Ρέιτσελ Κασκ: «Θέλω να γράψω όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν»
ρέιτσελ-κασκ-θέλω-να-γράψω-όπως-οι-ζωγ-563085283

Ρέιτσελ Κασκ: «Θέλω να γράψω όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν»

Μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης λογοτεχνίας βρέθηκε στη Μάνη για ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής και συζήτησε με την Αμάντα Μιχαλοπούλου περί ζωής και βιβλίων

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Ακούστε το άρθρο

Η Ρέιτσελ Κασκ φοράει γυαλιά ηλίου κι ένα φουλάρι στον λαιμό. Είναι ψηλή, οστεώδης και αιθέρια – μοιάζει λίγο στην Όντρεϊ Χέπμπορν. Καθισμένη σε μια ροτόντα στη σκιά της συκιάς, στο κτήμα της Καρδαμύλης, μιλάει με το στόμα και με τα χέρια, με όλο της το σώμα, καθώς οι φοιτητές της σημειώνουν: 
«Όταν γράφεις σε κατάσταση ευτυχίας, διαβάζουν και οι αναγνώστες σε κατάσταση ευτυχίας. Όχι ευτυχία ακριβώς, εννοώ περισσότερο σωματικότητα. Κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν οι αθλητές με την έκκριση αδρεναλίνης. 

Αλλά πώς περιγράφεις το τραύμα; Υπό το καθεστώς του σοκ, δεν μπορείς να διηγηθείς τι σου συνέβη. Η Οδύσσεια, για παράδειγμα, ήταν αναβίωση της τραυματικής πράξης, του πολέμου, θεραπεία μέσω της γλώσσας». 

Άλλοτε δίνει συμβουλές («Χρησιμοποιήστε στα κείμενά σας την Αντιγόνη, τον Βασιλιά Λιρ») και άλλοτε βασίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα: «Ο Πρίμο Λέβι στο Αν αυτό είναι ο άνθρωπος γράφει χωρίς συναίσθημα και οι αναγνώστες αναγνωρίζουν και δέχονται αυτό που βίωσε, την έλλειψη συναισθήματος, που δεν είναι άλλο από το μούδιασμα τη στιγμή του πόνου. Όλοι κατανοούν τον πόνο, αρκεί να μεταφέρεις την ατμόσφαιρα της οδύνης. Έχετε παρατηρήσει πως οι άνθρωποι λένε σε στιγμές τραγικές “δεν ξέρω πώς το έκανα, πώς κατάφερα και γλίτωσα”; Αυτό συμβαίνει γιατί απουσιάζεις από τον εαυτό σου εκείνη τη στιγμή. Χωρίς τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας έχουμε περισσότερο την αίσθηση μιας φωνής, μιας συνείδησης».

Ρέιτσελ Κασκ: «Θέλω να γράψω όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν»-1

Η άσκηση που δίνει στους φοιτητές της (φοιτήτριες κυρίως, όπως στα περισσότερα σεμινάρια δημιουργικής γραφής) είναι να γράψουν μια σελίδα ημερολογίου χωρίς προσωπικές αντωνυμίες. «Αλλιώς παρουσιάζουμε τον εαυτό μας όταν ο γιατρός παίρνει το ιστορικό μας ή στην ψυχανάλυση», λέει, «αλλά όσο λιγότερο ξέρεις κάποιον, τόσο λιγότερο χρησιμοποιείς το Εγώ».

«Τι άλλο πρέπει να αποφύγουμε;» ρωτάει μια κοπέλα. «Τη γλουτένη», αστειεύεται η Ρέιτσελ. Και ξανασοβαρεύει: «Τις κακές φράσεις όπως “Σκέφτηκα να φτιάξω έναν καφέ, αλλά αποφάσισα καλύτερα όχι”. Οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να καταγράφουν αισθήματα αντί να γράψουν μια ιστορία».

Οι σπουδαστές δεν καταλαβαίνουν πώς γίνεται να γράψεις ημερολόγιο χωρίς να καταφύγεις στο πρώτο πρόσωπο. Η Ρέιτσελ καθοδηγεί: «Αν χρειάζεστε οπωσδήποτε την προσωπική αντωνυμία, βάλτε τη στο στόμα κάποιου τρίτου, σ’ έναν διάλογο. Ο καλύτερος τρόπος για να εμφανιστεί το Εγώ είναι να το δείξουμε την ώρα που σκέφτεται. Κρατήστε ημερολόγιο ως ακριβές οπτικό αρχείο. Όχι “τα μάτια μου δακρύζουν”, αλλά “η αλλεργία χτύπησε πάλι”. Όχι “νιώθω ναυτία”, αλλά μια περιγραφή που θα με κάνει να δω, να πιστέψω την αγωνία σου. Όλοι παραγγείλατε χωριάτικη σαλάτα χθες, αλλά η μία δεν ήθελε φέτα, ο άλλος δεν ήθελε κρεμμύδι. Ο χαρακτήρας αναδεικνύεται μέσα από τις λεπτομέρειες».

Η περιγραφή του πόνου

Γνώρισα τη Ρέιτσελ Κασκ πριν από δώδεκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Το Βρετανικό Συμβούλιο πρότεινε να κάνουμε μια συζήτηση, γυναίκα προς γυναίκα. Μου έστειλαν όλα τα βιβλία της. Έπεσα με τα μούτρα στο A Life’s Work, που περιέγραφε ριζοσπαστικά την εμπειρία της μητρότητας, και στο Aftermath γύρω από το διαζύγιο με τον πρώτο της σύζυγο. Δεν είχε γράψει ακόμα την τρομερά διάσημη τριλογία της. Ήταν γνωστή, αλλά όχι η επιδραστική συγγραφέας που είναι σήμερα. Τότε οι αγγλικές εφημερίδες την κατηγορούσαν για σκληρότητα απέναντι σε ρόλους που είχαν, λίγο μετά το μιλένιουμ, μια πατίνα αγιοποίησης. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά να είσαι μητέρα και σύζυγος πριν από το #ΜeΤoo, πριν από την επινόηση και την καθημερινή χρήση λέξεων όπως «πατριαρχία» ή «γυναικοκτονία». Η Ρέιτσελ Κασκ ήταν σχεδόν μόνη της σ’ έναν κόσμο που γελούσε ακόμη με ανέκδοτα για τις ξανθιές.

«Όλοι παραγγείλατε χωριάτικη σαλάτα χθες, αλλά η μία δεν ήθελε φέτα, ο άλλος δεν ήθελε κρεμμύδι. Ο χαρακτήρας αναδεικνύεται μέσα από τις λεπτομέρειες». 

Από καιρού εις καιρόν συναντιόμαστε στην Αθήνα, που την υπεραγαπά. «Αν δεν με απασχολούσε η καταστροφή του περιβάλλοντος, θα έμπαινα σε ένα αεροπλάνο και θα ερχόμουν συνέχεια στην Ελλάδα», λέει. Αυτή τη φορά συναντηθήκαμε στην Καρδαμύλη, στη διάρκεια ενός σεμιναρίου δημιουργικής γραφής που ήταν πρωτοβουλία της συγγραφέως Άλμπα Αρίκα. Σκοπεύουν να το επαναλαμβάνουν οι δυο τους κάθε χρόνο, γύρω στα τέλη Μαΐου. Αγαπούν με πάθος τη Μάνη. 

«Πρωτοήρθα πριν από είκοσι χρόνια», θυμάται η Ρέιτσελ. «Με ενδιέφερε πολύ το αρχαίο ελληνικό δράμα, τα παιδιά μου ήταν τότε τεσσάρων και πέντε χρονών και αρχίσαμε να ταξιδεύουμε στην Πελοπόννησο. Έγραψα κι ένα θεατρικό για τη Μήδεια, αλλά δεν την έβαλα να σκοτώνει τα παιδιά της, ενδιαφέρομαι περισσότερο για τον ψυχολογικό ρεαλισμό. Ο Φρόιντ μάς έδειξε την ανθρώπινη πολυπλοκότητα, αλλά δεν σκοτώνεις κυριολεκτικά τον πατέρα σου ούτε παντρεύεσαι τη μητέρα σου. Το διαζύγιο σκοτώνει τα παιδιά κατά κάποιον τρόπο, αυτό ήθελα να πω. Η Αθηνά, βοηθός του Άρη Μαραγκόπουλου, που ήταν ο πρώτος μου εκδότης, μας ρώτησε: “Έχετε πάει στη Μάνη;”. Έτσι ήρθαμε. Ήταν ένας τόπος ασύλληπτης ειρήνης που μας απελευθέρωσε από τα βάσανα της ζωής». Η Ρέιτσελ Κασκ μιλάει, και κυρίως γράφει, γι’ αυτά τα βάσανα. Την έχουν κατηγορήσει για ελεγείες παραπόνου, όπως όλες τις γυναίκες που δεν κάθονται ήσυχες να υπομένουν τη μοίρα τους. 

Τη δεύτερη μέρα, στο σεμινάριο, μιλάει για άλλου είδους βάσανα: την επεξεργασία του τραύματος, την ηδονοβλεψία, το πορνό της οδύνης. «Εννοώ τα βιβλία που σκοτώνουν πραγματικά το μυαλό σου με μια βία αστόχαστη, όπου ο συγγραφέας είναι ο βασανιστής. Το βλέπουμε συχνά στον κινηματογράφο και στα μπεστ σέλερ. Ένας συγγραφέας χρησιμοποιεί την άρση της δυσπιστίας για να τον πιστέψουν οι αναγνώστες και μετά χώνει ξαφνικά μια τεράστια φέτα εξτρεμισμού. Σκεφτείτε τον Σαντ – καθετί είναι διαβολικό, καθετί θέλει να σε πονέσει». 

»Πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ηδονοβλεψία;» συνεχίζει. «Επιστρέφοντας το υλικό της ανάμνησης στον άνθρωπο που του ανήκει. Δημιουργώντας μια διπλή απόσταση. Είναι αφάνταστα δύσκολο να υπερασπιστείς την εμπειρία. Πρόκειται για βαθιά ηθική επιλογή. Ο φυσικός πόνος δύσκολα περιγράφεται. Και ο ψυχολογικός πόνος επίσης. Σκεφτείτε τη γοτθική απεικόνιση της τρελής γυναίκας στη σοφίτα. Σήμερα υποτιμούμε το genre και ξεχνάμε ότι το Σφαγείο νούμερο 5 του Βόνεγκατ μπορεί να ανήκει στην επιστημονική φαντασία, αλλά είναι επίσης σπουδαίο αντιπολεμικό έργο». 

Μιλάει τεχνικά αν χρειαστεί: «Οι λέξεις έχουν θετικές και αρνητικές αξίες. Δοκιμάστε να βάλετε μια θετική λέξη δίπλα σε μια αρνητική. Όταν περιγράφεις στο κείμενό σου τον γάμο ως δηλητηριώδες κοκτέιλ, είναι σαν να λες “το πίνω ακόμη αυτό το δηλητήριο, κάνω μια προσπάθεια”. Ωραία ιδέα επίσης που η αφηγήτριά σου δεν πάει στο πάρτι. Δεν πρέπει να τα κάνουμε όλα όλοι». Ή: «Εδώ έχασες την ευκαιρία να χρησιμοποιήσεις μια ορμητική λέξη». Ή: «Έχουμε στο κείμενό σου εκτενή χρήση του κόσμου και σιγουριά της φωνής που μας πηγαίνει πολύ μακριά και πολύ γρήγορα, καταλαβαίνεις τι πρέπει να παραλείψεις. Όπως στον Ρέιμοντ Κάρβερ, όπου η αφήγηση περιγράφει αυτό που θα μπορούσε να δει ο καθένας».

Τα παιδιά τη ρωτούν για το νέο της μυθιστόρημα που κυκλοφορεί το καλοκαίρι. Είναι η πρώτη φορά που μιλάει για τον εαυτό της. «Στο Parade ήθελα να γράψω όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν. Επειδή δεν υπάρχει διαφθορά της αφήγησης στα έργα τέχνης, στα τοπία. Τις προάλλες έβλεπα ένα έργο του Κάσπερ Ντάβιντ Φρίντριχ, πώς ζωγράφιζε έναν θάμνο του οποίου το περίγραμμα είχε ζωγραφιστεί από το ίδιο το χιόνι. Και σκεφτόμουν ότι, αν ήμουν δέντρο, θα ήξερα περισσότερα απ’ όσα ξέρω σήμερα. Σε αυτό το βιβλίο με ενδιαφέρουν οι ζωές των καλλιτεχνών ως μορφές ατομικής εμπειρίας. Ο Ερίκ Ρομέρ έκανε τις ταινίες του με αυτό το ψευδώνυμο και η ανωνυμία του δημιούργησε μια νατουραλιστική φόρμα στην αφήγησή του. Δεν ήθελε να ξέρει η μητέρα του ότι ο γιος της γύριζε αυτές τις ταινίες. Πώς συγκρίνεται αυτό με τη δική μου μητέρα, που έλεγε συνέχεια ψέματα; Γυρνούσαμε από το σούπερ μάρκετ και έλεγε μια άλλη ιστορία γι’ αυτό που μας συνέβη. Είχε μια ανικανοποίητη δημιουργικότητα. Ήταν πάντα η αφηγήτρια και νομίζω ότι γι’ αυτό δυσκολεύτηκε να πεθάνει, γιατί τότε ποιος θα έλεγε την ιστορία του θανάτου της;»

Τη ρωτάω αν καταλαβαίνει πόσο αλλάζει από το ένα βιβλίο στο άλλο, σε αυτή τη διαρκή αναζήτηση φόρμας. «Νιώθω ότι γίνομαι νεότερη και το γράψιμό μου επίσης». Γυρνάει και με κοιτάζει χαμογελώντας. «Επίσης, ξέροντας ότι η Αμάντα κάθεται στο διπλανό τραπέζι και ακούει όσα λέμε, το βλέμμα της με αλλάζει, εισέρχεται ένας βαθμός συνείδησης που με κάνει να φέρομαι διαφορετικά». 

Στο απογευματινό μάθημα τους βάζει μια άσκηση στην οποία πρέπει να υπάρχει «ένας μικρός κόκκινος σκύλος». Σκύλοι υπάρχουν σε όλα τα βιβλία της, αλλά η ίδια είναι αλλεργική στα σκυλιά.

«Καταλαβαίνω πώς νιώθεις»

Η Ρέιτσελ Κασκ είναι ιδανική συνομιλήτρια. Τρομερά ευφυής, προσηνής, γενναιόδωρη. Κάθε φορά που τη βλέπω, μιλάμε λίγο για λογοτεχνία, αλλά κυρίως για τη ζωή μας. Λέει «καταλαβαίνω πώς νιώθεις» και σε κάνει να θέλεις κι εσύ να καταλάβεις πώς νιώθεις. Έχει στη Μετάβαση μια φράση που νιώθω πως ισχύει για μας τις δύο. «Άθελά τους είχαν ανακαλύψει ο ένας τα πιο ευάλωτα σημεία του άλλου». Ξέρω πώς ξεκίνησε η δική μου ευαλωτότητα: διαβάζοντας τα βιβλία της –μια γενναία καταβύθιση σε συμβάντα που σχετίζονται με την αποτυχία, την ντροπή, την οδύνη, τη δημιουργία, την ψυχική εξάντληση– ανέπτυξα μια οικειότητα όχι μόνο προς την αφηγήτρια, αλλά και προς τη γυναίκα που επινόησε την αφηγήτρια. Από νωρίς στη γνωριμία μας έπιανα τον εαυτό μου να μιλάει πολύ προσωπικά. Σαν να ήταν η συζήτησή μας τμήμα ενός βιβλίου που γραφόταν εκείνη τη στιγμή.

