«Ζω ελεύθερη, δεν ανήκω πουθενά»

Η Μαντλέν Πεϊρού μιλάει στην «Κ» για τη μουσική της, για την τζαζ, αμέσως μετά τη συναυλία της στον Λόφο της Σάνης

5' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο χρόνος δεν είναι κάτι που έχεις,/ ο χρόνος είναι κάτι που φτιάχνεις./ Φτιάξε χρόνο για αυτά που αξίζουν».

Η Μαντλέν Πεϊρού άρχισε τη συναυλία της στο Sani Festival με το τραγούδι «Don’t Wait Too Long», μια επιτυχία από το άλμπουμ «Careless Love», που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο πουλώντας μισό εκατομμύριο αντίτυπα.

Εχουν περάσει έκτοτε ακριβώς δύο δεκαετίες. Το νεαρό κορίτσι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τραγουδίστρια και τραγουδοποιός της τζαζ, που ξεκίνησε την καριέρα της ως έφηβη στους δρόμους του Παρισιού, έκλεισε τον Απρίλιο τα πενήντα της χρόνια, αλλά δεν έχασε τον αυθορμητισμό και την αμεσότητα των μουσικών του δρόμου.

Η βραδιά στον Λόφο της Σάνης ήταν ζεστή, ένα μικρό φεγγάρι φώτιζε τον ανέφελο ουρανό και η θάλασσα της Χαλκιδικής γυάλιζε στο βάθος. Το σκηνικό, ιδανικό για μια σύγχρονη τροβαδούρο, που όπως είπε αργότερα στη συζήτησή μας ζει μέσα στον κόσμο, αλλά δεν ανήκει πουθενά.

Βγήκε στη σκηνή με άνετα, μποέμικα ρούχα και πήγε κατευθείαν να πάρει την ακουστική κιθάρα της. Οι μουσικοί του γκρουπ έκαναν ακριβώς το ίδιο και αφού προετοιμάστηκαν μιλώντας μεταξύ τους και γελώντας –μια πενταμελής δεμένη, ταλαντούχα, έμπειρη ομάδα–, άρχισαν να παίζουν κοιτάζοντας για πρώτη φορά το κοινό.

Κι έτσι εύκολα μας πήραν μαζί τους. Η συναυλία, χωρίς διάλειμμα, ήταν ένα στοχαστικό μουσικό ταξίδι με τζαζ αυτοσχεδιασμούς και μελωδικά κομμάτια, με γνώριμα τραγούδια από προηγούμενες διασκευές της καλλιτέχνιδος, αλλά και υλικό από το νέο της άλμπουμ, το ένατο και πιο θαρραλέο, όπως λενε οι κριτικοί. Το «Let’s Walk» συνδυάζει προσωπικές αφηγήσεις, κοινωνικές παρατηρήσεις και αυτή τη χαρακτηριστική, σαν κρυστάλλινη συναισθηματική ατμόσφαιρα, που διακρίνει τη δουλειά και τις ερμηνείες της.

«Η μουσική που τραγουδάω είναι επηρεασμένη από την αμερικανική παράδοση», απαντά η Μαντλέν Πεϊρού στην ερώτηση εάν νιώθει πιο κοντά στην τζαζ, στη φολκ, στις κάντρι μπαλάντες, ή στη μουσική της Νέας Ορλεάνης, την πολιτεία από την οποία κατάγεται ο πατέρας της.

«Ζω ελεύθερη, δεν ανήκω πουθενά»-1
Η φετινή συναυλία της Πεϊρού κάτω από τον έναστρο ουρανό της Χαλκιδικής δόθηκε δέκα χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στο Sani Festival, στον γοητευτικό χώρο που βρίσκεται μπροστά στον Πύργο της Σάνης, στην άκρη της μικρής ομώνυμης χερσονήσου. [Alexandros Oikonomidis]

«Επιπλέον, νομίζω ότι αυτός ο διαχωρισμός των μουσικών ειδών είναι προβληματικός», προσθέτει. «Εντάσσονται τόσο διαφορετικά μουσικά στυλ στην κατηγορία της τζαζ και της φολκ, ώστε δεν μπορείς να περιγράψεις ακριβώς τον ήχο κάθε είδους. Ο Tελόνιους Μονκ είναι στο ίδιο ύφος με τον Μπένι Γκούντμαν; Οχι, αλλά είναι και οι δύο τζαζ. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον ήταν διαφορετικός από τη Ροζάν Κας (σ.σ. κόρη του Τζον Κας) αλλά ανήκουν και οι δύο στην κάντρι, με λίγα λόγια στη φολκ κουλτούρα. Οι μουσικοί της τζαζ είναι, κατά τη γνώμη μου, οι πιο ολοκληρωμένοι τεχνικά και αυτό σημαίνει ότι διαθέτουν άπειρες δυνατότητες ως προς το ύφος, και μπορούν να κάνουν τα πάντα».

«Let’s roll/ let’s walk» μας παρακινεί με το ομώνυμο τραγούδι, «Ας κυλήσουμε/ Ας περπατήσουμε/ Ας οδηγήσουμε τα θνητά μας σώματα εκεί όπου πάνε οι καρδιές και το μυαλό μας».

«Δεν είμαι κλασική ερμηνεύτρια της τζαζ, δεν αυτοσχεδιάζω μελωδίες χωρίς στίχους και δεν διαθέτω ούτε το φωνητικό εύρος ούτε την αντίστοιχη φωνητική τεχνική».

Ακούγοντάς τη στη διάρκεια της συναυλίας να τραγουδά κομμάτια από το άλμπουμ «Let’s Walk», εύκολα οι μουσικοί συνειρμοί με πήγαν σε ένα coffee shop που ξενυχτούσε χαμένο μακριά στη δεκαετία του ’30 ή του ’40, και ύστερα σε εμβληματικούς τραγουδοποιούς της «λαϊκής» αμερικανικής μουσικής, τον Γούντι Γκάθρι ή τον Μπομπ Ντίλαν. Αλλωστε η Πεϊρού έχει διασκευάσει και τραγουδάει με αυτή τη φωνή που σε υπνωτίζει –ένας συνδυασμός δύναμης και τρυφερότητας– το δικό του «You’re Gonna Make Me Lonesome When You Go».

Στη διάρκεια της λαμπρής καριέρας της, το φωνητικό ύφος της έχει εξελιχθεί, χωρίς ωστόσο να χάσει το χαρακτηριστικό της ηχόχρωμα, που διαθέτει ευαισθησία, κομψότητα και μια ελαφρά βραχνάδα, θυμίζοντας θρύλους της τζαζ όπως η Μπίλι Χολιντέι και η Εντίθ Πιαφ.

«Ξέρετε, δεν είμαι μια κλασική ερμηνεύτρια της τζαζ, δηλαδή δεν αυτοσχεδιάζω μελωδίες χωρίς στίχους, και δεν διαθέτω ούτε το φωνητικό εύρος ούτε την αντίστοιχη φωνητική τεχνική», σχολιάζει. «Η παράδοση στην οποία εντάσσομαι είναι αυτή των λέξεων μέσα σε ένα δραματικό, θεατρικό πλαίσιο. Νομίζω λοιπόν ότι με τον καιρό η προσέγγισή μου στο τραγούδι ικανοποιεί την ανάγκη μου να πω μια ιστορία, ένα μικρό ποίημα για τον κόσμο και τους ανθρώπους».

Αισθάνεται ότι η ηλικία και η επιτυχία την έχουν απομακρύνει από την παράδοση των πλανόδιων μουσικών, των buskers, όπως ονομάζονται στην Αμερική;

«Κάθε άλλο», απαντά, αναφέροντάς μου ότι στην Ελλάδα έχει ακούσει μερικούς εξαιρετικούς μουσικούς να παίζουν στον δρόμο. «Παντού καταπληκτική μουσική», προσθέτει. «Ξέρετε, πολλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ταξιδεύεις συνέχεια, να κάνεις περιοδείες, να είσαι στον δρόμο. Σημαίνει ότι βρίσκεσαι διαρκώς σε λειτουργία. Με αυτό τον τρόπο αποκτάς σοφία και γίνεσαι μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ετσι μαθαίνεις ιστορίες, που αργότερα μπορείς να διηγηθείς στο κοινό και να γίνεις μέλος του τελετουργικού του εορτασμού της ζωής».

Ενα από τα πιο ρυθμικά νέα τραγούδια της έχει τίτλο «Take Care» και κάποιοι στίχοι του λένε: «Τώρα, να ζεις είναι εντάξει, αν μπορείς πραγματικά να επιβιώσεις/ Χωρίς χρόνο για απόλαυση ούτε σχέσεις για να ευδοκιμήσουν/ Αν θέλεις να είσαι εγωιστής, ακραίος και κακός/ Γίνε μέλος της ελίτ, πάρτε τα μετρητά, γίνε αισχρός/ Δεν είναι περίεργο που είμαι πάντα χαμένη σε μια ζάλη/ Απόδραση σε ταινίες και παιχνίδια και αδιαθεσία/ Αναρωτιέμαι αν θα αλλάξει ποτέ κάτι/ Τι περίεργες επιλογές κάναμε». Το ρεφρέν καταλήγει: «Ισως πρέπει να απέχεις/ Είναι καλό για την υγεία σου/ Ξέρω ότι ακούγεται τρελό/ Αλλά σε παρακαλώ να προσέχεις τον εαυτό σου».

Το ερμήνευσε στη συναυλία με ένταση· και ανάλογο πάθος είχε τραγουδώντας «Oh, my lost American soul». Αγωνιά για το μέλλον της χώρας της και από εκεί άντλησε την έμπνευση για την πιο πρόσφατη δουλειά της, αναρωτιέμαι.

«Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία το να αντιληφθείς την πραγματικότητα της βίας που κυριαρχεί στην Αμερική», απαντά. «Η βία και ο ρατσισμός είναι πολύ αληθινά και συμβαίνουν αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Εχω περάσει τη ζωή μου μαθαίνοντας μουσική από τη μαύρη αμερικανική κουλτούρα. Παίρνοντας ένα μήνυμα αγάπης, δημοκρατίας και δικαιοσύνης από τη μαύρη αμερικανική κουλτούρα. Μου είναι αδύνατο, λοιπόν, αυτή τη στιγμή να μην αναλάβω τις ευθύνες μου, να σιωπήσω χωρίς να βλέπω την πραγματικότητα. Ο δικός μου τρόπος για να δείξω την αλληλεγγύη μου και να διαμαρτυρηθώ ήταν ανέκαθεν να γράφω. Τα τραγούδια αποτελούν για μένα την πιο ειλικρινή ομολογία».

«Είναι συγκλονιστική εμπειρία το να αντιληφθείς την πραγματικότητα της βίας στην Αμερική. Η βία και ο ρατσισμός συμβαίνουν αυτή τη στιγμή που μιλάμε».

Ωστόσο, η συναυλία ολοκληρώθηκε με το υπέροχο «La vie en rose», το οποίο μουρμούριζε μαζί της όλο το ακροατήριο. «Μπορεί η ζωή να είναι ρόδινη;» τη ρωτώ.

«Ναι, όταν αντιλαμβάνεσαι ότι αυτός ο υπέροχος κόσμος δεν είναι μόνο δικός σου και ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά ελεύθερος, χωρίς να ανήκεις πουθενά», απαντά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT