Λορίνα Μακένιτ στην «Κ»: Δεν έγινα μισθοφόρος της μουσικής
λορίνα-μακένιτ-στην-κ-δεν-έγινα-μισθ-563069155

Λορίνα Μακένιτ στην «Κ»: Δεν έγινα μισθοφόρος της μουσικής

Η Καναδή τραγουδοποιός μιλάει για τις συναυλίες της και τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του «The Mask and Mirror»

Βαρβάρα Σαββίδη
Ακούστε το άρθρο

Ηρεμη, ζεστή και προσηνής, η Καναδή τραγουδοποιός Λορίνα Μακένιτ, η οποία συνδέθηκε με την άνθηση της world μουσικής κατά τη δεκαετία του ’90 μέσα από τις λυρικές συνθέσεις της με κέλτικες και ανατολίτικες αναφορές και την καθαρή σοπράνο φωνή της, στέκει μπροστά μου χαμογελαστή καθώς ξεκινάμε μέσω βίντεο τη συνέντευξη, με αφορμή τις επερχόμενες συναυλίες της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Είναι καθισμένη στο γραφείο της, το οποίο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1929, που έχει στην ιδιοκτησία της από το 2000. Εκεί εδρεύει επίσης το Falstaff Family Centre, που περιλαμβάνει ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο και μια ομάδα που ασχολείται με παιδιά που έχουν αυτισμό. «Πρόκειται για ένα φιλανθρωπικό δώρο, που έχω την τιμή να προσφέρω στην τοπική κοινότητα», λέει καθώς ξεκινάμε τη συζήτηση.

Η Λορίνα Μακένιτ είναι ο ορισμός της ανεξάρτητης καλλιτέχνιδος. Από τη δεκαετία του ’80 έχει τη δική της δισκογραφική, Quinlan Road, αυτοχρηματοδοτεί τους δίσκους της, δεν έχει μάνατζερ. «Είμαι η ίδια υπεύθυνη για την επιχειρηματική πλευρά της δουλειάς μου και σε αυτό με βοηθάει μια ομάδα καλών συνεργατών», αναφέρει. Συμπληρώνει μάλιστα πως δουλεύει καθημερινά στο γραφείο της από τις 9 έως τις 5 στη μικρή πόλη του Στράτφορντ όπου κατοικεί, περίπου 80 χιλιόμετρα από το Τορόντο. Αναρωτιέμαι αν αυτή η ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία ήταν μια συνειδητή απόφαση εξαρχής. «Νομίζω πως αυτό πηγάζει από το ότι μεγάλωσα σε μια μικρή αγροτική κοινότητα καταμεσής των καναδικών λιβαδιών και περνούσα πολύ χρόνο στη φάρμα των παππούδων μου. Η ανεξαρτησία και η αυτάρκεια βρίσκεται στην καρδιά της κουλτούρας των αγροτών». Εχοντας μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον, η αρχική της επιθυμία ήταν να γίνει κτηνίατρος, σύντομα όμως αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές της για τη μουσική.

Το πρώτο άλμπουμ

Αποφασισμένη να προχωρήσει, έπεισε τους γονείς της να της δανείσουν τα χρήματα που είχαν κρατήσει για τις σπουδές της, ώστε να χρηματοδοτήσει τον πρώτο της δίσκο, «Elemental», ποσό που κατάφερε να τους επιστρέψει λίγα χρόνια αργότερα. «Το 1985, όταν κυκλοφόρησα το “Elemental”, δεν γνώριζα ούτε τα ονόματα των δισκογραφικών. Είχα όμως ένα βιβλίο, με τίτλο “Πώς να φτιάξεις και να πουλήσεις τον δικό σου δίσκο” της Νταϊάν Ράπαπορτ, που ήταν η Βίβλος μου», αναφέρει. Παίζοντας μουσική στους δρόμους του Τορόντο και πουλώντας τις κασέτες του «Elemental», κατάφερε να συγκεντρώσει χρήματα για την επόμενη κυκλοφορία της, «κι έτσι μέσα σε πέντε χρόνια ανέπτυξα την ικανότητα να αυτοχρηματοδοτώ τους δίσκους μου». Εστησε την μπάντα με την οποία περιόδευε στον Καναδά κι εξασφάλισε συμφωνίες με τους πωλητές λιανικής και τους διανομείς των δίσκων της. «Το 1990 ήμουν πλέον αυτάρκης».

Πώς άραγε προέκυψε αυτή η σιγουριά για τον δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει; «Είχα αποφασίσει από νωρίς ότι δεν θα γινόμουν μισθοφόρος της μουσικής βιομηχανίας», απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη. «Εξακολουθώ να έχω την ψυχή του ανθρώπου που κάποτε ήθελε να γίνει κτηνίατρος. Ποτέ δεν με ενδιέφερε να γίνω τραγουδίστρια, δεν με γοήτευε η διασημότητα, και όλες αυτές οι παγίδες, ήθελα μια ζωή γεμάτη νόημα. Γνώριζα ότι έχω κάποιο μουσικό ταλέντο και ότι θα γινόμουν ένα πολύ δυστυχισμένο άτομο εάν παγιδευόμουν σε άλλες ατραπούς».

Ποτέ δεν με ενδιέφερε να γίνω τραγουδίστρια, δεν με γοήτευε η διασημότητα, και όλες αυτές οι παγίδες, ήθελα μια ζωή γεμάτη νόημα.

Το 1991 κυκλοφορεί τον τέταρτο δίσκο της, «The Visit», που περιλαμβάνει ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια της, το «Tango to Evora», που στην Ελλάδα αγαπήθηκε από την εκτέλεση της Χαρούλας Αλεξίου ως «Το τανγκό της Νεφέλης». Η αφορμή ωστόσο για τη φετινή περιοδεία της έρχεται από την επέτειο των 30 χρόνων από την κυκλοφορία του αμέσως επόμενου δίσκου της, «The Mask and Mirror». «Πρόκειται για τον πρώτο σημαντικό δίσκο όπου ξεκίνησα να εξερευνώ την ιστορία των Κελτών», εξηγεί, περιγράφοντας ότι στα 17 της ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την παραδοσιακή κέλτικη μουσική. «Ενιωσα μια έμφυτη έλξη, η οποία δεν σχετίζεται με την καταγωγή της οικογένειάς μου από τη Σκωτία και την Ιρλανδία».

Το 1991, αποφάσισε να εξερευνήσει την ιστορία των Κελτών, ταξιδεύοντας από την Ισπανία έως την έρημο του Μαρόκου. «Καθώς αναζητούσα να μάθω περισσότερα για την Ιστορία, τους πολιτισμούς και τους τόπους στους οποίους είχαν εγκατασταθεί οι Κέλτες, ρουφούσα αυτή τη γνώση σαν σφουγγάρι και στη συνέχεια τη μετουσίωνα στις συνθέσεις μου», λέει στη συζήτησή μας. «Στο επίκεντρο αυτής της εξερεύνησης υπάρχουν ορισμένες θεματικές, όπως το ερώτημα της διαφοράς μεταξύ πνευματικότητας και θρησκείας». Αναζητήσεις που καθρεφτίζονται στο «The Mask and Mirror» σε κομμάτια όπως το «The dark night of the soul», οι στίχοι του οποίου προέρχονται από ένα ποίημα του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού, που «ζούσε σε μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να έχεις απευθείας σχέση με τον Θεό σου, έπρεπε να έχεις έναν ιερέα ή κάποιον διαμεσολαβητή και αυτό το ποίημα πρότεινε κάτι το αμφιλεγόμενο».

Σαίξπηρ και Γέιτς

«Ποτέ δεν ένιωθα ότι η στιχουργική είναι το δυνατό μου σημείο», προσθέτει γελώντας, «προτιμούσα να στρέφομαι σε επιφανείς συγγραφείς, στους νεκρούς ποιητές, για μια πιο εκλεπτυσμένη οπτική». Ετσι, στο “The Mask and Mirror”, μελοποιεί επίσης ένα απόσπασμα από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ και το ποίημα “Two trees” του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. «Οι αρχαίοι Κέλτες είχαν βαθύ σεβασμό για τη φύση, είχαν μάλιστα αναπτύξει ένα αλφάβητο που βασιζόταν στις διαφορετικές ιδιότητες των δέντρων. Ενιωσα ότι τα κείμενα αυτά ταίριαζαν σε αυτή την πολύ ευρεία αναζήτηση του ζητήματος της πνευματικότητας, μιας και οι ιθαγενείς πληθυσμοί αντιμετωπίζουν τη φύση ως κάτι ιερό».

Μου αρέσει η αίσθηση της Αγοράς, με την αρχαιοελληνική έννοια

Με μια αντίστοιχη ιερότητα, αλλά και εικονοκλαστική, σχεδόν κινηματογραφική διάθεση, φαίνεται πως και η ίδια η Λορίνα Μακένιτ αντιμετωπίζει τη δημιουργική διαδικασία. Εχει γυρίσει τον κόσμο ερευνώντας ήχους και πολιτισμούς, ταξιδεύοντας επίσης στην Τουρκία, τη Μογγολία, την Κίνα, τη Ρωσία. Από τα ταξίδια αυτά συγκεντρώνει «αισθητικές εμπειρίες, είτε αυτό είναι το φως του ουρανού, η μυρωδιά του δρόμου ή οι γύρω ήχοι», όπως λέει.

Ταυτόχρονα, διαβάζει πολλή ιστορία και ταξιδιωτική λογοτεχνία. «Συχνά σκέφτομαι ότι αυτό που κάνω είναι μια μορφή μουσικής ταξιδιωτικής γραφής», αναφέρει. «Με αυτόν τον τρόπο, παίρνω μαζί μου τον κόσμο σε αυτό το ταξίδι αναζήτησης, μάθησης και ανακάλυψης». Οταν πλέον έρχεται η στιγμή που ηχογραφεί τις συνθέσεις της, «κάθε μουσικό όργανο, κάθε ρυθμός και τρόπος ερμηνείας πρέπει να ταιριάζουν με την εικόνα που ενέπνευσε το εκάστοτε κομμάτι». Ετσι, το δημοφιλέστατο «Mystic’s dream» από το «Mask and Mirror», της θυμίζει «την εικόνα των ανθρώπων που ακολουθούσα στην έρημο μες στη νύχτα και το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν τα φανάρια τους».

Της επισημαίνω ότι η διαδικασία με την οποία ερευνά το υλικό της, θυμίζει εθνομουσικολογική έρευνα. Συμφωνεί, αλλά υπογραμμίζει ότι δεν είναι ακαδημαϊκός, «απλώς κάποια που έχει μεγάλο πάθος για αυτά τα θέματα. Η εκπαίδευση και η μάθηση μπορούν να προκύψουν μέσα από διάφορες εμπειρίες και διαδρομές».

Η καριέρα μου αναπτύχθηκε σε μια άλλη εποχή και εκτοξεύθηκε εκεί στο 1998. Πλέον είμαι ένα είδος βίντατζ καλλιτέχνιδος.

Η πορεία που με τόση συνέπεια ακολουθεί στα 40 χρόνια της μουσικής της καριέρας, φαντάζει μοναχική. Η ίδια όμως προτιμά να την περιγράφει ως ξεχωριστή. «Ειδικά σε αυτή τη βιομηχανία που εξακολουθεί να είναι κατά κύριο λόγο ανδροκρατούμενη», όπως σημειώνει. «Με στενοχωρεί να βλέπω τη μουσική να μετατρέπεται σε εμπόρευμα μόδας. Εχω ξοδέψει πολύ χρόνο αναλογιζόμενη τον ρόλο που έχει παίξει η μουσική από ανθρωπολογική σκοπιά στα βάθη των αιώνων και πάντα με ενδιέφερε η παραδοσιακή μουσική ως κοινοτική εμπειρία, η σύνδεσή της με τελετές, γιορτές και παραδόσεις». Επισημαίνει επίσης ότι δεν καταναλώνει μουσική από τις διαδικτυακές πλατφόρμες. «Η ακρόαση μουσικής έχει γίνει μια ατομική εμπειρία που βιώνει ο καθένας μόνος με τα ακουστικά του. Εμένα μου αρέσει περισσότερο η αίσθηση της Αγοράς, με την αρχαιοελληνική έννοια», λέει γελώντας. Σήμερα, προσθέτει, «κάποια μουσικά είδη απλώς χάνονται, σαν ζώα υπό εξαφάνιση».

«Υπήρξα τυχερή»

Καθώς η συζήτηση φτάνει στο τέλος της, αναφέρει πως θα ήθελε να κάνει ένα νέο δίσκο, με αφορμή «ένα μεγάλο ερευνητικό ταξίδι που έκανα πριν από λίγα χρόνια στο Ρατζαστάν, από το οποίο έχω έναν πλούτο έμπνευσης», όμως τέτοια άλμπουμ έχουν πλέον ασύμφορο κόστος. «Εγώ είμαι εντάξει, δεν πρέπει να ανησυχεί κανείς για εμένα», λέει καθησυχαστικά, άλλωστε είναι μια χορτασμένη μουσικός, με εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων παγκοσμίως. «Υπήρξα πολύ τυχερή που η καριέρα μου αναπτύχθηκε σε μια άλλη εποχή και εκτοξεύθηκε εκεί στο 1998. Τώρα είμαι ένα είδος βίντατζ καλλιτέχνιδος. Ξέρω καλά πως αν ξεκινούσα σήμερα, δεν θα είχα τη δυνατότητα να καταφέρω όσα πέτυχα, διότι απλούστατα δεν υπάρχουν πλέον οι συνθήκες για κάτι τέτοιο».

Στις 26 Ιουνίου στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και στις 27 Ιουνίου στο Θέατρο Γης, στη Θεσσαλονίκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT