Νέα μέτρα με στόχο την καταπολέμηση του υπερτουρισμού λαμβάνει ξανά η Βενετία μόλις περίπου τρεις μήνες απ΄όταν η εμβληματική πόλη έγινε η πρώτη στον κόσμο που εισήγαγε εισιτήριο πέντε ευρώ στους τουρίστες.
Τα νέα μέτρα θα αφορούν αυτή τη φορά τον περιορισμό του μεγέθους των τουριστικών γκρουπ στα 25 άτομα, ενώ οι τοπικές αρχές θα απαγορεύσουν επίσης τη χρήση μεγαφώνων από ξεναγούς προκειμένου εκτός των άλλων να προστατευθεί και η ηρεμία των κατοίκων.
Τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ στις 31 Ιουλίου περιλαμβάνουν εξαιρέσεις για τα παιδιά κάτω των δύο ετών, τις σχολικές ομάδες και τα εκπαιδευτικά ταξίδια, ενώ οι παραβάτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με πρόστιμα από 25 έως 500 ευρώ.
Συνωστισμός παρά τα μέτρα
Παρ΄ότι η Βενετία εντείνει τα μέτρα οι ορδές τουριστών παραμένουν, με αποτέλεσμα οι δημοτικές αρχές να εξετάζουν ακόμη και τον διπλασιασμό του εισιτηρίου στα 10 ευρώ το 2025. Οπως δήλωσε πρόσφατα ο Σιμόν Βεντουρίνι, δημοτικός σύμβουλος αρμόδιος για τον τουρισμό και την κοινωνική συνοχή της πόλης, η αρχική αξιολόγηση του προγράμματος ήταν θετική αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλος συνωστισμός.
«Ορισμένα Σαββατοκύριακα υπήρχαν λιγότεροι άνθρωποι από ό,τι την ίδια εποχή πέρυσι, όμως κανείς δεν περίμενε ότι όλοι οι εκδρομείς θα εξαφανίζονταν ως εκ θαύματος», είχε αναφέρει στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters προσθέτοντας πως τα μέτρα θα γίνουν πιο αποτελεσματικά τα επόμενα χρόνια που θα αυξηθούν η τιμή και οι ημέρες εφαρμογής.
Την ίδια ώρα αρκετές ανεξάρτητες έρευνες που μελέτησαν το παράδειγμα της Βενετίας, δείχνουν πως ένας πρόσθετος φόρος δεν αρκεί από μόνος του προκειμένου να μειωθούν οι αφίξεις των τουριστών. Αλλωστε ένα ευρύ φάσμα τουριστικών φόρων εφαρμόζεται ήδη στα ξενοδοχεία ή τα αεροδρόμια με αποτέλεσμα οι τουρίστες να χρεώνονται κατά την είσοδο ή την αναχώρησή τους.
Επίσης η τελευταία γενιά φόρων, μερικές φορές γνωστοί ως «οικολογικοί φόρο»ι, έχουν σχεδιαστεί για να διαχειρίζονται τον όγκο των ταξιδιωτών που συγκλίνουν σε ευαίσθητα τουριστικά αξιοθέατα, όπως τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ανάγκη αλλαγών στο «πείραμα» της Βενετίας
Μιλώντας στην «Κ» για το «πείραμα της Βενετίας», η διευθύνουσα σύμβουλος του προγράμματος Sustainable Tourism Asset Management Program (STAMP) στο Πανεπιστήμιο Cornell, Μέγκαν Επλερ Γουντ (Megan Epler Wood), σημειώνει πως το εισιτήριο εισόδου στο κέντρο της πόλης για τους ημερήσιους ταξιδιώτες απέφερε 2 εκατομμύρια ευρώ από τις 15 Ιουλίου, ωστόσο ακόμη δεν έχει μειώσει την επισκεψιμότητα.
Με κάποιες αλλαγές στο πρόγραμμά της Βενετίας, ειδικά σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση πιο συγκεκριμένων στόχων και τη δημοσιονομική λογοδοσία, η Βενετία θα μπορούσε να κάνει πιο αποτελεσματικά τα μέτρα της.
«Είναι πολύ νωρίς για να επικρίνουμε την πιλοτική εφαρμογή του τέλους εισόδου στη Βενετία, καθώς θα πρέπει να δούμε την εφαρμογή της πολιτικής στο σύνολό της. Προς το παρόν, όμως, δεν υπάρχουν διαθέσιμοι μετρήσιμοι στόχοι για την εφαρμογή του τέλους εισόδου και καμία ανεξάρτητη εξέταση των σχεδίων τους για την επένδυση των εσόδων που εισπράττουν», σημειώνει η κ. Γουντ.
Η ειδικός τονίζει πως με κάποιες αλλαγές στο πρόγραμμα, ειδικά σε ό,τι αφορά την υιοθέτηση πιο συγκεκριμένων στόχων και τη δημοσιονομική λογοδοσία, η Βενετία θα μπορούσε να κάνει πιο αποτελεσματικά τα μέτρα της.
Ανάγκη προσδιορισμού του κόστους ανά τουρίστα
Με το πρόβλημα του υπερτουρισμού μετά την πανδημία να μην πλήττει μόνο τη Βενετία, αρμόδιοι φορείς δημοφιλών προορισμών σε όλο τον κόσμο βλέπουν το κόστος διαχείρισης του τουρισμού να εκτοξεύεται και αυτό αναμένεται να γίνει όλο και πιο συχνό την επόμενη δεκαετία.
Ερευνα του προγράμματος Sustainable Tourism Asset Management στο Πανεπιστήμιο Cornell αναφέρεται και στο παράδειγμα της Αθήνας, η οποία δέχτηκε σχεδόν 7 εκατομμύρια τουρίστες το 2023, λαμβάνοντας μόνο 0,42 ευρώ ανά τουρίστα σε δημοτικό επίπεδο, προκαλώντας μια μεγάλη επιβάρυνση στις υποδομές της, ιδιαίτερα τις υπηρεσίες ενέργειας, αποβλήτων και ύδρευσης – ένα πρόβλημα που έχει ταλαιπωρήσει τα ελληνικά νησιά εδώ και χρόνια.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αόρατο βάρος του τουρισμού, οι νέοι οργανισμοί διαχείρισης προορισμών (DMO) θα πρέπει να συνεργαστούν με τους τοπικούς φορείς για να προσδιορίσουν το κόστος ανά τουρίστα με στόχο της διασφάλισης μιας δίκαιης και βιώσιμης χρήσης των τοπικών πόρων.
Η κ. Γουντ πιστεύει πως τα παραπάνω ζητήματα απαιτούν μεγαλύτερη προσοχή από τις τοπικές κυβερνήσεις, οι οποίες πολλές φορές στερούνται πόρων και τεχνογνωσίας για να δράσουν, ενώ επισημαίνει πως προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αόρατο βάρος του τουρισμού, οι νέοι οργανισμοί διαχείρισης προορισμών (DMO) θα πρέπει να συνεργαστούν με τους τοπικούς φορείς για να προσδιορίσουν το κόστος ανά τουρίστα με στόχο τη διασφάλιση μιας δίκαιης και βιώσιμης χρήσης των τοπικών πόρων. Μόλις προσδιοριστεί αυτό το κόστος αυτό, τότε θα προχωρήσουν και σε φορολογική μεταρρύθμιση για την κάλυψη του κόστους αυτού.
«Η θέσπιση φόρων πρέπει να υπολογίζεται με βάση στο πραγματικό κόστος διαχείρισης των επιπτώσεων του τουρισμού», καταλήγει η ειδικός.