Ρικάρντο Μάσι στην «Κ»: Η φωνή έχει πάντα την τελευταία λέξη

Ρικάρντο Μάσι στην «Κ»: Η φωνή έχει πάντα την τελευταία λέξη

Ο Ιταλός τενόρος μιλάει για τον ρόλο του στην «Τόσκα» του Πουτσίνι, που θα ανέβει στο Ηρώδειο τον Ιούνιο

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ιταλός τενόρος Ρικάρντο Μάσι θα τραγουδήσει τον ρόλο του συμπαθέστατου ζωγράφου Μάριο Καβαραντόσι στην παραγωγή της πασίγνωστης και δημοφιλέστατης όπερας του Τζάκομο Πουτσίνι (1858-1924) «Τόσκα» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) στο θέατρο Ηρώδου Αττικού. Μάλιστα, δηλώνει ότι αν κάποιος που δεν έχει ξαναπάει στην όπερα και τον ρωτούσε ποια θα έπρεπε να παρακολουθήσει για πρώτη φορά, θα απαντούσε ανεπιφύλακτα: «Μα την “Τόσκα”, φυσικά!».

Γιατί; Διότι, όπως εξηγεί, «είναι ιδανική για να προσεγγίσει κανείς την όπερα για πρώτη φορά. Είναι μια όπερα πολύ “κινηματογραφική”, είναι γρήγορη και άμεση, όπως μια ταινία και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως ένα θρίλερ: είναι γεμάτη σασπένς. Η πλοκή της εκτυλίσσεται μέσα σε μία ημέρα, για την ακρίβεια, σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες, και είναι, γενικά, μια σχετικά σύντομη όπερα. Διαρκεί περίπου δύο ώρες και η δράση της είναι πολύ συμπυκνωμένη. Επίσης περιέχει όλα τα είδη θεάτρου. Η πρώτη πράξη της είναι σκέτη κωμωδία –με τον Σακρεστάνο, τη ζήλια της Τόσκας και το παιχνίδι του Σκάρπια–, η δεύτερη πράξη συνιστά πεμπτουσία του δράματος, ενώ η τρίτη πράξη πια είναι η απόλυτη τραγωδία. Σε αυτήν την όπερα επίσης συναντάμε τη μεγαλύτερη θνησιμότητα από σε οποιαδήποτε άλλη. Πεθαίνουν όχι μόνον οι τρεις πρωταγωνιστές αλλά και ο δευτεραγωνιστής Αντζελότι. Δηλαδή, έχουμε μέσα σε ένα έργο, μια όπερα κωμωδία, δράμα και τραγωδία…».

Οσο για τον ρόλο του Καβαραντόσι, πρόκειται για έναν από τους δύο πιο αγαπημένους του ήρωες του Πουτσίνι. «Ο άλλος είναι ο Ιππότης Ντε Γκριέ στη “Μανόν Λεσκό”, που λατρεύω γιατί αγαπάει την ηρωίδα με όλο του το είναι, χωρίς προϋποθέσεις. Παρότι ξέρει ότι δεν μπορεί να τη σώσει από τον εαυτό της, δεν εγκαταλείπει το όνειρό του. Πρόκειται για ιστορία ενός έρωτα τόσο δυνατού και συγκλονιστικού, που στο τέλος καταστρέφει και τους δύο. Οσον αφορά τον Καβαραντόσι, τον λατρεύω γιατί είναι καλλιτέχνης, ιδεαλιστής, επαναστατικός, εναντιώνεται απέναντι στην απόλυτη εξουσία και σε ό,τι αυτή συνεπάγεται. Φωνητικά το πρόβλημα είναι ότι οι δύο δημοφιλέστατες άριές του έχουν τραγουδηθεί από τους μεγαλύτερους τενόρους σε όλες τις εποχές και πιο πρόσφατα από τον Κορέλι και τον Παβαρότι, οι οποίοι ανέβασαν τον πήχυ τόσο ψηλά, ώστε το μόνο που απομένει για σένα είναι να προσπαθήσεις να τις τραγουδήσεις όσο καλά μπορείς, τελεία και παύλα.

Επίσης, όπως πάντα στον Πουτσίνι, η ορχήστρα είναι τόσο μεγάλη και η ενορχήστρωση τόσο πυκνή ώστε, αν δεν είναι στα χέρια ενός έμπειρου μαέστρου, κινδυνεύει να καλύψει τις φωνές. Ομως η απόλαυση σε τούτο τον ρόλο είναι ότι απαιτεί μια τεράστια παλέτα ηχοχρωμάτων και αποχρώσεων – από την ηρωική κραυγή “Βιτόρια” (Νίκη) της δεύτερης πράξης έως τις τρυφερές αποχρώσεις του ερωτευμένου εραστή στις άλλες δύο. Στην τελευταία πράξη ασφαλώς ξέρει ότι θα πεθάνει. Ως επαναστάτης, γνωρίζει πολύ καλά τους μηχανισμούς καταστολής της εξουσίας και την ιστορία του Κόμητα Παλμιέρι.

Ρικάρντο Μάσι στην «Κ»: Η φωνή έχει πάντα την τελευταία λέξη-1
Ο ρόλος του Μάριο Καβαραντόσι, λέει ο Ρικάρντο Μάσι, είναι ένας από τους δύο πιο αγαπημένους του ήρωες του Πουτσίνι, με τον άλλο να είναι ο Ιππότης Ντε Γκριέ στη «Μανόν Λεσκό». [ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ]

Η Τόσκα, ωστόσο, δεν τους ξέρει και είναι πεπεισμένη πως θα τον έχει σώσει. Ζει στον κόσμο της τέχνης και της πίστης της στον Θεό (όπως τραγουδάει στην πασίγνωστη άριά της Vissi d’ arte) και ο Καβαραντόσι παίζει θέατρο για χάρη της, για να μην καταστρέψει τις τελευταίες τους στιγμές μαζί. Ακόμη και αντιμέτωπος με τον θάνατο, ο έρωτάς του για την Τόσκα προέχει. Είναι καταπληκτικός άνθρωπος και ακόμη περισσότερο στο έργο του Σαρντού, στο οποίο είναι βασισμένο το λιμπρέτο που ο Πουτσίνι έκοψε και συνέπτυξε για σκηνικούς λόγους».

Οπως σημειώνει ο Μάσι, το έργο του Σαρντού είχε προταθεί από τον ιστορικό οίκο Ρικόρντι στον Τζουζέπε Βέρντι, τον γίγαντα της ιταλικής όπερας. «Εκείνος ωστόσο», λέει ο Μάσι, «όντας ήδη σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν αισθανόταν σε θέση να συνθέσει άλλη όπερα μετά τον “Φάλσταφ”. “Γιατί δεν το προτείνετε σ’ αυτόν τον ταλαντούχο νέο, πώς τον λένε, Πουτσίνι νομίζω, ρώτησε τον Ρικόρντι”», απάντησε ο Βέρντι, περνώντας έτσι «τη φλόγα» στον διάδοχό του. Πάντα όμως αναρωτιέμαι τι θα είχε κάνει μ’ αυτή την ιστορία ο Βέρντι στα νιάτα του».

Ο Βέρντι και ο Πουτσίνι –«διαφορετικοί συνθέτες, διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές εποχές»– είναι οι δύο επικρατέστεροι συνθέτες στο ρεπερτόριο του Μάσι. Λατρεύει και τους δύο, αλλά αναγνωρίζει ότι ο Βέρντι είναι «υπεράνω όλων. Οι συνθέσεις του είναι μοναδικές. Κανείς, ούτε ο Μπελίνι ούτε ο Ντονιτσέτι, που και αυτοί ήταν αναμφισβήτητες μεγαλοφυΐες, δεν άγγιξε το βάθος των έργων του Βέρντι. Στον Βέρντι υπάρχει παντού η παρουσία του Θεού, της πατρίδας και της οικογένειας, και οι ερωτικές ιστορίες εκτυλίσσονται μέσα σ’ αυτό το φόντο. Και παντού βρίσκουμε τον πόνο, το βίωμα ενός ανθρώπου που είχε υποφέρει τρομερά με τον θάνατο της γυναίκας του και των δυο παιδιών του – έναν πόνο που όμως εκφράζεται με έναν ευγενή, αξιοπρεπή τρόπο, που αγγίζει άμεσα την καρδιά και την ψυχή του ακροατή.

Ο Πουτσίνι, από την άλλη, είναι κατεξοχήν “κινηματογραφικός” συνθέτης. Ο ρυθμός της γραφής του είναι πολύ γρήγορος, πολύ άμεσος και οι πλοκές των έργων του πολύ συμπυκνωμένες. Ακριβώς όπως συμβαίνει στον κινηματογράφο. Το θέμα όλων των έργων του είναι αποκλειστικά ο έρωτας. Ως άνθρωπος ήταν γλεντζές, του άρεσαν τα σπορ αυτοκίνητα, απολάμβανε στο έπακρο τις χαρές της ζωής και έγραφε μουσική μόνον όταν ήταν ερωτευμένος. Γι’ αυτό και η παραγωγή του δεν ήταν πληθωρική· έγραψε πολύ λιγότερες όπερες συγκριτικά με άλλους συνθέτες».

Επεισοδιακή πορεία

Η πορεία του Μάσι στην όπερα είναι ασυνήθιστη και, θα λέγαμε, επεισοδιακή. Γεννημένος σε ένα μικρό μεσαιωνικό χωριό στην επαρχία Μάρτσε της Ιταλίας, πάνω από το οποίο δεσπόζει ένα μεσαιωνικό κάστρο, τον κέντρισε από μικρό ο κόσμος των ιπποτών με τις κονταρομαχίες τους. «Με συνάρπαζε η μάχη σώμα με σώμα, ο συναγωνισμός ένας προς έναν». Αγάπησε όμως από μικρός και τη μουσική, ιδίως την όπερα, για την οποία οι γονείς του είχαν πάθος, και δηλώνει ότι «σ’ αυτούς χρωστώ την καριέρα μου». Οταν, τελειώνοντας το σχολείο, μετακόμισε στη Ρώμη για να σπουδάσει μουσική, μπόρεσε να συνδυάσει τα δύο πάθη μέσα από τα διάφορα επαγγέλματα που έκανε για να συντηρείται και να χρηματοδοτεί στις σπουδές του. Η σφριγηλή σωματική του διάπλαση τον καθιστούσε ιδανικό για φρουρό, σεκιούριτι και κασκαντέρ στον κινηματογράφο και πήρε μέρος μάλιστα σε ταινίες όπως οι «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Μάρτιν Σκορσέζε, το «Empire» του ABC, καθώς και στη σειρά «Ρώμη» του HBO.

«Η δουλειά μου τότε ήταν πολύ κουραστική, αλλά και πολύ διασκεδαστική· τη θυμάμαι με πολλή χαρά. Μάλιστα, όταν με πήραν τηλέφωνο να μου ανακοινώσουν ότι με δέχτηκαν για περαιτέρω σπουδές στην Ακαδημία της Σκάλας του Μιλάνου (με καθηγητές τον διακεκριμένο βαρύτονο Ρενάτο Μπρουζόν και τις υψιφώνους Μιρέλα Φρένι και Λουτσιάνα Σέρα), βρισκόμουν σε διάλειμμα από γυρίσματα στην Τσινετσιτά, ντυμένος σαν βάρβαρος και μακιγιαρισμένος με αίματα σε όλο μου το σώμα».

Αν κάποιος που δεν έχει ξαναπάει στην όπερα τον ρωτούσε ποια θα έπρεπε να παρακολουθήσει για πρώτη φορά, θα απαντούσε: «Μα την “Τόσκα”, φυσικά!».

Φυσικά έσπευσε στο Μιλάνο και ήταν ένας από τους έντεκα τυχερούς που επέλεξαν από εννιακόσιους υποψηφίους. Αποδίδει αυτή την επιλογή στη εξαιρετική διδαχή και προετοιμασία με τον δάσκαλό του Ντέιβιντ Χολμς, ο οποίος για πέντε χρόνια του δίδαξε τη βάση, το άλφα και το ωμέγα, της φωνητικής τεχνικής που βασίζεται στη σωστή αναπνοή. Και τονίζει ότι η σωματική διάπλαση που απαιτούσε η δουλειά του ως κασκαντέρ είναι επίσης πολύ χρήσιμη στο τραγούδι. «Διότι το τραγούδι γίνεται με το σώμα, δεν γίνεται με τον λαιμό, όπως σωστά υποστήριζε και η μεγάλη Τζόαν Σάδερλαντ, την οποία θαύμαζε πολύ ο δάσκαλός μου, ο οποίος είχε επίσης διδάξει και τον τενόρο Βεριάνο Λουκέτι. Και το ν’ ακούμε τους δασκάλους μας είναι χρήσιμη συμβουλή για εμάς τους τραγουδιστές».

Ο Χολμς ήταν ο μοναδικός του δάσκαλος έως το 2007 που πήγε στη Σκάλα, όπου έκανε και το ντεμπούτο του το 2009 ως Ντον Χοσέ στην «Κάρμεν» του Μπιζέ, σε παραγωγή που κάλυψε ο Γιόνας Κάουφμαν, και λίγες εβδομάδες αργότερα στο Σαλέρνο ως Ρανταμές στην «Αΐντα» του Βέρντι, ρόλο-μασκότ σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του.

Εκτοτε έχει τραγουδήσει σχεδόν όλους τους ρόλους του Βέρντι (Αλβάρο στη «Δύναμη του πεπρωμένου», Ρικάρντο στον «Χορό μεταμφιεσμένων», Γκαμπριέλε Αντόρνο στο «Σιμόν Μποκανέγκρα» κ.λπ.) σε όλα τα μεγάλα θέατρα. Προσδοκά με μεγάλη χαρά τον ρόλο του Κάνιο στους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο του χρόνου στο Μόναχο, αλλά το όνειρό του είναι μια μέρα να αξιωθεί να τραγουδήσει τον «Οθέλλο». «Θα περιμένω, ίσως μετά τα πενήντα, και αν αρέσει στη φωνή μου, θα το επιχειρήσω. Διότι η Μαέστρα, αυτή που πάντα έχει την τελευταία λέξη είναι η φωνή!».

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 1, 2, 6, 11 Ιουνίου 2024 «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT