«Στα κρυμμένα ανήκω κι εγώ»

Ο Ηλίας Λιούγκος μιλάει για τον νέο του δίσκο, το τραγούδι, την Ηπειρο, την προτίμησή του να γράφει μουσική παρά να τραγουδάει

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Το σπίτι μας ήταν στην ερημιά, σε ένα βουνό, μια ώρα από τη Λάλιζα Ιωαννίνων. Μια μέρα πέρασε ένας μουζικάντης. Εβγαλε το λαγούτο του να κάνει πρόβα πριν συναντήσει στο διπλανό χωριό τους άλλους μουσικούς και τότε πρώτη φορά άκουσα μουσική», λέει ο Ηλίας Λιούγκος με φανερή συγκίνηση. Από τότε, τριών ετών, ονειρευόταν να γίνει μουσικός.

Στα 68 του σήμερα, όλα μοιάζουν μακρινά αλλά και τόσο κοντινά. Ο καινούργιος του προσωπικός δίσκος «Είμαι δέντρο βορινό» (ogdoo music group) σε μουσική δική του και στίχους του Πάνου Δημητρόπουλου περιλαμβάνει δέκα μικρά μουσικά ψυχογραφήματα. Τουλάχιστον, έτσι μοιάζουν στον ακροατή που παρακολουθεί τον ερμηνευτή και στη συνέχεια τραγουδοποιό, από το ξεκίνημά του. Ηταν 19 ετών όταν τον εμπιστεύτηκε ο Μάνος Χατζιδάκις. Το 1976 τον συμπεριέλαβε στα «Παράλογα» στη διαλεχτή συντροφιά των Διονύση Σαββόπουλου, Μαρίας Φαραντούρη, Μελίνας Μερκούρη και Μίκη Θεοδωράκη.

«Οι στίχοι των νέων τραγουδιών ένιωσα ότι έχουν πράγματι στοιχεία από μένα, τα βιώματά μου», λέει στην «Κ». «Στο τέλος ο Πάνος Δημητρόπουλος μου αποκάλυψε πως, όταν τους έγραφε, είχε στον νου του εμένα. Ο λόγος του με κινητοποίησε όπως η συμβολή του Δημήτρη Λάππα που έπαιξε όλα τα όργανα στον δίσκο».

Πρόκειται για ιδιαίτερα λαϊκά τραγούδια, μπολιασμένα με την παράδοση της Ηπείρου και την αισθητική του Μ. Χατζιδάκι. «Περιέχω ό,τι αγαπώ. Ο ήχος της Ηπείρου είναι μέσα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν οι μουσικές μου να έχουν ευρηματική απλότητα και οικείο άκουσμα».

Στη συζήτησή μας ο Ηλ. Λιούγκος αναφέρεται συχνά στην Ηπειρο. «Φτωχή οικογένεια, αγρότες, συντηρούμασταν με όσα βγάζαμε από τη γη. Για το λάδι της οικογένειας, ο πατέρας πήγαινε για δυο μήνες σε ένα μακρινό χωριό κοντά στην Ηγουμενίτσα να μαζέψει ελιές. Την τελευταία χρονιά που δούλεψε τον κορόιδεψαν, δεν του έδωσαν ποτέ το λάδι και ζήσαμε 12 μήνες χωρίς αυτό. Οι δυσκολίες με καθόρισαν. Μέχρι που τελείωσα το Δημοτικό σχολείο, πήγαινα στο διπλανό χωριό με τα πόδια. Ομως στο χωριό αγάπησα τη φύση και ακόμη συγκινούμαι όταν θυμάμαι τα αχλάδια και άλλα φρούτα που έκοβα από τα δέντρα. Μη γελάσεις, αλλά συχνά σκέφτομαι ότι, όταν φύγω από τη ζωή δεν θα πιάνω το χώμα, τις πέτρες, δεν θα ακούω τον ήχο του νερού». Τον πιστεύω, το τραγουδάει άλλωστε: «Εχω το τραγούδι μες στο αίμα και το πράσινο μες στο βλέμμα».

Ουμ Καλσούμ στο ράδιο…

Δέκα χρόνων είδε για πρώτη φορά ραδιόφωνο, όταν το έφερε στην οικογένεια ο μεγάλος του αδερφός. «Πλησίαζα το σπίτι και άκουγα φωνές – σκέφτηκα ότι έχουμε κόσμο. Οταν αντίκρισα το ραδιοφωνάκι, αναρωτιόμουν πώς χωράνε οι άνθρωποι σ’ αυτό το κουτάκι. Επειτα δεν έκλεινε ποτέ. Ακουγαμε δημοτικά, τους Χαλκιάδες, τον Μπέλλο, πιάναμε και κάποιους αραβόφωνους σταθμούς που έφερναν μουσικές από την ανατολή. Γι’ αυτό με συγκινεί η Ουμ Καλσούμ, οι δονήσεις της φωνής της».

Ολα, τότε, ταίριαζαν στον μοναχικό κόσμο του. «Ακόμη έχω μια δόση αγοραφοβίας. Ο πατέρας παντρεύτηκε τρεις φορές. Την πρώτη φορά δεν έκανε παιδιά, με τη δεύτερη γυναίκα του απέκτησαν τέσσερα παιδιά αλλά πέθανε λεχώνα στα δίδυμα. Τότε του εστάλη το χαρτί να πάει στον πόλεμο. Επρεπε να πάρει άρον άρον μια γυναίκα, συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια. Βρήκε τη μάνα μου χωρίς να την ξέρει. Ηταν δύσκολος άνθρωπος η μάνα, τον ταλαιπώρησε πολύ και από τον γάμο τους γεννήθηκα εγώ, ήμουν ο μικρότερος».

«Περιέχω ό,τι αγαπώ. Ο ήχος της Ηπείρου είναι μέσα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν οι μουσικές μου να έχουν ευρηματική απλότητα και οικείο άκουσμα».

Δέκα χρόνων, στα Γιάννενα πια, εργαζόταν στο καφενείο του μεγάλου του αδερφού και πήγαινε νυχτερινό σχολείο. Πήγαινε όμως σκαστά και σε ένα δισκοπωλείο. «Φώναζε ο αδερφός μου επειδή καθυστερούσα τους καφέδες, αλλά εγώ ανακάλυπτα έναν νέο κόσμο. Ακουσα Βοσκόπουλο που ήταν της μόδας τότε, επίσης τον Νταλάρα που μου άρεσε πολύ και με την καθοδήγηση του κ. Κυριμκιρίδη που είχε το δισκάδικο έμπαινα σε μουσικούς κόσμους».

Στον ωκεανό της Αθήνας

Η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο σοκ. «Επεσα σε έναν ωκεανό όταν έφτασα για πρώτη φορά. Δούλεψα σε βενζινάδικα, οικοδομές, για ένα μεγάλο διάστημα ηλεκτροσυγκολλητής στα ναυπηγεία και από κει βρέθηκα στο “Πολύτροπον” του Μ. Χατζιδάκι, όχι αυτό που ξεκίνησε στην Πλάκα με την επιστροφή του από την Αμερική, αλλά σε έναν άλλο χώρο κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Δούλευα στις επισκευές του χώρου και το μόνο που ζητούσα από τον υπεύθυνο ήταν να μου γνωρίσει τον Χατζιδάκι, αλλά δεν έγινε. Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες, έφυγα, δούλευα πια ως υδραυλικός, όμως μια μέρα αποφάσισα να προσπαθήσω ξανά. Πήγα στο “Πολύτροπον” και πέτυχα τον διαχειριστή που ήταν πολύ βιαστικός. “Εχω να πάω στον Πειραιά και μετά ένα χαρτί στο σπίτι του Χατζιδάκι”, μου είπε. Προσφέρθηκα να βοηθήσω στο δεύτερο. Ετσι τον γνώρισα επιτέλους, του πήγα –αν θυμάμαι σωστά– το συμβόλαιο της Βούλας Σαββίδη. Αν καθυστερούσα ένα τέταρτο, η ζωή μου θα ήταν άλλη. Ο Μάνος με άκουσε την επόμενη ημέρα στο “Με την πρώτη σταγόνα της βροχής” από τον “Μεγάλο Ερωτικό” και στον “Αητό χωρίς φτερά”. Του άρεσε πολύ η φωνή μου και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Στα 20 χρόνια δίπλα του έμαθα τον εαυτό μου, το τραγούδι, ήρθα σε επαφή με τη μεγάλη μουσική και με ξεχωριστούς ανθρώπους. Οταν έχω στίχους μπροστά μου, έρχεται η φωνή του Γκάτσου στο μυαλό μου».

Ο Μ. Χατζιδάκις του γνώρισε και τον κόσμο της συμφωνικής μουσικής. «Οταν ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ηχογραφούσε τη νύχτα και πάντα πήγαινα. Δεν ήξερα να επικοινωνήσω, ήμουν αμήχανος. Συνειδητοποιώντας την ανεπάρκειά μου, αποφάσισα, εφόσον έπαιζε δυο έργα τον μήνα, να τα μελετάω. Ο Μάνος ήταν πατέρας, δάσκαλος και συνεργάτης. Αλλά ένας πατέρας ελεύθερος, που με έκανε να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου».

«Στα κρυμμένα ανήκω κι εγώ»-1Με την προτροπή του κορυφαίου δημιουργού, ο τραγουδιστής συστήθηκε και ως συνθέτης το 1983 στον πρώτο του προσωπικό δίσκο «Νυχτερινή δοκιμασία» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τον ίδιο και τη Ζωή Αντιόχου και, δύο χρόνια αργότερα, με το «Της Ιστορίας το ποδήλατο» σε στίχους της Αγαθής Δημητρούκα, με την Ελλη Πασπαλά και τον ίδιο.

«Ηταν ένας χειμώνας που ερχόταν κάθε βράδυ στο σπίτι μου και με ρωτούσε τι έγραψες σήμερα, το άκουγε και το σχολίαζε. Ενα τέτοιο βράδυ άκουσε κάτι που θεωρούσα πολύ καλό τραγούδι. “Πέταξέ το”, μου είπε. Την επομένη τηλεφώνησε ο Γκάτσος: “Μάνο, άκουσες ένα συγκλονιστικό τραγούδι που έγραψαν η Αγαθή με τον Ηλία;”. “Δεν άκουσα τίποτα το συγκλονιστικό”, του απάντησε και μου ζήτησε να του το πάω. “Αυτό είναι τραγούδι, κι όχι αυτό που μου έβαλες χθες”, σχολίασε. Ομως ήταν το ίδιο. Η μεγάλη μου κληρονομιά, και μην το εκλάβεις ως έπαρση, είναι ότι καταλαβαίνω αν κάτι αξίζει, όχι μόνο στα δικά μου, αλλά και στα τραγούδια των άλλων».

Τεχνολογία και πλάνη

Οταν η συζήτηση φτάνει στην τεχνολογία, λέει ότι κι αυτός ενέδωσε στην ευκολία της. «Χάθηκε η διαδικασία αναζήτησης ενός δίσκου στα δισκοπωλεία, η μαγεία της ακρόασης, η μυρωδιά του χαρτιού, ότι μπορείς να διαβάσεις τους στίχους και τις λεπτομέρειες μιας έκδοσης, όμως είναι φοβερό να μπαίνεις στο Spotify και να τα βρίσκεις όλα. Η πλειοψηφία ακούει πια μουσική στο κινητό και συχνά αναρωτιέμαι, μήπως αυτός ο τρόπος είναι πιο σωστός; Εμείς αναζητούσαμε σε ένα δίσκο λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης, τις χροιές, τις ερμηνείες, μήπως ήμασταν σε μια πλάνη; Πάντα θα υπάρχει τρόπος να ανακαλύψει, όποιος ενδιαφέρεται, τα κρυμμένα. Στα κρυμμένα ανήκω κι εγώ, δεν είμαι στην πρώτη γραμμή».

«Ο Μάνος με άκουσε στο “Με την πρώτη σταγόνα της βροχής” και στον “Αητό χωρίς φτερά”. Του άρεσε πολύ η φωνή μου και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους».

Τραγουδιστής ή συνθέτης; Μετά τον θάνατο του κορυφαίου συνθέτη λέει ότι πιέστηκε να ακολουθήσει το επάγγελμα «τραγουδιστής του Χατζιδάκι». «Τραγουδιστής του Χατζιδάκι χωρίς αυτόν δεν γίνεται. Αλλο να τον μεταφέρω ως περιεχόμενο στις συναυλίες. Το κοινό δεν γνωρίζει ότι έκανα πολλά δικά μου πράγματα. Ζητάει επίμονα τον τραγουδιστή Λιούγκο, όχι και τον συνθέτη».

Τραγούδια του ερμήνευσαν οι Φλέρυ Νταντωνάκη, Ελλη Πασπαλά, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δημήτρης Μητροπάνος, Μανώλης Μητσιάς, Γιώργος Νταλάρας κ.ά. «Επειδή πια δεν μπορώ να ζήσω γράφοντας, τραγουδάω. Υπάρχουν στιγμές που μου αρέσει, αλλά δεν είμαι τραγουδιστής. Από το 1994 που έφυγε ο Μάνος, είπα ότι θα τον μεταφέρω στα τραγούδια μου αφομοιωμένο». Τώρα συζητάει με τον Βασίλη Λέκκα να του γράψει τραγούδια. «Εχει αξία ο τρόπος που τραγουδά. Με τον Βασίλη και την Ελλη (Πασπαλά) είμαστε σαν αδέρφια με πατέρα τον Μάνο».

«Πιστεύω στη μελωδία»

Ο γιος του, Ορέστης, γράφει στίχους, μουσική, σπουδάζει στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών και συχνά μιλάνε για τις τάσεις της εποχής. Ποια είναι η γνώμη του για το χιπ χοπ; «Σ’ αυτό το είδος χωρίς μελωδία, θεωρώ εξαίρεση τον Γιάννη Αγγελάκα, τον οποίο θαυμάζω. Ομως εγώ πιστεύω στη μελωδία, γιατί αυτή αναλαμβάνει τον ρόλο να απογειώσει τις λέξεις. Σήμερα πολλοί δημιουργοί καταργούν τη μελωδία, αλλά ακόμη και όταν γράφουν ωραίο λόγο το αποτέλεσμα δεν με αγγίζει».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT