Προσγειώθηκε μία ημέρα πριν από τη χθεσινή έναρξη του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και σήμερα κιόλας αναχωρεί. Ο Φερνάντο Τρουέμπα, ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά και βραβευμένος με Οσκαρ για την ταινία του «Μπελ Επόκ», τιμάται φέτος από το φεστιβάλ, το οποίο άνοιξε χθες με την καινούργια ταινία του Ισπανού δημιουργού, «Πυροβόλησαν τον πιανίστα». Ο Τρουέμπα παρουσίασε την ταινία του στο κοινό και παρέλαβε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά.
«Γιατί βιάζεστε τόσο να επιστρέψετε στην Ισπανία;» τον ρωτώ καθώς αρχίζουμε να συζητάμε καθισμένοι σε ένα ήσυχο τραπέζι της Αποθήκης Γ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ σιγά σιγά αρχίζει να μαζεύεται ο κόσμος του σινεμά. Μου εξηγεί ότι χρειάζεται ένα ήρεμο διήμερο στην πατρίδα του, πριν ξεκινήσει περιοδεία στην Πορτογαλία και στη Γαλλία για την προώθηση του «Πιανίστα». Συμπληρώνει, όμως, ότι ξέρει την Ελλάδα και τους ανθρώπους της επειδή πρόσφατα ολοκλήρωσε εδώ τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας του, «Haunted Heart», με πρωταγωνιστή τον Ματ Ντίλον.
Είμαι ευτυχής όταν παρακολουθούν την ταινία νέοι. Ο μόνος τρόπος για να καταλάβει κανείς το παρόν είναι να γνωρίζει το παρελθόν.
Μιλάει όλος θαυμασμό για το Τρίκερι, όπου δούλεψαν κατά κύριο λόγο, μιας και η ιστορία του αφηγείται τον καλοκαιρινό έρωτα μιας νεαρής κοπέλας με ένα άντρα που γνωρίζει στις διακοπές της. Μόνο που σιγά σιγά η γλυκιά αισθηματική ιστορία αποκτά σασπένς. «Θυμίζει τα μυθιστορήματα της Πατρίσια Χάισμιθ ή την ατμόσφαιρα των ταινιών του Χίτσκοκ», σχολιάζει.
Στον Φερνάντο Τρουέμπα αρέσουν οι ταινίες στις οποίες οι χαρακτήρες είναι λίγο περίεργοι και αλλάζουν καθώς η ιστορία προχωράει. Επίσης του αρέσει να αναμειγνύει στη δουλειά του τα κινηματογραφικά είδη, γιατί θεωρεί ότι ο διαχωρισμός τους «είναι μια κατασκευή».
Το ίδιο συμβαίνει και με το «Πυροβόλησαν τον πιανίστα», ένα νεονουάρ «animated docudrama», σύμφωνα με την ορολογία των κριτικών του κινηματογράφου, το οποίο εκτυλίσσεται τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στη Λατινική Αμερική, όταν ένας δημοσιογράφος αναζητά πληροφορίες για τον Βραζιλιάνο πιανίστα Φρανσίσκο Τενόριο Τζούνιορ και τη μυστηριώδη εξαφάνισή του στο Μπουένος Αϊρες. «Τι σημαίνει στην πράξη ο χαρακτηρισμός νεονουάρ animated docudrama;» τον ρωτώ. «Τίποτε», απαντάει. «Ενα από τα πράγματα που μου αρέσουν σε αυτή την ταινία είναι ότι, όπως η ζωή, δεν ανήκει σε κάποιο συγκεκριμένο είδος. Στο προωθητικό teaser που μου ζητήθηκε να φτιάξω, έγραψα: “Ενα μουσικό πολιτικό θρίλερ ντοκιμαντέρ κινουμένων σχεδίων”. Στην πραγματικότητα είναι ταινία τεκμηρίωσης, δηλαδή αφηγείται κάτι απολύτως αληθινό, αλλά έχω εισαγάγει στην πλοκή κάποιους φανταστικούς χαρακτήρες. Οπως ο δημοσιογράφος – αφηγητής που είναι πραγματικός κατά το ήμισυ, επειδή κατά κάποιον τρόπο είναι το alter ego μου».
Μουσικά άλμπουμ
Ολα ξεκίνησαν πριν από 20 χρόνια. Ο Τρουέμπα έκανε τότε μια ταινία στη Βραζιλία και την ίδια περίοδο επανακυκλοφορούσαν όλα τα μουσικά άλμπουμ του ’60. «Αρχισα λοιπόν να αγοράζω, επειδή είμαι τρελός με την ορχηστρική τζαζ μουσική. Ετσι ανακάλυψα τον πιανίστα Τενόριο Τζούνιορ. Ηξερα ότι υπήρχε ένας μόνο δίσκος με το όνομά του, αλλά ήταν από χρόνια εξαντλημένος», θυμάται ο σκηνοθέτης. Τελικά κατάφερε να βρει ένα αντίτυπο μέσω Τόκιο. «Από εκεί και πέρα έπαθα μια εμμονή μαζί του, αναζητώντας τι του συνέβη», προσθέτει.
Οταν ολοκλήρωσε την έρευνα, είχε στα χέρια του 150 συνεντεύξεις, κυρίως στη Βραζιλία, αλλά επίσης αρκετές στην Αργεντινή, μερικές στις ΗΠΑ και μια-δύο στην Ευρώπη. «Δεν ήθελα να κάνω ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ, γιατί έμοιαζε με παρουσίαση της ιστορίας ενός αγνοούμενου, ενός νεκρού. Αυτό δεν θα ήταν δίκαιο για τον Τενόριο. Η ζωή δεν ήταν καλή μαζί του, γι’ αυτό αποφάσισα να τον ανακαλέσω μέσα από τη μουσική του. Ο Τενόριο υπήρξε το θύμα μιας στυγνής δικτατορίας, αλλά πριν από αυτό υπήρξε σπουδαίος καλλιτέχνης», λέει ο Τρουέμπα.
Η σωστή «γλώσσα», λοιπόν, για να διηγηθεί την ιστορία του ήταν το animation. Με τη βοήθεια του φίλου και σχεδιαστή Χαβιέρ Μαρισκάλ έφτιαξαν εκ νέου τη Βραζιλία του ’60 και του ’70 και δημιούργησαν όλα τα μπαρ και τα κλαμπ του Ρίο ντε Τζανέιρο που δεν υπάρχουν πια. «Ετσι “είδα” τον Τενόριο να παίζει και πάλι», λέει ο σκηνοθέτης. «Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να μιλήσω για μια υπέροχη, πρωτοποριακή μουσική εποχή, αλλά και για τη φρίκη των λατινοαμερικανικών δικτατοριών, δηλαδή για την ομορφιά και την τέχνη αφενός και αφετέρου για τον φόβο, την παράνοια, τη βία».
Τον ρωτάμε εάν υπάρχουν ακόμη ζωντανά κάποια ίχνη εκείνης της περιόδου και απαντά θετικά. «Αλλά η νέα γενιά δεν γνωρίζει τίποτε για τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, ούτε για την καταπληκτική βραζιλιάνικη μουσική σκηνή του ’70», προσθέτει. «Είμαι ευτυχής όταν παρακολουθούν την ταινία νέοι. Ο μόνος τρόπος για να καταλάβει κανείς το παρόν, είναι να γνωρίζει το παρελθόν. Ο Ισπανός φιλόσοφος Τζορτζ Σανταγιάνα είχε πει πως “οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το παρελθόν, είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν”».