Κάθε λέξη έχει το δικό της DNA

Ο μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης σε έναν σύντομο απολογισμό με αφορμή το βιβλίο του Φόκνερ «Ο αχός και το πάθος»

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οσοι γνωρίζουν τον Αχιλλέα Κυριακίδη από κοντά ξέρουν και το διαχρονικό όνειρο του διακεκριμένου μεταφραστή, συγγραφέα και κινηματογραφιστή: να γίνει γιατρός! Και εν μέρει τα κατάφερε, αν προσθέσουμε στο μακροσκελέστατο βιογραφικό του και πέντε ρόλους γιατρών, εκτός όλων των άλλων που έχει υποδυθεί σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου!

Συνεχίζοντας, όμως, την κινηματογραφική περιήγηση –εξάλλου είναι και βραβευμένος μικρομηκάς (έχει σκηνοθετήσει 11 φιλμ μικρού μήκους)– κινδυνεύουμε να περιορίσουμε τη βασική αφορμή της συνάντησής μας: τη νέα μετάφραση στα ελληνικά του θρυλικού μυθιστορήματος της αμερικανικής πεζογραφίας, αλλά και του μοντερνισμού, «The Sound and the Fury» του Ουίλιαμ Φόκνερ (εκδ. Gutenberg). Επέλεξε να το αποδώσει ως «Ο αχός και το πάθος», εξηγώντας τον λόγο εκτενώς στις σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου. Ας περιοριστούμε στην επισήμανσή του: «Ο τίτλος είναι αντλημένος από την αρχή του μονολόγου του Μακμπέθ όταν πληροφορείται τον θάνατο της Λαίδης Μακμπέθ. Με το “Αχός και το πάθος” δεν τιμώ μόνο τον Βασίλη Ρώτα, που υπογράφει την, κατά τη γνώμη μου, καλύτερη ελληνική μετάφραση της σαιξπηρικής τραγωδίας, αλλά θεωρώ ότι έτσι ερχόμαστε πιο κοντά στο γράμμα και στο πνεύμα όχι μόνο του σαιξπηρικού στίχου, αλλά και της φοκνερικής επανασημασιοδότησής του».

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης πρωτοδιάβασε το «The Sound and the Fury» όταν ήταν δεκάξι χρόνων, «στην ευλαβική, ενθουσιώδη, αλλά και πολύ αμήχανη μετάφραση του Νίκου Μπακόλα». Επιστρέφει στη φράση που μόλις διατύπωσε για να κάνει μια διόρθωση: «Δεν είναι ακριβές το ρήμα “διάβασα”. Φανταστείτε έναν έφηβο που ζει βυθισμένος στη διόλου συστηματική ανάγνωση όποιου βιβλίου τού πέσει στο χέρι, αντιμέτωπο με ένα κείμενο που δεν τον αφήνει να μπει εύκολα, που τον τρομοκρατεί όλο και περισσότερο όσο προχωράει στο ιδιοφυώς –το κατάλαβα μετά– δαιδαλώδες εσωτερικό του και τον αναγκάζει να το παρατήσει μετά από πενήντα σελίδες. Αλλά δεν ήταν τρόμος τελικά, ήταν δέος· το δέος μπροστά στο άγνωστο που σε υπερβαίνει, μπροστά στον χρησμό που δεν είσαι ακόμα έτοιμος ν’ αφήσεις να σε οδηγήσει. Κάτι ανάλογο με αυτό που αισθάνθηκα, π.χ., όταν είδα για πρώτη φορά, έφηβος πάλι, το “Πέρσι στο Μαρίενμπαντ” του Ρενέ. (Ξανα)διάβασα τον Mπακόλα χρόνια αργότερα, ώριμος αναγνώστης πια, το διάβασα στο πρωτότυπο και στη γαλλική του μετάφραση, και όχι μόνο το δέος παρέμεινε, άλλης μορφής, βέβαια, δέος μπροστά στο μεγαλείο τώρα, αλλά και το βιβλίο καταχωρίσθηκε στα μεταφραστικά μου “απωθημένα”».

Και δεν είναι τα μεταφραστικά τα μόνα «απωθημένα» για τον, γεννημένο στο Κάιρο το 1946, Αχιλλέα Κυριακίδη. Ο κατάλογος, που ξεκινάει από την Ιατρική, εμπλουτίζεται στη διάρκεια της συζήτησης.

«Θεραπευτές»

«Κάθε φορά που συναντάω έναν γιατρό δεν ξέρεις πώς αισθάνομαι. Πόσο εκτιμώ τον άνθρωπο που ο προορισμός του είναι να σε θεραπεύει», λέει. «Ο συγγραφέας δεν είναι κι αυτός, κατά κάποιον τρόπο, θεραπευτής;» παρεμβαίνω. «Ναι, είναι. Οπως και ο μουσικός. Το λογοτεχνικό μου σκέλος έχει ένα απωθημένο: τη μουσική! Θα ήθελα να μάθω ένα μουσικό όργανο, να διαβάζω παρτιτούρες, να συνθέτω. Λατρεύω την τέχνη που δεν μπορείς να την αφηγηθείς. Γιατί αυτό είναι η μουσική. Ενα γλυπτό μπορώ να σ’ το περιγράψω. Μια συμφωνία του Μπετόβεν, όχι».

Δηλώνει τη «λατρεία» του στον Μίκη Θεοδωράκη και αφηγείται την πρώτη και τελευταία φορά που του έσφιξε το χέρι: στα Αισχύλεια το 2017. «Ο Μίκης ήταν σε καροτσάκι. Ετρεμα από συγκίνηση. Με έπιασε μετά, όταν επέστρεψα στη θέση μου, ένας λυγμός. Κλάμα γοερό. Την άλλη μέρα είχα ένα επεισόδιο με την καρδιά μου και μου τοποθέτησαν stent στο νοσοκομείο… Είμαι από αυτούς που όταν εκτιμώ κάποιον, μπορώ να πέσω στα πόδια του. Ετσι συνέβη και με τον Μπόρχες. Ετρεμα, δεν ήξερα πώς να σταθώ όταν τον συνάντησα ως ο Ελληνας μεταφραστής του… Εμαθα ισπανικά –αυτοδίδακτος– μόνο και μόνο για να διαβάζω Μπόρχες. Εκείνος ήταν πολύ γλυκός. Ενας άνθρωπος συμφιλιωμένος με τα γηρατειά και την τυφλότητά του και, κυρίως, με τη σοφία του».

– Eχετε μεγαλύτερο ταλέντο με τις γλώσσες ή με τους ανθρώπους;

– Μα η γλώσσα δεν είναι ο άνθρωπος; Δεν είναι θέμα ταλέντου… Εχω κι εδώ ένα απωθημένο! Δεν έμαθα γερμανικά. Ξέρω γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, αλλά όχι γερμανικά. Κι όταν ακούω να απαγγέλλουν Χέλντερλιν ή Γκαίτε, τρελαίνομαι!

– «Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο», είναι ένας στίχος του Σινόπουλου, στον οποίο αναφέρεται και το πρώτο ντοκιμαντέρ που γυρίσατε χάρη στη βοήθεια του Νίκου Σμαραγδή. Εσείς, από πού «έρχεστε διαρκώς»;

– Θα έλεγα από την ελληνική γλώσσα, με τον κίνδυνο να ακουστεί υπερφίαλο. Αυτή είναι το σπίτι μου και λυπάμαι όταν τραυματίζεται. Είναι η γλώσσα στην οποία γράφω, διαβάζω, κλαίω.

– Πώς αντιλαμβάνεστε τον «τραυματισμό»;

– Δεν έχω πρόβλημα με τους νεολογισμούς. Μου αρέσουν πολύ. Οπως η έκφραση «δεν υπάρχεις, ρε φίλε!». Αλλά εξοργίζομαι όταν χρησιμοποιούμε το «άμεσα» και το «ευχάριστα» στη θέση τού «αμέσως» / «ευχαρίστως».

Είμαι από αυτούς που όταν εκτιμώ κάποιον μπορώ να πέσω στα πόδια του. Ετσι συνέβη και με τον Μπόρχες. Ετρεμα, δεν ήξερα πώς να σταθώ όταν τον συνάντησα. Εμαθα ισπανικά μόνο και μόνο για να διαβάζω Μπόρχες.

– Φτάνει στον Φόκνερ κανείς ως μεταφραστής ή μπορεί να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του και από τον Φόκνερ;

– Δεν υπάρχει εύκολη μετάφραση. Πρέπει να υπάρχει η απόλυτη απέκδυση κάθε ναρκισσισμού. Ο μεταφραστής δεν βελτιώνει τον συγγραφέα. Είναι δούλος του κειμένου, δούλος του συγγραφέα. Δεν μπορείς να βελτιώσεις ή να παραλείψεις. Η μεταφορά μιας γλώσσας, ενός συνολικού πνεύματος, είναι μεγάλη ευθύνη. Γι’ αυτό και πιστεύω πάρα πολύ στις σημειώσεις. Οσο καιρό μετέφραζα τον Φόκνερ, άλλο τόσο διάβαζα βοηθήματα για τις σημειώσεις, που συμπεριέλαβα στο τέλος του βιβλίου. Ναι, δεν ξεκινάς από Φόκνερ. Οπως δεν ξεκινάς από τον Πικάσο ζωγραφίζοντας. Φτάνεις στην αφαίρεση όταν έχεις κατακτήσει τον ρεαλισμό. Κάθε λέξη έχει το DNA της. Πώς έγινε, πού αποσκοπεί…

– Μετάφραση, γραφή, σινεμά, υποκριτική, όλα στη ζωή σας μοιάζει να είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

– Μαζί και η οικογένεια. Είναι σαν ένα πλέγμα. Πηγαίνω από το ένα στο άλλο με άνεση. Εχω μεταφράσει 150 βιβλία, έχω γράψει ο ίδιος 23 βιβλία, έχω γυρίσει 11 ταινίες μικρού μήκους, έχω τιμηθεί με βραβεία, με παράσημο από το γαλλικό κράτος, είμαι επίτιμος διδάκτωρ σε δύο πανεπιστήμια (Αριστοτέλειο, Ιόνιο) και, να προσθέσω, παθιασμένος Ολυμπιακός! Είναι ποδήλατο η ζωή –το έχω ξαναπεί– άμα δεν κάνεις πεντάλ, πέφτεις.

– Πώς θα διατρέχατε, προσωπικά, τα 50χρονα της Μεταπολίτευσης;

– Το 1972 δούλευα ήδη εννέα χρόνια στην Εθνική Τράπεζα. Θέλησα να διακόψω. Μαζί με ένα φίλο αποφασίζουμε να ανοίξουμε ένα καφέ στη Σαντορίνη. Εφτιαξα τον πρώτο εσπρέσο στο νησί! Ηταν ένα καφέ που έπαιζε κλασική μουσική. Ανοιξε ’73, πήγε καλά, το ’74 όμως έγινε επιστράτευση, τα σχέδια ανατρέπονται, έχω ένα θείο που δούλευε στην UNESCO (είχα αποφοιτήσει από το Οικονομικό της Νομικής), τον ρώτησα αν μπορώ να βρω δουλειά στο Παρίσι. Παράλληλα βιώνω και έναν κρυφό έρωτα για τη δεύτερη εξαδέλφη μου. Την παραμονή του ταξιδιού λέγαμε οι δυο μας πόσο λυπόμαστε που θα αποχωριστούμε ο ένας τον άλλον. Τελικά, ήρθε στο Παρίσι και με βρήκε, επιστρέψαμε, παντρευτήκαμε, αποκτήσαμε τρεις κόρες. Είναι η Ιωάννα. Παντρευτήκαμε Ιούλιο του 1975. Του χρόνου συμπληρώνουμε 50 χρόνια γάμου… Για μένα, η Μεταπολίτευση έχει κάτι μελαγχολικό… Κάτι δεν πήγε καλά. Το ’64-’65 υπήρχε ένα μπουμ καλλιτεχνικό που το έπνιξε η δικτατορία. Βέβαια, πρέπει να πω ότι η δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε για μένα από ένα προσωπικό δράμα.

Από το μηδέν

Τότε στάθηκε βράχος δίπλα του η Ιωάννα («βρεθήκαμε με τρία παιδιά στο απόλυτο κοινωνικό, οικονομικό και επαγγελματικό μηδέν»), τον στήριξαν οι φίλοι του και κυρίως ο Γιάννης Ευσταθιάδης, συνιδρυτής της μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας Bold (Ogilvy and Mather) και σημαντικός λογοτέχνης.

Κάθε λέξη έχει το δικό της DNA-1Οσοι ξέρουν τον Αχιλλέα Κυριακίδη γνωρίζουν επίσης ότι τέσσερα είναι τα κομβικά πρόσωπα στη ζωή του: ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ταρκόφσκι, ο Μπόρχες και η Ιωάννα. Αυτοί τον έχουν διαμορφώσει.

Αν όμως τον ρωτήσει κανείς τι άυλο θα διέσωζε από μια επικείμενη καταστροφή, εκτός από τις μουσικές που αγαπάει, προσθέτει και τη φωνή τής, αναγνωρισμένης, σοπράνο κόρης του, Ειρήνης Κυριακίδου, που ζει στη Νέα Ορλεάνη. «Λέει πολύ ωραία την άρια “O mio babbino carο” από την όπερα του Πουτσίνι “Gianni Schicchi”», σχολιάζει, όχι χωρίς συγκίνηση…

Οση ώρα κουβεντιάζουμε με τον Αχιλλέα Κυριακίδη στο καθιστικό του σπιτιού του, συναντάω τις τρεις από τις επτά γυναίκες της ζωής του: τη σύζυγό του Ιωάννα, τις κόρες του, Δάφνη και Ιουλία. Από τις τρεις εγγονές του, η μία είναι στην Ελλάδα. Οι κυρίες αποσύρονται στη βεράντα για να μη μας ενοχλούν.

Το ερχόμενο φθινόπωρο θα εκδοθεί νέα συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Το κερί του Καρτέσιου». «Είμαι υπέρ της μικρής φόρμας», υπογραμμίζει. «Μικρού μήκους ταινίες – δεν θα κάνω ποτέ μεγάλου μήκους, όπως δεν θα γράψω ποτέ μυθιστόρημα. Υποταγή στον χρόνο».

«Εάν γυρίζατε τη ζωή σας μικρού μήκους ταινία, ποιο πλάνο θα επιλέγατε ως το πιο αντιπροσωπευτικό;» τον ρωτώ, αντί επιλόγου. «Αυτές», μου λέει χωρίς να διστάσει, και μου δείχνει τις τρεις γυναίκες στο μπαλκόνι, να συζητούν, τόσο πλήρεις και ευχαριστημένες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT