Μεταξύ Αθήνας και Ρεθύμνου, όπου διδάσκει Εγκληματολογία και Εγκληματολογική Ψυχολογία στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Κρήτης, η Ολγα Θεμελή δέχθηκε πριν από λίγους μήνες ένα αίτημα σχετικό με την «υπόθεση του Κολωνού», μία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια στη χώρα. Θεωρούμενη η πλέον ειδική στις καταθέσεις ανήλικων θυμάτων, η συγγραφέας δύο σχετικών βιβλίων («Τα παιδία καταθέτει», «Παιδιά χαμένα στην κατάθεση») και ιθύνων νους πίσω από τη διαμόρφωση του πρωτοκόλλου δικανικής συνέντευξης ανηλίκων που θεσμοθέτησε η Ελλάδα το 2019, κλήθηκε να δει τις βιντεοσκοπημένες καταθέσεις του ανήλικου κοριτσιού και να τοποθετηθεί πάνω στην αλήθεια και την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, με βάση τα διεθνώς επιστημονικά αποδεκτά κριτήρια. Η ίδια μίλησε στην «Κ» για το αποτύπωμα της πολύκροτης δίκης αλλά και την επιστημονική γνώση που η ελληνική Πολιτεία οφείλει να ενσωματώσει στο δικαιικό της σύστημα προκειμένου να προστατεύσει τα παιδιά.
– Κυρία Θεμελή, παρακολουθήσατε στενά την «υπόθεση του Κολωνού» ως εμβληματική για την παιδική προστασία στη χώρα μας. Γιατί είναι σημαντική η δικαστική απόφαση;
H αποκάλυψη της σεξουαλικής κακοποίησης είναι μια ιδιαίτερα πολυσύνθετη, χρονοβόρα και ψυχοφθόρα διαδικασία, η οποία σπάνια επιλέγεται από τα θύματα. Eίναι αξιοσημείωτο ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των ανήλικων θυμάτων, είτε καθυστερούν χρόνια την αποκάλυψη της τραυματικής τους εμπειρίας ή την αποκρύπτουν διά βίου, θεωρώντας ότι αυτή είναι και η ασφαλέστερη καταφυγή. Είναι σαν να τους στέλνει ή ίδια η Πολιτεία το μήνυμα: Μη μιλήσεις.
Η εν λόγω απόφαση είναι ένα ηχηρό κάλεσμα προς όλα τα θυματοποιημένα παιδιά που φοβούνται, ντρέπονται, διστάζουν, εκφοβίζονται ή αποθαρρύνονται να αποκαλύψουν τη σεξουαλική τους παραβίαση, να μιλήσουν.
Η συγκεκριμένη απόφαση αναμφίβολα έλαβε υπόψη της το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού (άρθρο 3, Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού), το οποίο καθορίζεται ως η κατευθυντήρια και η θεμελιώδης αρχή όλων των αποφάσεων της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας που το αφορούν. Και βέβαια η εν λόγω απόφαση είναι ένα ηχηρό κάλεσμα προς όλα τα θυματοποιημένα παιδιά που φοβούνται, ντρέπονται, διστάζουν, εκφοβίζονται ή αποθαρρύνονται να αποκαλύψουν τη σεξουαλική τους παραβίαση, να μιλήσουν. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο από όλα.
Δεν είναι η απειλή των αυστηρών ποινών που θα οδηγήσει ένα ανήλικο θύμα στην αποκάλυψη της κακοποίησής του, αλλά η λήψη μέτρων προστασίας του ευτελισμού της αξιοπρέπειάς του και της προσβολής της ιερότητας της ηλικίας του. Είναι η εμπέδωση και η έμπρακτη εφαρμογή των εννοιών της ασφάλειας, της εμπιστοσύνης και της βεβαιότητας του δικαίου. Για όλους τους παραπάνω λόγους πρόκειται πράγματι για μια εμβληματική απόφαση.