Ρέιτσελ Κασκ: «Θέλω να γράψω όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν»-2
Μαθήματα στον ίσκιο των ελιών στον κήπο του Kalamitsi Hotel, που φιλοξένησε το Kardamyli Writers’ Workshop.

Σήμερα η κουβέντα μας ξεκινάει πάλι με προσωπικές εξομολογήσεις. Αυτή τη φορά γύρω από την ασθένεια – «αυτή την επίθεση της ζωής, τη στιγμή που χάνεις την πίστη σου στη ζωή. Και οι άνθρωποι που σε αγαπούν στέκουν αδύναμοι μπροστά στην αδυναμία σου. Κάποια στιγμή παλιότερα αρρώστησε σοβαρά ο άντρας μου [σ.σ. ο εικαστικός Σάιμον Σκάμελ-Κατς, που διδάσκει επίσης ζωγραφική στους φοιτητές στην Καρδαμύλη], ο οποίος ήταν και είναι μέγας στωικός. Θύμωσα μαζί του. Ο θυμός οφείλεται στη σκέψη ότι εμπιστεύεσαι όλη σου την ύπαρξη σε κάποιον κι εκείνος πάει και αρρωσταίνει. Αλλά, βλέπεις, δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Ο Τραμπ δεν αρρωσταίνει ποτέ». 

Στη συζήτησή μας κινούμαστε ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Όπως λέει και η ίδια, «το γράψιμο είναι μια επικίνδυνη περιοχή κυκλοφορίας ανάμεσα στην προσωπική εμπειρία και στον κόσμο»:

Θα ξεκινήσω με την κλασική ερώτηση: Διδάσκεται το γράψιμο;

Οι άνθρωποι αμφιβάλλουν, και με το δίκιο τους. Αντιμετωπίζουν το ταλέντο ως δώρο. Κάθε φορά που αρχίζω να διδάσκω, θυμάμαι ότι η δημιουργική γραφή ασχολείται με ερωτήσεις γύρω από την αλήθεια και την αναπαράσταση (representation). Σπάνια έρχονται άνθρωποι στα μαθήματά μου από φιλοδοξία ή για να βρουν εκδότες και ατζέντηδες. Έρχονται επειδή διαπιστώνουν ότι υπάρχει μεγάλη απόκλιση ανάμεσα σε αυτό που γράφουν και στην αλήθεια. Και υπάρχουν τεχνικές απαντήσεις σε αυτό το ζήτημα. Όταν διαβάζω τα κείμενά τους, καταλαβαίνω τι τους απομακρύνει από την αλήθεια: κοινωνικές συνήθειες, συμβάσεις, παγιωμένες απόψεις για το πώς λειτουργεί η αφήγηση. 

Κι εσύ τους προσφέρεις ένα είδος ιατρικής διάγνωσης – για να ξαναγυρίσω στη συζήτησή μας περί ασθένειας.

Η πιο συνηθισμένη ασθένεια των κειμένων είναι η υπερβολή. Δεν καταλαβαίνουμε ότι τίποτα δεν είναι αμιγώς καλό ή κακό, ότι τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι συνηθισμένα.

Και ποιο είναι το φάρμακο γι’ αυτή την ασθένεια;

Να μη ζητάς από τους αναγνώστες να μπουν στο σώμα του αφηγητή. Να τους επιτρέπεις να κοιτάζουν αυτό που συμβαίνει. Αυτό που έχω προσπαθήσει να αποδείξω στα βιβλία μου είναι πως οι κανόνες της γραφής είναι κανόνες της ζωής. Όταν πρωτογνωρίζεις κάποιον, δεν τον φιλάς στο στόμα, το ίδιο ισχύει και στην αφήγηση. Είναι η ενστικτώδης στοιχειώδης γνώση που έχουμε όταν μπούμε στο ασανσέρ μαζί με άλλους. Αν κάποιος αρχίσει να ουρλιάζει, κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

«Η πιο συνηθισμένη ασθένεια των κειμένων είναι η υπερβολή. Δεν καταλαβαίνουμε ότι τίποτα δεν είναι αμιγώς καλό ή κακό, ότι τα περισσότερα πράγματα στη ζωή είναι συνηθισμένα». 

Πώς μαθαίνουμε να γράφουμε; Εσύ πώς έμαθες να γράφεις;

Όταν αρχίσεις να δημοσιεύεις, συμβαίνει κάτι παράξενο, είναι σαν να σου επιτρέπουν να γράψεις, να δοκιμάσεις ξανά και ξανά. Αυτή η διαδικασία με βοήθησε να καταλάβω ότι το γράψιμο είναι μια επιστήμη όπως τα μαθηματικά. Όπως στη φύση, έτσι και στην αφήγηση υπάρχει μια εξήγηση για τα πάντα, υπάρχει ισορροπία. Δεν ξέρω, βέβαια, αν εγώ ακολουθώ πάντα τους κανόνες που διδάσκω. Για μένα οι κανόνες άλλαξαν όταν απέκτησα παιδιά. 

Τι ακριβώς άλλαξε;

Δεν θυμάμαι ποια ήταν η συγγραφέας που είπε ότι για κάθε παιδί που έκανε έχασε ένα βιβλίο. Εγώ δεν αισθάνομαι έτσι. Ο συνδυασμός παιδιών και συγγραφής είναι μια πολιτική πράξη, μια πάλη. Τα βιβλία είναι το ανάποδο των παιδιών, σε υπακούν και κάποτε τελειώνουν. Τα παιδιά αντιπροσωπεύουν την αληθινή δοκιμασία της ζωής. Όταν μπουν στη ζωή σου, δεν μπορείς πλέον να καταφεύγεις σε μια λάθος θέση μέσα στον κόσμο. Ένα παιδί σε κρατάει στην πρώτη γραμμή της μάχης, δυσκολεύει το γράψιμο, άρα το παιδί σού υπενθυμίζει την αλήθεια. Κι επίσης ξέρει τα πάντα και δεν ξέρει τίποτα. Στα παιδιά μου δεν μίλησα ποτέ για τα βιβλία μου, δεν τα ενέπλεξα στη συγγραφική ζωή ούτε τους μιλάω για τον εαυτό μου ως συγγραφέα. Προτίμησα να πιστέψουν ότι το γράψιμο είναι εύκολη δουλειά. Δεν ήθελα να υπερβάλλω για τη σημασία της τέχνης. Οι συγγραφείς είναι εγωιστές και η σκέψη ότι οι γονείς είναι σημαντικοί μπορεί να βλάψει τα παιδιά. 

«Τα βιβλία είναι το ανάποδο των παιδιών, σε υπακούν και κάποτε τελειώνουν. Τα παιδιά αντιπροσωπεύουν την αληθινή δοκιμασία της ζωής». 

Ωστόσο, μιλάς πάντα τόσο προσωπικά στα βιβλία σου. Όλα μοιάζουν προσωπικά – τα παιδιά, το διαζύγιο, η φιλία, η λογοτεχνία.

Χρησιμοποιώ το προσωπικό με απρόσωπο τρόπο, δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τον εαυτό μου, τον χρησιμοποιώ ως παράδειγμα, τον αξιοποιώ στην αναζήτηση της αντιπροσώπευσης. Κοιτώντας πίσω, μερικές φορές σκέφτομαι «μακάρι να μην το είχα κάνει».

Η αλήθεια είναι ότι σε έκριναν πολύ σκληρά στην αρχή. Στην τριλογία σου δημιούργησες ένα είδος ομιλητικής σιωπής, ήταν σαν η αφηγήτριά σου να κοιτάζει τους άλλους και να σκέφτεται «ωραία λοιπόν, αφού σας ενοχλεί η περιγραφή της εμπειρίας μου, τότε κι εγώ θα μιλήσω για εσάς».

Ήταν περισσότερο μια αποφασιστική κίνηση μακριά από τη βαναυσότητα της κριτικής, ήθελα να γράψω χωρίς επιθετικότητα και πικρία. Η μορφή που διάλεξα απελευθέρωσε και εμένα ως συγγραφέα και τους αναγνώστες. Είναι σαν να γύριζα τον καθρέφτη προς το μέρος τους. Κάτι που με βοήθησε να αγαπήσω ξανά τους ανθρώπους, να μην είμαι θυμωμένη.

Κατάλαβες γιατί σου επιτέθηκαν τόσο;

Επειδή οι άνθρωποι έβρισκαν την αλήθεια ενοχλητική, απειλητική. Προτιμούν να υποκρίνονται ότι τα πράγματα είναι καλύτερα απ’ ό,τι είναι. Πιστεύω όμως σε μια πιο καλοπροαίρετη κοινωνία. Το πιο δύσκολο ήταν να εγκαταλείψω το συναίσθημα του θυμού και την ανάγκη για δικαιοσύνη. Δοκίμασα ένα είδος γραφής που είναι παθητικό, που σχετίζεται με την παρατήρηση, όχι με το σωστό και το λάθος. Αυτή η οπισθοχώρηση δημιούργησε περισσότερη συναίνεση. Αλλά φυσικά ήταν αφάνταστα δύσκολο. Μετά το Aftermath δεν ξαναδιάβασα κριτικές για τα έργα μου.

Μια κακή κριτική μάς κάνει να προσπαθούμε απεγνωσμένα να αρέσουμε;

Μάλλον μια καλή κριτική το κάνει αυτό πιο αποτελεσματικά. Αλλά η επίθεση είναι τρομακτικό πράγμα. Έμαθα πολλά. Κυρίως από το γεγονός ότι επέζησα. Βέβαια, δεν κρύβω ότι νιώθω ακόμη χαρά όταν η κριτική αποδομεί ένα βιβλίο που είναι σκουπίδι. Αλλά τώρα πια έχουμε τα σόσιαλ μίντια και έχει χαθεί ο έλεγχος – ούτε οι γονείς μπορούν να ελέγξουν τα παιδιά τους ούτε οι κριτικοί την άποψή τους για τα βιβλία. Θεωρώ σημαντικό το ότι δεν διαβάζουμε πια κριτική βιβλίων από συγκεκριμένους αλαζόνες κριτικούς, ότι υπάρχει διαρκώς αντίλογος. Βέβαια υπάρχει πλέον το cancelling. Αλλά, επειδή όλα αυτά είναι ξένα προς τον χαρακτήρα μου, προτιμώ να μου λέει ο Σάιμον τι γράφεται για τα βιβλία μου.

Γιατί μιλάμε σήμερα τόσο πολύ για αυτομυθοπλασία (autofiction);

Είναι ένα είδος που το τελειοποίησαν γυναίκες, επειδή η εξομολόγηση τους είναι οικεία. Μιλούν και γράφουν μέσα από τη ζώνη αξιοπιστίας και νομιμότητας που παρέχει ο εαυτός τους. Η Eρνό είναι μια γυναίκα της εργατικής τάξης, που δεν συμμετείχε ενεργά στον πολιτισμό και άρα ήταν διαφορετική από τις αναγνώστριές της. Οι εμπειρίες της ήταν διακαώς δικές της. Το ίδιο συνέβη και με τον Εντουάρ Λουί. Λανθασμένα οι αναγνώστες ερμηνεύουν αυτό το φαινόμενο ως εμμονή με τον εαυτό. Βέβαια, αυτή η στροφή ενδιαφέροντος έφερε και μια επέλαση κακών συγγραφέων που νομίζουν ότι autofiction θα πει «γράφω ό,τι αισθάνομαι». Ενώ γράφω από το σημείο εκείνο που η εμπειρία μου συναντά την εμπειρία των άλλων ανθρώπων.

Ήσουν ένα είδος πρωθιέρειας του φεμινισμού πριν από το #ΜeΤoo. Πώς έζησες ως κορίτσι;

Όταν ήμουν παιδί, δεν σκεφτόμουν με αυτούς τους όρους, αλλά μεγαλώνοντας μου έδειξαν και μου είπαν ότι ήμουν γυναίκα. Τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Και περιέγραψα στα βιβλία μου τις επιπτώσεις αυτής της αλλαγής κατηγορίας. Τώρα πια νιώθω ότι εξέρχομαι από τον φεμινισμό, επειδή δεν αποτελεί ριζοσπαστικό μέρος της ταυτότητάς μου. Είμαι εκτός βιολογίας, λόγω ηλικίας, δεν χρειάζεται πια να ανταγωνίζομαι τους άντρες, παρότι είμαι συστηματικά αποκλεισμένη από τις λίστες βραβείων, τα οποία ακόμη πηγαίνουν σε αυτούς. Ζηλεύω τη μοίρα των κοριτσιών μας που δεν αισθάνονται πια ότι πρέπει να αρέσουν σε κάποιον. Και νιώθω τυχερή που δεν δουλεύω σ’ ένα γραφείο, που δεν είμαι συστηματικά εκτεθειμένη στον μισογυνισμό. Ας πούμε απλώς ότι η ζωή μου δεν αποτελεί πλέον μια χρήσιμη αναπαράσταση εμπειρίας.

Ταυτόχρονα πιστεύω ότι σ’ έναν άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, βρίσκεται ολόκληρη η ανθρωπότητα, ακόμη και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σκέφτομαι τον Ντ. Χ. Λόρενς, που είπε με απίστευτη έπαρση: «I do my share for women». Ή τον Μάικλ Κάνινγχαμ, που έγραψε τις Ώρες για τη Βιρτζίνια Γουλφ. Με ενδιαφέρει η μορφή, η φόρμα του κειμένου, ακριβώς όπως η φωτογραφία αναζητά τη μορφή της ίδιας της ζωής – την πιο φορτισμένη με νόημα στιγμή της. 

Στο Δεύτερο σπίτι με απασχολούσε η στιγμή που έχεις αναθρέψει τα παιδιά σου και αναρωτιέσαι τι θα συμβεί μετά. Διάβασα τότε το βιβλίο μιας άλλης γυναίκας και σκέφτηκα: «Τώρα θα μπω μέσα στο βιβλίο της, σαν να μπαίνω μέσα στο σπίτι της, και θα βάλω κι όλα μου τα πράγματα εκεί μέσα».

Κάτι που δεν διστάζεις να κάνεις και στη ζωή σου: να φύγεις από το Λονδίνο και να ζήσεις στο Παρίσι.

Δεν ήταν απλώς μετακόμιση, ήταν και αλλαγή γλώσσας. Αυτό που πολύ εύστοχα έχει περιγράψει ο Εντουάρ Λεβέ: όταν ζεις σε μια ξένη χώρα, γίνεσαι χαζός χωρίς να χάσεις την ευφυΐα σου. Η βάση δεδομένων μου εξαφανίστηκε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήξερα τι σημαίνει να είσαι Αγγλίδα, αλλά επρόκειτο για παθητική γνώση που σε κάνει να μην παρατηρείς τον κόσμο γύρω σου. Η μετακόμιση είχε μεγάλη επίδραση στο γράψιμό μου. Μας είχαν πει από καιρό ότι η Αγγλία σκοπεύει να αυτοκτονήσει και πρέπει να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε ή θα φύγουμε. Φύγαμε την τελευταία μέρα που μας επιτρεπόταν να ταξιδέψουμε ως Ευρωπαίοι και να ζήσουμε κάπου αλλού. Και δεν το μετανιώσαμε ούτε στιγμή.


Κεντρική φωτογραφία: Η Αμάντα Μιχαλοπούλου με τη Ρέιτσελ Κασκ – οι δυο τους γνωρίζονται περισσότερα από δέκα χρόνια. (Φωτογραφίες: Δημήτρης Τσουμπλέκας)


Τα βιβλία της τριλογίας της Ρέιτσελ Κασκ, Περίγραμμα, Μετάβαση και Κύδος, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg, όπως και το πιο πρόσφατο Δεύτερο σπίτι. Παλιότερα είχε κυκλοφορήσει το Άρλινγκτον Παρκ από τις εκδόσεις Τόπος. / Το τελευταίο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου, Η μεταμόρφωσή της, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. / Περισσότερα για το εργαστήρι: kardamyliwritingretreat.com

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT