τράπεζας με ένα από τα πιο σύγχρονα στον κόσμο, το οποίο είναι απολύτως συμβατό με το cloud. Οταν αυτό ολοκληρωθεί, θα μας προσδώσει μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και συγκεκριμένα τη δυνατότητα πιο γρήγορης ανάπτυξης, παροχής υπηρεσιών banking as a service, έξυπνης χρήσης δεδομένων (data analytics) και προσφοράς σύνθετων τραπεζικών προϊόντων, ενώ παράλληλα θα μας παρέχει μεγαλύτερη κυβερνοασφάλεια.
Η στρατηγική μας για την τεχνολογική εξέλιξη της τράπεζας βασίζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό και στον άξονα των συνεργασιών. Στόχος μας είναι να συνάψουμε συνεργασίες με εταιρείες που είτε παρέχουν πιο εξελιγμένες τεχνολογικά υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα με την Global Payments στο acquiring, ή συμπληρωματικές υπηρεσίες, οι οποίες παράλληλα διευρύνουν και την πελατειακή βάση μας, όπως σε αυτή που προχωρήσαμε με την Epsilonet. Θα υπάρχουν και άλλες συνεργασίες με στόχο να αναπτυχθούμε σε «πλατφόρμα συνεργασιών».
– Τα αυστηρά περιθώρια για την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα έχουν συμπιέσει τα spreads για τον δανεισμό των μεγάλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι μικρότερες επιχειρήσεις εξακολουθούν να επιβαρύνονται με υψηλά spreads και να είναι απρόθυμες στον δανεισμό. Πώς μπορεί να καλυφθεί αυτό το κενό;
– Πράγματι, ο έντονος ανταγωνισμός έχει συμπιέσει τα περιθώρια των δανείων των μεγάλων, αλλά πια και των μεσαίων επιχειρήσεων, της χώρας και πλέον έχουν συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Η διεύρυνση του αριθμού των μικρότερων επιχειρήσεων με πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση χρειάζεται μια αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας τους, αλλά και στην κουλτούρα τους. Κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, για να έχει πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό πρέπει να έχει και να αποδεικνύει ικανοποιητική και βιώσιμη κερδοφορία. Οσο πιο διαφανή είναι ο ισολογισμός και η κερδοφορία της, τόσο πιο εύκολη θα είναι η πρόσβασή της σε φθηνότερο τραπεζικό δανεισμό.
– Η λιανική τραπεζική παραμένει σήμερα ο «μεγάλος ασθενής» στην τραπεζική χρηματοδότηση, με τα συνολικά υπόλοιπα να υποχωρούν. Πού οφείλεται αυτή η εξέλιξη και πώς θα μπορούσε να αναστραφεί;
– Στην Ελλάδα, δεν έγιναν ουσιώδεις επενδύσεις από τον κατασκευαστικό κλάδο σε οικιστικά ακίνητα για περίπου μία 15ετία, ενώ τα παλιότερα ακίνητα έχουν υποστεί φθορές με την πάροδο του χρόνου. Τώρα, που υπάρχει μια αναδυόμενη ανάκαμψη της ζήτησης για κατοικίες, διαμορφώνονται συνθήκες στενότητας με έντονες ανατιμήσεις και παράλληλες αυξήσεις των ενοικίων. Σίγουρα αυτές οι τάσεις θα κινητοποιήσουν επενδύσεις, οι οποίες θα απαιτήσουν αυξανόμενη χρηματοδότηση. Γι’ αυτό τον λόγο είμαι αισιόδοξος ότι η στεγαστική πίστη τα επόμενα χρόνια θα δει σημαντική άνθηση. Επιπλέον ζήτηση θα προέλθει από την ανάγκη για περιβαλλοντική αναβάθμιση των κατοικιών.
Οσον αφορά την καταναλωτική πίστη, η κυρίαρχη τάση στην αγορά είναι τα δάνεια αυτά να εγκρίνονται με γρήγορη, εύκολη και ψηφιακή διαδικασία είτε μέσω των τραπεζικών ψηφιακών εφαρμογών είτε στο σημείο πώλησης του εμπόρου. Σε αυτή την αγορά, η Εθνική είναι πρωτοπόρος, δραστηριοποιήθηκε πολύ νωρίς και έχει εξελιχθεί σημαντικά λόγω της τεχνολογίας που παρέχει, κατέχοντας σήμερα μερίδιο κοντά στο 40% της αγοράς αυτής σε νέες εκταμιεύσεις.
Μείωση επιτοκίων από το τέλος του 2024
– Πώς προβλέπετε να διαμορφώνονται τα επιτόκια κατά το 2024; Εκτιμάτε ότι μπορεί να κλείσει η «ψαλίδα» μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και των επιτοκίων καταθέσεων;
– Τα επιτόκια της ΕΚΤ διαφαίνεται ότι δεν θα αυξηθούν περαιτέρω λόγω της σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης, η οποία με τη σειρά της προήλθε κατά κύριο λόγο από την πολύ απότομη αύξηση των επιτοκίων. Αλλά δεν προβλέπεται και να μειωθούν σύντομα, λόγω της επιμονής του δομικού πληθωρισμού. Με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει σταδιακά τα επιτόκια από το τέλος του 2024.
Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, όταν μιλάμε για επιτοκιακά περιθώρια πρέπει να ξεχωρίσουμε αν η λεγόμενη «ψαλίδα» αντανακλά διαφορετικό μείγμα προϊόντων ή διαφορετικά περιθώρια ανά προϊόν. Τα περιθώρια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες δεν διαφέρουν σημαντικά από τα ευρωπαϊκά στα αντίστοιχα προϊόντα. Η λεγόμενη «ψαλίδα» προέρχεται κυρίως από τη μεγάλη ρευστότητα που υπάρχει στην ελληνική τραπεζική αγορά και η οποία κατά περίπου 75% τοποθετείται σε απλές καταθέσεις (ταμιευτήριο, τρεχούμενοι), σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου λείπει η ρευστότητα και η πλειονότητα των καταθέσεων είναι προθεσμιακή.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και το ευνοϊκό υπόβαθρο ρευστότητας για τις τράπεζες θα οδηγήσουν σε ακόμη πιο ελκυστικούς όρους δανεισμού τα επόμενα χρόνια.
Επίσης, το συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων και το πιο αδύναμο χρηματοπιστωτικό προφίλ του ιδιωτικού τομέα συνολικά έναντι της Ευρωζώνης συντείνουν στις διαφορές. Η βελτίωση της οικονομίας, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και το ευνοϊκό υπόβαθρο ρευστότητας για τις τράπεζες, θεωρώ ότι θα οδηγήσουν σε ακόμη πιο ελκυστικούς όρους δανεισμού τα επόμενα χρόνια.
– Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι το ελληνικό Δημόσιο διέθεσε για τις τράπεζες συνολικά 31,5 δισ. και θα πάρει πίσω από τις αποεπενδύσεις του ΤΧΣ, περίπου 5,5 δισ. ευρώ;
– Θα απαντούσα ότι έχει επιλεκτική μνήμη όποιος αναφέρεται στα παραπάνω. Θα αναφερθώ σε νούμερα της Εθνικής. Το Δημόσιο από την Εθνική είχε όφελος 12 δισ. ευρώ από το PSI και οι διάφορες ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν από το Δημόσιο συνολικά στοίχισαν 11 δισ. ευρώ. Αν θέλει κάποιος, θα μπορούσε να προσθέσει ως στήριξη τον αναβαλλόμενο φόρο (DTC), αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το Δημόσιο θα το χρεωθεί σταδιακά στην επόμενη 20ετία. Τέλος, το Δημόσιο έχει το όφελος του 40% της Εθνικής, με αξία πάνω από 2 δισ. ευρώ, νούμερο που μπορεί να ανεβεί περαιτέρω. Επίσης, η Εθνική αναγκάστηκε να πουλήσει κατά βάση σχεδόν όλες τις θυγατρικές εξωτερικού και την Εθνική Ασφαλιστική, λόγω της κρατικής ενίσχυσης, μειώνοντας τον ισολογισμό της κατά περίπου 40%. Επιπλέον, η βαθιά οικονομική κρίση, η οποία δεν προκλήθηκε από τις τράπεζες, οδήγησε περίπου το 45% των δανείων να γίνουν «κόκκινα». Η μείωσή τους στα σημερινά αποδεκτά επίπεδα έγινε αποκλειστικά με ίδιους πόρους της τράπεζας, κοστίζοντας δεκάδες δισ. ευρώ. Προφανώς το ισοζύγιο δεν είναι όπως περιγράφεται στην ερώτηση.
Οι επενδύσεις
– Ποιες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για την προσέλκυση περισσότερων νέων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία;
– Οι επενδύσεις, ειδικά αυτές από το εξωτερικό, έχουν ανάγκη σταθερότητας, διαφάνειας και ταχύτητας στο θεσμικό πλαίσιο. Οι μεταρρυθμίσεις που θα παίξουν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση είναι προφανώς η ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, η μείωση γραφειοκρατίας, και ειδικά σε πεδία με σημαντικό επενδυτικό αντίκτυπο, όπως η αδειοδότηση και ο προσδιορισμός χρήσεων γης, ο ακόμη καλύτερος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης, τοπικής και κεντρικής. Επίσης, σημαντικό ρόλο θα παίξει και η βελτίωση των υποδομών, για παράδειγμα τα λοιπά περιφερειακά αεροδρόμια, τα λιμάνια, η ανάπτυξη και η πρόσβαση στο ηλεκτρικό δίκτυο και γενικότερα οι ενεργειακές διασυνδέσεις, οι οπτικές ίνες, τα ευρυζωνικά δίκτυα. Τέλος, οι νέες επενδύσεις χρειάζονται στελέχη με την κατάλληλη εκπαίδευση και την απαραίτητη τεχνογνωσία, ειδικά στην τεχνολογία. Βασική προϋπόθεση είναι τα πανεπιστήμια να παράγουν αποφοίτους με αυτές τις δεξιότητες και γνώσεις που χρειάζεται η αγορά εργασίας με το βλέμμα στραμμένο στη μελλοντική δομή μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής οικονομίας.