– Κληθήκατε να δείτε τις βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις της 12χρονης και να καταθέσετε στο δικαστήριο ως μάρτυρας ειδικών γνώσεων. Τι κομίζει η επιστημονική γνώση στη συγκεκριμένη περίπτωση;
Δυστυχώς μέχρι σήμερα τα παιδιά θεωρούνται στο δικό μας δικαιΐκό σύστημα ως οι κατ’ εξοχήν αναξιόπιστοι μάρτυρες, ιδίως όταν δεν υπάρχουν ιατροπαθογνωμικά ευρήματα ή άλλο αποδεικτικό υλικό. Η επιστημονική ωστόσο κοινότητα έχει διαψεύσει τον μύθο αυτό, αποδεικνύοντας ότι ακόμα και οι ανήλικοι της προσχολικής ηλικίας, εκείνοι με νοητικές δυσκολίες ή από διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο, μπορεί να είναι το ίδιο αξιόπιστοι με έναν ενήλικα. Είναι στην απόλυτη ευθύνη του επαγγελματία που λαμβάνει την κατάθεση, να γίνει αφενός μεν προσαρμογή της όλης διαδικασίας στο αναπτυξιακό στάδιο, τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του εξεταζόμενου παιδιού, αφετέρου δε ορθή χρήση του εξειδικευμένου δομημένου δικανικού πρωτοκόλλου.
Γνωρίζουμε επιστημονικά τη σημασία:
α) της λογικής ακολουθίας και της χρονικής αλληλουχίας στην αφήγηση των συμβάντωνβ) της συνοχής και της συνεκτικότητάς τουςγ) της ανάκλησης πλούσιου όγκου πληροφοριών και πολλών λεπτομερειών που δεν θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα «κατασκευής» εάν δεν υπήρχε η βιωμένη εμπειρίαδ) της ακρίβειας στην περιγραφή τους –υπό την παιδική μάλιστα οπτική– με λέξεις και εκφράσεις που ταιριάζουν στο εν λόγω αναπτυξιακό στάδιοε) της σταθερότητας και της συνέπειας των ανακαλούμενων συμβάντων ακόμα και σε επαναλαμβανόμενες καταθέσεις
«Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στις καταθέσεις της ανήλικης πληρούνται όλα τα παραπάνω κριτήρια, αποδεικνύοντας περίτρανα την αλήθεια των ισχυρισμών της».
Από την ενδελεχή μελέτη των πέντε βιντεοσκοπημένων καταθέσεων της ανήλικης και την ποιοτική ανάλυση του λόγου της –με βάση τα διεθνώς επιστημονικά αποδεκτά κριτήρια– προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί της είναι στο σύνολό τους, δίχως καμία απολύτως αμφιβολία, αληθείς και αξιόπιστοι. Είναι για παράδειγμα ενδεικτική και ιδιαίτερα χαρακτηριστική η ανατριχιαστικά λεπτομερής περιγραφή του οίκου ανοχής στον οποία συναντά τους θύτες της, καθώς και η ενδελεχής αναφορά στους ίδιους (όπως π.χ. πληροφορίες για τη μάρκα και το χρώμα του αυτοκινήτου που διέθεταν, την επαγγελματική και οικογενειακή τους κατάσταση, κ.ά.). Eπίσης, η ικανότητα της λεπτομερούς αναπαραγωγής των διαλόγων μεταξύ του ίδιου του παιδιού και των «πελατών», η αβίαστη ροή του λόγου της, οι αυθόρμητες προσθήκες με λεπτομέρειες που ανακαλούνται κατά τη διάρκεια της αφήγησης, η μεγάλη διστακτικότητα, ντροπή και συστολή κατά την επιλογή των κρίσιμων λέξεων στη διάρκεια της περιγραφής της παραβίασής της, καθώς και η αξιοσημείωτη σταθερότητα και η συνέπεια σε σημεία επανάληψης ερωτήσεων εξαιρετικής σημασίας (σχετικών π.χ. με τα ονόματα προσώπων, την αναγνώρισή τους από φωτογραφίες, τον τόπο που έλαβε χώρα το συμβάν, τη φύση και την περιγραφή της πράξης, τον αριθμό συναντήσεων κ.ά.), επιβεβαιώνουν αναμφίβολα το αληθές των λεγομένων της ανήλικης.
Τέλος, σε αυτό συνηγορεί τόσο η γλώσσα του σώματος όσο και οι λεκτικές αποδόσεις των συναισθημάτων της. Ενα αμήχανο χαμόγελο σε όλη τη διάρκεια των καταθέσεων πίσω από το οποίο προσπαθεί να διασκεδάσει και να κρύψει όλο τον φόβο και την ανασφάλειά της, παλάμες που λες και θα ματώσουν από το έντονο μεταξύ τους τρίψιμο, άκαμπτο σώμα, ιδιαίτερη δυσκολία στη χρήση λέξεων που σχετίζονται με την κακοποίηση, προσπάθεια αποφυγής περιγραφής από έντονη ντροπή και πόνο, των πιο επώδυνων στιγμών της σεξουαλικής του παραβίασης. Σε κάποια μάλιστα σημεία της κατάθεσης, η επαγγελματίας αναγκάζεται να διακόψει τη διαδικασία, προτείνοντας να γίνει ένα διάλειμμα προκειμένου να ενισχύσει ψυχοσυναισθηματικά το θύμα το οποίο δυσκολεύεται να συνεχίσει την κατάθεσή του ενθυμούμενο την τραυματική του εμπειρία.
Ολα τα προαναφερθέντα καταμαρτυρούν τον υπέρμετρο ψυχικό τραυματισμό που αναβιώνει η ανήλικη κατά τη διάρκεια ανάκλησης των πιο δραματικών στιγμών της παραβίασης, επιβεβαιώνοντας την αναμφίβολη αλήθεια των ισχυρισμών της.
– Παρά όμως την αλήθεια των ισχυρισμών, τέθηκε το θέμα της συναίνεσης. Μπορούμε να μιλάμε για συναίνεση από ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας;
Για ποια συναίνεση μιλάμε σε μια εξ ορισμού ασύμμετρη «σχέση»; Σε μια «σχέση» ενός άντρα 55 ετών και ενός κοριτσιού που πηγαίνει μόλις στην έκτη δημοτικού; Ενός επιχειρηματία και ενός παιδιού που ζει σε συνθήκες πλήρους ένδειας και μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με πολλαπλά ρήγματα, δίχως καμία απολύτως υποστήριξη; Υπάρχει άραγε συναίνεση όταν η εξουσιολαγνεία, η χειραγώγηση, η παγίδευση, η κατάχρηση και ο εκφοβισμός, αφαιρoύν κάθε δυνατότητα παραμικρής αντίδρασης από το ανήλικο θύμα; Οταν έχουν δημιουργηθεί συνθήκες καθυπόταξης που οδηγούν ένα παιδί σε πλήρη απόγνωση, ψυχικό κατακερματισμό και σε μια άνευ όρων υποταγή; Πώς θα γλιτώσει ένα παιδικό σώμα, αδιαμόρφωτο κλαράκι ακόμα, όταν ακινητοποιείται από τη ρώμη ενός αντρικού ενήλικου σώματος; Oταν ισοπεδώνεται από τον οδοστρωτήρα που περνάει από πάνω του; Oταν το άγουρο ακόμα κορμί «παγώνει» και η ψυχή ακρωτηριάζεται; Για ποια αντίδραση συνεπώς μπορεί να γίνει λόγος όταν υπάρχει η αναμφίβολη σωματική και κοινωνική υπεροχή του δράστη; Ή μήπως τίθεται ζήτημα συναίνεσης όταν λίγο πριν τη «συνεύρεση» έχει γίνει επίδειξη όπλων και μαχαιριών σε ένα κορίτσι που έως τότε απλά πήγαινε στο σχολείο, έπαιζε με συνομηλίκους της στην πλατεία της γειτονιάς της και έκανε ποδήλατο;
– Στο τελευταίο βιβλίο σας αναφέρεστε εκτενώς στις τακτικές της αποπλάνησης των παιδιών από τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων όπως έχουν καταγραφεί και μελετηθεί από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σε βάθος χρόνου. Στην Ελλάδα έχουμε ενσωματώσει αυτή τη γνώση στο δικαιικό μας σύστημα;
H δική μας δικαιοταξία βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο όσον αφορά την αναγνώριση της αποπλάνησης ανηλίκων, την κατανόηση της όλης διαδικασίας και την αντίληψη του κινδύνου που ενέχει η «στρατηγική» αυτή συμπεριφορά όχι μόνο για την ανηλικότητα αλλά και για μια ολόκληρη πολιτεία που ενδέχεται εύκολα να εξαπατηθεί. Είναι ανάγκη επιτακτική η χάραξη μιας νέας αντεγκληματικής πολιτικής, με την παράλληλη ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση τόσο των παιδιών, όσο και των επαγγελματιών του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης. Μόνο με το τρόπο αυτό είναι δυνατό να αλλάξουν οι ευρέως διαδεδομένες λανθασμένες αντιλήψεις για τη σεξουαλική παραβίαση και τους δράστες της και να ενημερωθεί αξιόπιστα η κοινωνία.
Σε αντίθετη περίπτωση, τα θύματα θα εξακολουθούν να μην αποκαλύπτουν τη θυματοποίησή τους, οι ισχυρισμοί τους θα συνεχίσουν να αμφισβητούνται και να θεωρούνται αναξιόπιστοι, οι δράστες θα επαναλαμβάνουν τις άνομες συμπεριφορές τους και το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, αδυνατώντας να αναγνωρίσει τις τακτικές αποπλάνησης, θα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, επαναθυματοποίωντας και επανατραυματίζοντας τα θύματα ξανά και ξανά.
– Τι εννοούμε με τον όρο αποπλάνηση;
Ο όρος αποπλάνηση (grooming) αναφέρεται στη σκόπιμη προπαρασκευαστική διαδικασία που περιλαμβάνει τη «φροντίδα», την «περιποίηση», την εξαπάτηση, τη χειραγώγηση, τον εγκλωβισμό, το δελεασμό, την υποταγή και τελικά την προδοσία και την «υφαρπαγή» ό,τι πιο ιερού έχει ένα παιδί. Στην πράξη, πρόκειται για μια πλειάδα τακτικών χειραγώγησης με στόχο την απευαισθητοποίηση του παιδιού σε σεξουαλικά κακοποιητικές συμπεριφορές. Η απόκτηση μιας σχέσης βαθιάς εμπιστοσύνης, η οποία μειώνει τον κίνδυνο αποκάλυψης της πράξης και παράλληλα αυξάνει τις πιθανότητες παγίδευσης και σεξουαλικής παραβίασης, αποτελεί –κατά κοινή ομολογία των ερευνητών– κύριο συστατικό στοιχείο της αποπλάνησης. Επιπλέον, η αποπλάνηση αποτελεί μια διαδικασία με στάδια, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την επιλογή του θύματος, την απόκτηση πρόσβασης σε αυτό, τη δημιουργία μιας βαθιάς σχέσης εμπιστοσύνης και τη διατήρηση της μυστικότητας με τακτικές απειλών και εκφοβισμού, ακόμα και μετά την κακοποίησή του.
Ο δράστης φροντίζει πολύ πριν προβεί στις άνομες πράξεις του, να καταστεί ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας, άξιο σεβασμού, υπεράνω πάσης υποψίας
Είναι μια δυναμική, πολύπλοκη, μεταβαλλόμενη και συγκεκαλυμμένη διαδικασία που βασίζεται στη διαρκή αλληλεπίδραση θύτη – θύματος, η οποία συχνά μάλιστα είναι δύσκολο να διακριθεί από τις συνήθεις και αθώες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Αρχικά πολλές συμπεριφορές που χρησιμοποιούν οι δράστες, μοιάζουν αρκετά με τις συμπεριφορές που παρατηρούνται σε φυσιολογικές σχέσεις ενηλίκων-παιδιών (π.χ. η παροχή δώρων ή άλλων προνομίων, έκφραση συναισθημάτων αγάπης κ.ά.). Αυτό είναι και το ύπουλο εκείνο στοιχείο που εξαπατά τα θύματα. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί ότι ο δράστης δεν αποπλανά, δεν εξαπατά μόνο το θύμα του ψυχολογικά και σωματικά. Αποπλανά παράλληλα τόσο την οικογένειά του όσο και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
– Με ποιους τρόπους;
Η διεθνής βιβλιογραφία έχει εντοπίσει πέντε σημαντικές κατηγορίες στρατηγικών προετοιμασίας για τη σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού, αποδεικνύοντας την πολυσύνθετη φύση του φαινομένου. Η πρώτη αφορά την προετοιμασία επιλογής και καθυπόταξης του θύματος («child sexual grooming»). Η δεύτερη, περιλαμβάνει όλες εκείνες τις τεχνικές στις οποίες καταφεύγει ο δράστης, προκειμένου να «φροντίσει» την εικόνα του έτσι ώστε να είναι έτοιμος να εξαπατήσει, να δικαιολογήσει ή ακόμα και να αρνηθεί τις συμπεριφορές του, στην περίπτωση κατά την οποία θα κατηγορηθεί για αυτές («self-grooming»). H τρίτη συνδέεται με την οικογένεια του θύματος και τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, οι οποίες αποσκοπούν στη διευκόλυνση πρόσβασης του θύτη στον στόχο του και τη μείωση των πιθανοτήτων αποκάλυψης της αλήθειας («familial grooming»). Στην επόμενη κατηγορία ανήκουν όλες εκείνες οι τακτικές και συμπεριφορές που στοχεύουν στην εξαπάτηση της κοινωνίας, καθώς ο δράστης φροντίζει πολύ πριν προβεί στις άνομες πράξεις του, να καταστεί ένα ευυπόληπτο μέλος της, άξιο σεβασμού, υπεράνω πάσης υποψίας («community grooming»).
Ο θύτης μπορεί να επιδιώξει την καταξίωση και την αναγνώρισή του μέσα από θεσμικές, εθελοντικές, φιλανθρωπικές, αθλητικές και άλλες δράσεις οι οποίες του εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση σε πολλά παιδιά εκμεταλλευόμενος σε πολλές περιπτώσεις την ιδιαίτερη ευαλωτότητα του θύματος
Τέλος, ο θύτης μπορεί να επιδιώξει την καταξίωση και την αναγνώρισή του μέσα από θεσμικές, εθελοντικές, φιλανθρωπικές, αθλητικές και άλλες δράσεις οι οποίες του εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση σε πολλά παιδιά εκμεταλλευόμενος σε πολλές περιπτώσεις την ιδιαίτερη ευαλωτότητα του θύματος, την απουσία οικογένειας ή την ανεπάρκειά της και τις αδυναμίες, την έλλειψη οργάνωσης και τα θεσμικά «κενά» της Πολιτείας.
– Η εξαπάτηση της κοινωνίας στην οποία αναφερθήκατε έχει να κάνει και με λανθασμένες αντιλήψεις για το «προφίλ» του θύτη;
Πολύ συχνά, η υψηλή κοινωνική θέση του θύτη αποτελεί ένα πρόκριμα, ένα ιδανικό προσωπείο εξαπάτησης της κοινότητας προκειμένου να καταφέρει να επιλέξει, να καθυποτάξει και να παραβιάσει τα θύματά του. Αξίζει να τονιστεί ότι τα παιδιά περιγράφουν σε αφηγήσεις τους κατά την ενήλικη ζωή τους, τους δράστες ως πρόσωπα με μια άριστη δημόσια εικόνα και πολλά χαρακτηριστικά που τους καθιστούν αξιοσέβαστους: έντιμοι οικογενειάρχες, θρησκευόμενοι, ευγενικοί, πρόθυμοι, φιλικοί, επικοινωνιακοί, σκληρά εργαζόμενοι, κάτοχοι υψηλών θέσεων ή ακόμα και σημαντικών βραβείων της Πολιτείας κ.ά.
