Με έναν τρόπο, αυτό που κάνει ο Πολ Λάβερτι δεν διαφέρει πολύ από αυτό που κάνει ένας δημοσιογράφος. Πριν γράψει για κάτι, προσπαθεί να το αφουγκραστεί. Κάνει έρευνα, βγαίνει έξω, μιλάει με ανθρώπους και κατανοεί οργανικά το πεδίο που γίνεται ο καμβάς για την ιστορία που θέλει να πει. Και ύστερα, τη γράφει ως κινηματογραφικό σενάριο.
Η πίστη που δείχνει στη διαδικασία της αφήγησης μιας ιστορίας σου δίνει την αίσθηση πως πάντα ήξερε τι ήθελε να κάνει. Και όμως, τα κινηματογραφικά σενάρια ήρθαν στη ζωή του κάπως τυχαία. Βρέθηκε να εργάζεται ως δικηγόρος σε έναν οργανισμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Νικαράγουα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μεταξύ Σαντινίστας και Κόντρας. Συνέχισε τη δράση του από αυτό το πόστο στο Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, το Μεξικό.
Τότε του γεννήθηκε η ανάγκη να πει κάτι για όλα αυτά με μια ταινία. Δεν ήξερε ακόμη πώς ακριβώς γράφει κανείς ένα σενάριο, μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε στον δρόμο του ο Κεν Λόουτς ο οποίος έδειξε πρόθυμος να πιει μαζί του έναν καφέ και να συζητήσουν.
Η συνάντηση δεν άργησε να γίνει ταινία. Το 1996 κυκλοφόρησαν το «Carla’s Song», ξεκινώντας από εκεί ένα σχεδόν τριακονταετές σερί ταινιών, ανάμεσα στις οποίες χωράνε δύο Χρυσοί Φοίνικες στο Φεστιβάλ των Καννών (για το «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι» του 2006 και το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του 2016). Δημιούργησαν, ακόμα, ιστορίες για παραβατικούς εφήβους με μεγάλα όνειρα («Γλυκά Δεκάξι», 2002) και για ήρωες που έχουν περισσότερα να ελπίζουν από φανταστικές συναντήσεις με τον Ερικ Καντονά από ό,τι με οτιδήποτε πραγματικά τους συμβαίνει («Ψάχνοντας τον Ερικ», 2009). Επίσης, έφεραν στο κινηματογραφικό πανί την ιστορία της τελευταίας παμπ ενός βρετανικού χωριού, που χωράει δύο ομάδες ανθρώπων οι οποίοι μοιράζονται περισσότερα από όσα νομίζουν: Σύριους μετανάστες και ανθρακωρύχους της περιοχής. Αυτό μας αφηγείται στη νέα του ταινία με τον Κεν Λόουτς, «Η Τελευταία Παμπ» που όλα δείχνουν πως μάλλον θα είναι και η τελευταία του σπουδαίου Βρετανού σκηνοθέτη.
Κάθε λεπτοδουλεμένο και απροσποίητα δραματικό χαρακτήρα που έχουμε δει σε μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες του Κεν Λόουτς, τον οφείλουμε στον Πολ Λάβερτι. «Είναι σπάνιο να βλέπεις έναν σκηνοθέτη να βάζει το όνομά σου στο ίδιο μέγεθος με το δικό του στην αφίσα μιας ταινίας», λέει ο Ιρλανδοσκωτσέζος σεναριογράφος. Κάτι θα ξέρει ο Κεν Λόουτς.
– Οταν κανείς γράφει ιστορίες για σκληρά θέματα, με ήρωες που δίνουν μάχες με την ίδια την καθημερινότητά τους, πόσο εύκολο είναι να μη ρέπει προς το μελόδραμα; Ποιος είναι ο τρόπος σας να το κρατήσετε όλο αυτό φυσικό;
– Πιστεύω πως έχει να κάνει με το να δουλεύεις σε μια ομάδα. Ο Κεν είναι σκηνοθέτης, εγώ σεναριογράφος και συναντιόμαστε στη μέση ως κινηματογραφιστές. Μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο και να πάρουμε όλες αυτές τις αποφάσεις για τις ταινίες. Το μυστικό είναι να είσαι ειλικρινής απέναντι στα δεδομένα της ταινίας. Το κοινό μπορεί να «μυρίσει» αν είσαι ειλικρινής απέναντι στους χαρακτήρες σου. Οταν αυτό συμβαίνει, οι θεατές μπορούν να ταυτιστούν. Αν κάτι είναι υπερβολικά μελοδραματικό, θα το δουν. Το κοινό είναι δύσκολο, γι′ αυτό πρέπει να το σέβεσαι. Αν όλα κυλούν φυσικά και η ιστορία λειτουργεί, το κοινό θα την καταλάβει. Και αυτό πότε το πετυχαίνεις, πότε όχι.
– Οταν, αντίστοιχα, έχετε ένα πολύ χαρακτηριστικό και συγκεκριμένο ύφος, ποιο είναι το μυστικό για να μην αρχίσετε να επαναλαμβάνεστε και να βρίσκετε τον τρόπο να το κρατάτε ενδιαφέρον και φρέσκο κάθε φορά;
– Αυτή είναι η πρόκληση. Εχουμε κάνει ταινίες από πολλές διαφορετικές σκοπιές, για τη Νικαράγουα, το Λος Αντζελες, την Ιρλανδία, τη Σκωτία. Κάποιες είναι κωμωδίες και κάποιες αφηγούνται τραγωδίες. Αλλες αφορούν κοινότητες και άλλες μεμονωμένους πρωταγωνιστές. Προσπαθούμε λοιπόν να κάνουμε κάτι που να είναι κάπως διαφορετικό σε κάθε ταινία, έχοντας κάποια στοιχεία που μένουν κοινά. Το «Ψάχνοντας τον Ερικ» και το «Μερίδιο των Αγγέλων» είναι αρκετά διαφορετικά από το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» και το «Δυστυχώς Απουσιάζετε». Το να μην επαναλαμβάνεσαι σαν προβληματισμός είναι στη βάση της πυραμίδας κάθε φορά και ψάχνεις πώς να κάνεις μα ταινία. Δεν είναι εύκολο βέβαια. Αλλιώς, θα το έκαναν όλοι.
Το μυστικό είναι να είσαι ειλικρινής απέναντι στα δεδομένα της ταινίας. […] Οταν αυτό συμβαίνει, οι θεατές μπορούν να ταυτιστούν.
– Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πήρατε από την προηγούμενη καριέρα σας στα ανθρώπινα δικαιώματα στον τρόπο που πλάθετε χαρακτήρες;
– Δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, επειδή εργαζόμουν ως δικηγόρος, έπρεπε να συνεργαστώ με διάφορους ανθρώπους, να βρω πηγές. Οταν πας στο δικαστήριο, αυτό που κάνεις είναι να επιχειρηματολογείς. Με έναν τρόπο, αυτό κάνεις και με ένα σενάριο. Πρέπει να μπορείς να επιχειρηματολογήσεις για τους χαρακτήρες και η ιστορία να βγάζει λογική. Για παράδειγμα, το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» ήταν μια ιστορία για την κοινωνική πρόνοια. Το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας είναι τρομερά σύνθετο. Η ιστορία της ταινίας είναι πολύ απλή, όμως, από κάτω υπάρχει όλη αυτή η περιπλοκότητα. Το καλό με το ότι ήμουν δικηγόρος είναι ότι όταν έχεις να κάνεις με μια υπόθεση, προσπαθείς να την καταλάβεις, να φτιάξεις μοτίβα και σταδιακά κατανοείς πώς λειτουργεί κάτι. Οσο περισσότερο έψαχνα ας πούμε για το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» καταλάβαινα πως η πηγή του προβλήματος ήταν κυβερνητική και ότι ο κόσμος φοβόταν.
– Πού βρίσκεται η ελπίδα στους ήρωές σας;
– Εχει να κάνει με τον εκάστοτε ήρωα, αλλά η ελπίδα πάντα κάπου υπάρχει, σε κάθε χαρακτήρα όπως και σε κάθε άνθρωπο. Εσύ, για παράδειγμα, που είσαι δημοσιογράφος, έχεις κάτι στο μυαλό σου που θες να καταφέρεις ή να πεις και έτσι μόνο μπορείς να γράψεις ένα κομμάτι. Στο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» και το «Δυστυχώς Απουσιάζετε» το τραγικό ακολουθεί τους ήρωες. Πάντως, στην «Τελευταία Παμπ» θέλαμε να δούμε πιο λεπτομερώς την ιδέα της ελπίδας, πού τη βρίσκουμε σε εμάς και τους άλλους, και πώς προσπαθούμε να τη φτάσουμε. Είναι πολυεπίπεδη η ελπίδα, είναι η ευφυΐα του να είσαι σε θέση να καταλάβεις τις συνθήκες και να δεις τις όποιες αντιφάσεις σε εμποδίζουν από το να καταφέρεις αυτό που θες. Αλλά κάπου εκεί θα πρέπει να υπάρχει και λίγη ενσυναίσθηση, σωστά; Αν προσπαθείς να καταλάβεις μια συνθήκη ή έναν άνθρωπο. Και μετά, όλο αυτό απαιτεί δουλειά.
– Εχετε αναρωτηθεί ποτέ τι θα συνέβαινε αν ήρωες από διαφορετικές ταινίες σας συναντιόντουσαν;
– Καλή ιδέα. Αν ξεμείνω από έμπνευση, θα το σκεφτώ. Εχει πλάκα πάντως αυτή η ιδέα γιατί όταν κάναμε την ταινία «Το Ονομά μου Είναι Τζο», από εκεί προέκυψε και το «Γλυκά Δεκάξι». Υπήρχε ένας χαρακτήρας που πάλευε συνεχώς για να αποκτήσει περισσότερο χώρο. Και ήθελε όλο και περισσότερο χώρο, όσο αναπτυσσόταν στο μυαλό μου, μέχρι που δεν χωρούσε σε αυτή την ταινία. Κάναμε, λοιπόν, το «Το Ονομά Μου Είναι Τζο», πήγε καλά, και μετά βγήκε και το «Γλυκά Δεκάξι» με έναν χαρακτήρα που σαν να μας «φώναζε»: «Με θυμάστε;». Ισως λοιπόν αν ο Τζο και ο Λίαμ (σ.σ. κεντρικός ήρωας του «Γλυκά Δεκάξι») συναντιόντουσαν να έδιναν μια καλή ιστορία.
Οταν πας στο δικαστήριο, αυτό που κάνεις είναι να επιχειρηματολογείς. Με έναν τρόπο, αυτό κάνεις και με ένα σενάριο. Πρέπει να μπορείς να επιχειρηματολογήσεις για τους χαρακτήρες και η ιστορία να βγάζει λογική.
– Οταν κάνατε την πρώτη σας ταινία με τον Κεν Λόουτς, μπορούσατε να «δείτε» τρεις δεκαετίες μπροστά να έχετε κάνει μαζί όλα αυτά;
– Οχι, κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποτέ πραγματικά, έτσι δεν είναι; Μπορεί να βγεις έξω και να σε πατήσει λεωφορείο. Οπως στο ποδόσφαιρο επικεντρώνεσαι στον επόμενο αγώνα, έτσι και εδώ, βάζεις «τικ» σε μια ταινία τη φορά. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα βγει. Κοιτώντας πίσω, νιώθω πολύ προνομιούχος και τυχερός που μπόρεσα να δουλέψω με αυτόν τον φοβερό σκηνοθέτη και υπέροχο άνθρωπο. Περάσαμε πολύ ωραία κάνοντας όλες αυτές τις ταινίες, το να πούμε κάθε ιστορία ήταν μια περιπέτεια. Και ήταν πολύ ωραίο που τη ζήσαμε μαζί.
– Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που σας έχει πει ο Κεν Λόουτς;
– Εχω μάθει πολλά πράγματα δίπλα του, είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερός μου και πολύ πιο έμπειρος. Νομίζω πως πράγματι δουλεύει σαν καλός προπονητής ομάδας, γιατί τους ενθαρρύνει όλους να δουλέψουν στο μέγιστο δυνατό των δυνάμεών τους και κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν αυτοπεποίθηση. Χτίζει μια ατμόσφαιρα στο σετ που δεν είναι καθόλου ιεραρχική, το κάνει ένα μέρος αποδοχής και ασφάλειας. Και όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται με σεβασμό, δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Δεν υπάρχει ποτέ ένταση στο πλατό, πάντως, ο Κεν είναι συγχρόνως πολύ αυστηρός κριτής και αρκετά απαιτητικός. Υπό αυτή την έννοια, είναι δύσκολος συνεργάτης.
– Ποδόσφαιρο βλέπετε μαζί;
– Πολύ συχνά, ναι. Θυμάμαι, όταν κάναμε το «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι» και είχαμε αργήσει στο γύρισμα και βιαζόμασταν να γυρίσουμε για να δούμε τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, Μίλαν-Λίβερπουλ. Χάσαμε το πρώτο ημίχρονο και είχαμε συγχυστεί. Eίμαι φανατικός Λίβερπουλ και χάναμε 3-0 στο ημίχρονο. Αλλά μετά σκόραρε ο Τζέραρντ, οπότε και αρχίσαμε να ελπίζουμε. Τελικά η Λίβερπουλ κέρδισε στα πέναλτι και αυτός ήταν ο πιο επεισοδιακός αγώνας που είδαμε μαζί.
– Αν «Η Τελευταία Παμπ» είναι και η τελευταία ταινία που κάνετε με τον Κεν Λόουτς, τι θα σας λείψει από το να δουλεύετε μαζί του;
– Ολη η πλάκα, ο ενθουσιασμός και τα γέλια που μπορεί να μοιραστείς κάνοντας μια ταινία. Ο Κεν είναι 87 ετών και πολύ καλός μου φίλος, θα είναι άδικο να του πω να κάνουμε και άλλη ταινία. Θέλω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Περάσαμε φοβερές στιγμές μαζί και θα μου λείψει όλη αυτή η διαδικασία της ταινίας.
– Αρα τι σας περιμένει από εδώ και μπρος;
– Να κάνω άλλη μια ταινία, θα πρέπει να έχω πίστη σε νέους συνεργάτες. Για την ακρίβεια έχω γράψει ήδη ένα σενάριο. Η μάχη όμως είναι να καταφέρεις να υλοποιήσεις μια ταινία. Και αφού κάνεις μια ταινία, δίνεις μια νέα μάχη για να τη δεις να παίζεται. Είναι μια μακρά διαδικασία.
– Νιώθετε ελευθερία όταν δημιουργείτε χαρακτήρες και τους αφήνετε να υπάρχουν;
– Θεωρώ πως είναι τύχη να έχεις μια δουλειά που σε κάνει να θες να έρθουν οι Δευτέρες. Και αν έχεις τη ροπή να λες ιστορίες, είναι προνόμιο να μπορείς να τις βλέπεις να γίνονται ταινίες. Νιώθω τυχερός. Αλλά είναι πολύ τυχαίο, ποτέ δεν ξέρεις αν κάτι θα δουλέψει. Ενέχει και έναν κίνδυνο αυτό που ενδεχομένως να είναι και καλός, γιατί σε κάνει να δουλεύεις πιο σκληρά.
Ο Πολ Λάβερτι βρέθηκε στην Αθήνα ως καλεσμένος στο 36ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, στο οποίο «Η Τελευταία Παμπ», σε σκηνοθεσία Κεν Λόουτς και σενάριο του Πολ Λάβερτι έκανε πρεμιέρα. Στη συνέχεια η ταινία θα προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες από 7 Δεκεμβρίου, σε διανομή της Feelgood.