Ο Δημήτρης Βαρδουλάκης, συγγραφέας, καθηγητής Φιλοσοφίας του Western Sydney University και φιλόσοφος, είναι ο μεταφραστής του βιβλίου Poor Things, «Χαμένα Κορμιά» στα ελληνικά (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Μετέφρασε το βιβλίο του βραβευμένου Σκωτσέζου συγγραφέα όταν ήταν μόλις 25 χρονών. «Τι συμβαίνει όταν φτάσουμε σε έναν κόσμο στον οποίο πλέον, όπως λέει ο Νίτσε, έχει πεθάνει ο Θεός; Δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχουν αυθεντίες υπερβατικές που μας λένε τι να κάνουμε.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Θεός πλέον είναι ο Θεόνικος Μπάξτερ, ο οποίος είναι και αυτός ένας Φρανκεστάιν. Είναι και εκείνος ένα κατασκεύασμα, αλλά δεν είναι σεξουαλικά απελευθερωμένος, δεν είναι καλοφτιαγμένος όπως η Μπέλα», λέει στην «Κ» από το Χάιντερμπαντ της Ινδίας, όπου βρίσκεται για διαλέξεις. «Με ενδιέφερε να μεταφράσω τον Γκρέι, γιατί με απασχολούσε από νωρίς το μεγάλο ερώτημα του αν υπάρχει Θεός.
Η εξαφάνιση του υπερβατού, αυτό είναι το καίριο ερώτημα της φιλοσοφίας από τον 20ό αιώνα και μετά. Γιατί, αν το σκεφτούμε, από άποψη ηθικής δεν υπάρχουν πλέον υπερβατικά δεδομένα», συνεχίζει επιχειρώντας να διεισδύσει στον κόσμο του συγγραφέα, αλλά και του σκηνοθέτη, προσφέροντας μια διαφορετική οπτική από εκείνη του Χόλιγουντ.
Aλλά ποιος είναι ο συγγραφέας Αλασντερ Γκρέι, ένα ιδιαίτερο δημιουργικό ταλέντο από τη Σκωτία, γνωστός για τις ιστορίες του και τις εκπληκτικές ζωγραφιές του;
Ο Αλασντερ Γκρέι (1934-2019) γεννήθηκε στη Γλασκώβη, όπου και σπούδασε καλές τέχνες. Σκηνογράφος, ζωγράφος και θεατρικός συγγραφέας, εκτός από πεζογράφος και ποιητής, θεωρείτο κορυφαία φωνή των σκωτικών γραμμάτων. Το έργο του όμως υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Πειραματιστής της μορφής και του ύφους, αναμείγνυε τα αφηγηματικά είδη και διάνθιζε τις ιστορίες του με άγριο χιούμορ. Διασκεδαστικός, αλλά ταυτόχρονα πολιτικός και κοινωνικός συγγραφέας, ο Γκρέι είχε έναν ιδιότυπο ρεαλισμό, που τον κατέστησε έναν από τους σημαντικότερους αγγλόφωνους συγγραφείς.
Πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το «Λάναρκ: Μια ζωή σε τέσσερα βιβλία» (1981), ενώ ακολούθησαν αρκετές συλλογές διηγημάτων, το αυτοβιογραφικό «Saltire Self-Portrait 4» (1988), η ποιητική συλλογή «Old negatives» (1989), τα μυθιστορήματα «Mc Grotty and Ludmilla» (1989), «Poor things» (Χαμένα κορμιά, 1992), «A history maker» (1994) και το «Mavis belfrage» (1996). Ολα του τα βιβλία είναι εικονογραφημένα και επιμελημένα από τον ίδιο. Το συγκεκριμένο έργο στο οποίο βασίστηκε η ταινία «Χαμένα κορμιά» τιμήθηκε το 1992 με το βραβείο Whitbread και με το βραβείο πεζογραφίας της εφημερίδας Guardian.
«Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο των βιβλίων του είναι ότι τα διακοσμεί ο ίδιος, δηλαδή τα έργα του είναι αυτό που λέμε στα γαλλικά, “livres d’ artistes”. Δηλαδή είναι πρώτα καλλιτέχνης και έπειτα συγγραφέας. Εκείνη την εποχή στη Γλασκώβη, υπήρχε μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία, o Philip Hobsbaum, κριτικός λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός, καθηγητής του Πανεπιστήμιου της Γλασκώβης, ο οποίος ξεκίνησε μια ομάδα ανάγνωσης στην οποία συμμετείχε ένας μεγάλος αριθμός συγγραφέων, ανάμεσά τους και ο Γκρέι. Η ομάδα αυτή έβαλε τη Γλασκώβη στο επίκεντρο της βρετανικής λογοτεχνίας στη δεκαετία του 1990. Και από εκεί βγήκε και ο Αλασντερ.
O Ηοbsbaum ήταν καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης όπου και σπούδασα φιλοσοφία. Ερχόταν στην τάξη φορώντας ακαδημαϊκό μανδύα και με τον σκύλο του», περιγράφει ο Δημήτρης Βαρδουλάκης.
Το βιβλίο «Poor Things» είχε μία αντίδραση διπλή. Σε κάποιους άρεσε πολύ, ενώ σε κάποιους δεν άρεσε καθόλου.
Συνεχίζει λέγοντας πως «ένα χαρακτηριστικό αυτού του γκρουπ ήταν ο ρεαλισμός. Οπότε το βιβλίο “Poor Things” είχε, ας πούμε, μία αντίδραση διπλή. Σε κάποιους άρεσε πολύ, ενώ σε κάποιους δεν άρεσε καθόλου. Θεώρησαν πως το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο ήταν σε έναν φαντασιακό χώρο, εμπεριείχε μια προδοσία αυτής της ρεαλιστικής παράδοσης. Το “Poor Things”, έχει ένα “φρέιμινγκ” το οποίο μας θυμίζει ένα μοτίβο του Ντε Σαντ. Δηλαδή, είναι και καλά ένα βιβλίο που το βρήκες στα σκουπίδια. Ενα βιβλίο σημειώσεων ενός επιστήμονα. Αυτό το “φρέιμινγκ” είναι τυπικό αυτής της λογοτεχνίας, η οποία δημιουργεί έναν φαντασιακό χώρο προκειμένου να κάνει χρήση των δεδομένων της πραγματικότητας. Ο Λάνθιμος βρίσκεται σε έναν φαντασιακό χώρο, ακριβώς όπως και ο Γκρέι, προκειμένου να κάνει μια θεώρηση της πραγματικότητας και να πει στην ουσία την ιστορία της ανθρωπότητας».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Επίσης, ένα από τα πιο κοινά σημεία στα δύο έργα είναι και η έννοια του φεμινισμού. Τι εκφράζει η Μπέλα, είναι μια φεμινίστρια της εποχής μας;
«Το βιβλίο του Γκρέι βασίζεται στο έργο Φρανκεστάιν της Μαίρη Σέλεϊ, του οποίου ο υπότιτλος είναι “Ο Σύγχρονος Προμηθέας”. Δηλαδή αποτελεί και αυτό μια κριτική για την έννοια της τεχνολογίας. Και η τεχνολογία δημιουργεί αυτή την πατριαρχική εξουσία. Η Μπέλα λοιπόν, είναι μια διαστρέβλωση αυτού του πράγματος. Δηλαδή παράγεται μέσα από τεχνολογία, αλλά αντί αυτή η τεχνολογία να είναι πατριαρχική και να την αποδυναμώνει, της δίνει δύναμη. Υπό αυτή την έννοια το βιβλίο όπως και το κινηματογραφικό έργο, είναι φεμινιστικό. Δεν υπάγεται εύκολα σε ένα συγκεκριμένο φεμινιστικό κίνημα. Αλλά είναι μια ιστορία της τεχνολογίας που μεταχειρίζεται την τεχνολογία ως όργανο της πατριαρχικής αξίας. Στη συζήτηση περί πατριαρχίας, θα είχε νομίζω ενδιαφέρον να διαβαστεί και άλλο βιβλίο του Γκρέι, το “A History Maker” (1994) που εκτυλίσσεται σε μια μητριαρχική κοινωνία του 23ου αιώνα στην περιοχή γύρω από τη λίμνη St Mary’s Loch και δείχνει μια ουτοπία που αποτυγχάνει» μας λέει ο μεταφραστής.
«Η τεχνολογία δημιουργεί αυτή την πατριαρχική εξουσία. Η Μπέλα λοιπόν, είναι μια διαστρέβλωση αυτού του πράγματος. Δηλαδή παράγεται μέσα από τεχνολογία, αλλά αντί αυτή η τεχνολογία να είναι πατριαρχική και να την αποδυναμώνει, της δίνει δύναμη».
Αν και το βιβλίο και η ταινία μοιράζονται πολλά κοινά, «αυτό που δεν βλέπουμε καθόλου στην ταινία είναι η στάση του Γκρέι απέναντι στον σκωτσέζικο εθνικισμό».
Εθνικιστής, δημοκράτης και σοσιαλιστής, ο Γκρέι υπήρξε κήρυκας της ανεξαρτησίας της Σκωτίας, χρησιμοποιώντας ως μότο σε βιβλία του τη φράση «Δούλεψε σαν να ζεις στις πρώτες μέρες ενός καλύτερου έθνους» (παράφραση από ένα ποίημα του Καναδού ποιητή Ντένις Λι). Αυτό το μότο έγινε σύνθημα για την αντίθεση της Σκωτίας στον θατσερισμό και χαράχθηκε σε τοίχο του κτιρίου του κοινοβουλίου της Σκωτίας στο Εδιμβούργο, όταν άνοιξε το 2004. Ο Γκρέι επίσης σχεδίασε το ειδικό πρωτοσέλιδο για τη Sunday Herald τον Μάιο του 2014, όταν η εφημερίδα τάχθηκε υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία εκείνης της χρονιάς.
«Επίσης στο βιβλίο κύριος χώρος είναι η Γλασκώβη ενώ στην ταινία είναι το Λονδίνο. Παρόλο όμως που υπάρχουν διαφορές, η κύρια ιδέα είναι ακριβώς η ίδια. Δηλαδή ο θάνατος του Θεού. Ο Αλασντερ Γκρέι ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να γελάει, να τριγυρνάει, να πίνει μπίρες και να λέει αστεία. Στο βιβλίο, ο Μπάξτερ πεθαίνει γελώντας».
Ωστόσο για τον Δημήτρη Βαρδουλάκη, αυτό που η ταινία έχει επιπλέον του βιβλίου είναι ο ίδιος ο «Κυνόδοντας».
Υπάρχει αυτό το στοιχείο στο «Poor Things», όπως και στον «Κυνόδοντα», αυτές οι ασκήσεις του σώματος, τα παιδιά που μαθαίνουν λέξεις και τους δείχνουν τα κάγκελα, τα όρια τοποθετημένα από τον δικό τους Θεό. Ο οποίος μια μέρα πεθαίνει.
«Κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η σχέση της με τον “Κυνόδοντα”. Ο “Κυνόδοντας” είναι η κορυφαία ταινία του Λάνθιμου έως τώρα. Δηλαδή όταν εγώ γεννήθηκα, το 1975, ήταν η εποχή που άλλαζαν τα πράγματα. Ο τρόπος που εκφραζόμασταν. Θυμάμαι, ήμουν στο σχολείο όταν έγινε η γλωσσική αναγέννηση και περάσαμε από την καθαρεύουσα στη δημοτική. Τα μάθαμε όλα από την αρχή. Μαζί μάθαμε και την τηλεόραση αργότερα, τη διάλυση της πυρηνικής οικογένειας, αλλά και την παγκοσμιοποίηση. Και υπάρχει αυτό το στοιχείο στο “Poor Things”, όπως και στον “Κυνόδοντα”, αυτές οι ασκήσεις του σώματος, τα παιδιά που μαθαίνουν λέξεις και τους δείχνουν τα κάγκελα, τα όρια τοποθετημένα από τον δικό τους Θεό. Ο οποίος μια μέρα πεθαίνει. Υπάρχει όμως και μια βασική διαφορά στην πρώτη ταινία του σκηνοθέτη από το “Poor Things”, ότι μετά τον θάνατο του Θεού, του υπερβατού δηλαδή, τα παιδιά δραπετεύουν και δεν έχουν πού να πάνε. Βλέπουμε δηλαδή έναν έντονο κυνισμό ενώ στο “Poor Things” υπάρχει μία ακόμα πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη της σκέψης του Λάνθιμου. Γιατί υπάρχει η απελευθέρωση. Και τον ενδιαφέρει να δει πού πάει η απελευθέρωση. Απελευθέρωση που οδηγεί πρώτα στη σεξουαλική απελευθέρωση, αλλά μετά οδηγεί και στον σχηματισμό μιας πολιτικής συνείδησης. Αυτή η ταινία είναι μια δεύτερη έκδοση του “Κυνόδοντα” κατά τη γνώμη μου».
«Θα είχαν κοινά ο Γκρέι με τον Λάνθιμο;» ρωτάω τον μεταφραστή του. «Είχα γνωρίσει τον συγγραφέα. Ηταν ένας πολύ φιλικός τύπος, τον έβλεπα και συχνά στη γειτονιά. Μια μέρα σε μια διάλεξη είχαμε πει δύο κουβέντες. Αλλά είχα ήδη συνομιλήσει με τον συγγραφέα στα βιβλία του, τον ήξερα πολύ καλά. Νομίζω πως και ο Λάνθιμος είδε τη σύνδεση που είχε με τον συγγραφέα. Και αυτό που κάνει ο Γκρέι, το οποίο επίσης είναι πολύ έντονο στην ταινία, είναι ότι διηγείται την ιστορία της ανθρωπότητας μέσω της ιστορίας της ανάπτυξης ενός ατόμου. Είναι αυτή η ιδέα που βλέπουμε, ας πούμε, στον Αιμίλιο του Ρουσσώ, ότι μπορούμε να πούμε την ιστορία της ανθρωπότητας μέσω της ανάπτυξης ενός ατόμου. Και βλέπουμε την ανάταση αυτού του ατόμου μέσω του προβλήματος της εξαφάνισης του Θεού. Στο τέλος ο Θεός είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, είναι αυτός που δημιούργησε την Μπέλα, ο οποίος θα πεθάνει όταν το σώμα του πλέον δεν μπορεί να λειτουργήσει πια».