Σκόπιμα δε επιλέγουν παιδιά με ιδιαίτερη ευαλωτότητα, όπως εκείνα τα οποία ζουν υπό συνθήκες ένδειας και ακραίας φτώχειας, ή σε μονογονεϊκές οικογένειες, εκείνα των οποίων η φροντίδα έχει ανατεθεί σε τρίτους, όσα μεγαλώνουν σε ιδρύματα ή σε οικογένειες με ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας, ψυχικής υγείας, εθισμού σε ουσίες ή στο αλκοόλ, όπου κυριαρχεί η δυσαρμονία, η αδιαφορία, η βία, η σύγκρουση, ο φόβος και η ανασφάλεια. Οι θύτες επίσης εντοπίζουν ανηλίκους που νιώθουν παραμελημένοι, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, βιώνουν κοινωνική απομόνωση, μοναξιά, έντονη ανασφάλεια και ως εκ τούτου έχουν μεγάλη ανάγκη για στοργή και αποδοχή. Ανήλικοι με ιστορικό σεξουαλικής ή και άλλης μορφής κακοποίησης, έχουν επίσης αυξημένες πιθανότητες επαναθυματοποίησης, καθώς τείνουν να επιλέγονται συχνότερα από τους θύτες. Εύκολη βορά αποτελούν και τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, οι προσφυγές, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι ανήλικοι Pομά.
Η θυματοποίηση είναι πιο πιθανή όταν οι δράστες εκπροσωπούν για τα παιδιά πρόσωπα ιδιαίτερης εξουσίας, καλής δημόσιας εικόνας και φαίνεται να είναι υπέρ πάσης υποψίας «αξιοσέβαστοι» ενήλικες.
Η διεθνής μάλιστα έρευνα αποδεικνύει ότι η θυματοποίηση όλων των παραπάνω παιδιών είναι πιο πιθανή όταν οι δράστες εκπροσωπούν για τα παιδιά πρόσωπα ιδιαίτερης εξουσίας, καλής δημόσιας εικόνας και φαίνεται να είναι υπέρ πάσης υποψίας «αξιοσέβαστοι» ενήλικες, όπως αναγνωρισμένοι κοινωνικά επαγγελματίες, εύποροι γείτονες κ.ά. Το παιδί διαμορφώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο, έναν εξαιρετικά ισχυρό δεσμό με τον θύτη του, μια βαθιά συναισθηματική σχέση την οποία δεν θέλει να χάσει, κάνοντας τα πάντα για να τη διατηρήσει, αδυνατώντας να αρνηθεί την ικανοποίηση ακόμα και των πιο ειδεχθών αιτημάτων του. Η διαρκής ανατροφοδότηση και η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της εμπιστοσύνης, αλλά και του θαυμασμού του προς στον ενήλικα –με τον οποίο τελικά ταυτίζεται– το οδηγεί ολοένα και περισσότερο στην παγίδευσή του, στο «αλιευτικό δίχτυ» στο οποίο το ενέπλεξε και στη δημιουργία μιας αναπόδραστης πια κατάστασης.
Δίνοντας την εικόνα ενός χαρισματικού, γοητευτικού και καλοπροαίρετου ενήλικα εύκολα κερδίζουν και την εμπιστοσύνη του περιβάλλοντος του παιδιού, που αποτελεί έναν παράλληλο για εκείνους στόχο. Πρόκειται αναμφίβολα για μια σαγηνευτική προσωπικότητα ή οποία όπως έχει υποστηριχθεί, έχει ταυτιστεί με τον ναρκισσισμό. Τα παιδιά-θύματα βιώνουν παράλληλα και μια ιδιότυπη ψυχική αιχμαλωσία η οποία τα οδηγεί σε μια κατάσταση μαθημένης αβοηθησίας, παθητικότητας και πλήρους χειραγώγησης. Αναμφίβολα, η επίδραση της σαγήνης είναι καταστροφική για το θύμα.
Αλλά κι όταν ακόμα τα θύματα αποφασίσουν να αποκαλύψουν τα δεινά τα οποία έχουν υποστεί, ο δράστης εκμεταλλευόμενος την ισχυρή κοινωνική του θέση και επιρροή θα φροντίσει για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας τους, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για τη διάδοση ψευδών και αναξιόπιστων κακόβουλων πληροφοριών μη διστάζοντας να επιρρίψει την ευθύνη ακόμα και σε αυτά τα ίδια.