Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στην «Κ»: Το βίωμα δίνει σάρκα στα τραγούδια

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στην «Κ»: Το βίωμα δίνει σάρκα στα τραγούδια

Η μητέρα του και τα παιδικά του χρόνια, ο Ξαρχάκος και ο Λοΐζος, ο Μπιθικώτσης και ο Καζαντζίδης, η δημοσιογραφία και η στιχουργική: Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος εξιστορεί τη ζωή του, λίγες ώρες πριν από τη μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο.

6' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο σαλόνι του σπιτιού του, στην περιοχή της Ακρόπολης, ένιωσα πως δεν ήμασταν μόνοι. Πολλοί «ίσκιοι» λες και πέρασαν από δίπλα μας: οι γονείς του, οι παιδικοί φίλοι της αυλής όπου μεγάλωσε (στην οδό Φωκαίας 18, κάτω από την πλατεία Βικτωρίας), ο Μάνος Λοΐζος, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, δισκογραφικοί παραγωγοί, μουσικοί και ηχολήπτες, συνάδελφοί του δημοσιογράφοι, αλλά και άνθρωποι που γνώρισε στη διάρκεια του ρεπορτάζ και αφηγήθηκε την ιστορία τους: μου δείχνει μια σχετική ασπρόμαυρη φωτογραφία από ένα φτωχόσπιτο στην Κοκκινιά. Τον Νοέμβριο, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος θα κλείσει τα 89 του χρόνια. Νωρίτερα, την Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, θα δει μερικούς από τους πιο σημαντικούς τραγουδιστές των τελευταίων δεκαετιών να ερμηνεύουν τραγούδια με δικούς του στίχους, στη συναυλία με τίτλο «Ολοι σε φωνάζαν αρχηγό!» που διοργανώνουν ο ΣΚΑΪ και το «Ολοι μαζί μπορούμε». Την περιμένει με ανυπομονησία, ξέρει ότι θα συγκινηθεί πολύ. Την νιώθει την αγάπη του κόσμου και την απολαμβάνει, από το 1963 που ξεκίνησε το συναρπαστικό ταξίδι του στον χώρο της δισκογραφίας.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στην «Κ»: Το βίωμα δίνει σάρκα στα τραγούδια-1
Aνάμεσα στον Γιώργο Νταλάρα και στη Μαρινέλλα. Συνεργασίες που ξεπέρασαν τον χρόνο και άφησαν πίσω τους ανεκτίμητη παρακαταθήκη.

– Πόσα χρόνια ζείτε σε αυτή τη γειτονιά;

– Από το 1981. Εχει αλλάξει πολύ από τότε η Αθήνα, βέβαια, αλλά η Ακρόπολη, αυτό το μαγικό μέρος, βρίσκεται πάντα στην απέναντι γωνία. Αν βγεις στην ταράτσα μας, θα την πιάσεις στη χούφτα σου!
 
– Εχετε καταλήξει τι μετράει πιο πολύ για να βγει καλός ένας στίχος; Το βίωμα ή η φαντασία;

– Η φαντασία σίγουρα βοηθάει, αλλά το βίωμα είναι αυτό που δίνει σάρκα στα τραγούδια. Η ίδια η ζωή, δηλαδή. Εγώ έχω ζήσει μαύρα παιδικά χρόνια: Κατοχή, Εμφύλιο, φτώχεια απερίγραπτη, πείνα· αυτά έγραψαν μέσα μου και αποτυπώθηκαν στους στίχους μου. Ο πατέρας μου, Παναγιώτης, ήταν τσαγκάρης, η μητέρα μου, Λουίζα, δούλευε σε σπίτια, καθάριζε, έπλενε, σιδέρωνε – «ο γιος της καθαρίστριας», έτσι με φώναζαν στο σχολείο, ζόρικο για ένα παιδί. Ο,τι έχω κάνει το χρωστάω κυρίως σε εκείνη, στα μαρτύρια που πέρασε για να με μεγαλώσει. Πώς να μην επηρεαστεί η γραφή μου; Δεν λέω πως κι ένας καλοζωισμένος και καλομαθημένος δεν μπορεί να γράψει καλά, όμως όταν είσαι φουκαράς, το πράγμα λειτουργεί αλλιώς.
 
– Πρόλαβαν οι γονείς σας να δουν την επιτυχία σας;

– Είδαν αρκετά τραγούδια μου να γίνονται επιτυχίες. Η μάνα μου είχε όνειρο να αποκτήσει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι της, ένα σπίτι. Αυτό της είχε λείψει περισσότερο. Ε, λοιπόν, της αγόρασα δύο: ένα για να μένει κι ένα για να το νοικιάζει και να έχει δικό της εισόδημα. Και αισθανόταν σαν βασίλισσα!

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στην «Κ»: Το βίωμα δίνει σάρκα στα τραγούδια-2
Από τις τραγουδίστριες με τις οποίες έχει συνεργαστεί ξεχωρίζει τη Χαρούλα Αλεξίου.

– Πώς ξεκίνησε το ταξίδι της στιχουργικής;

– Αρχισα να γράφω για πλάκα. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι είχα κάποιο ταλέντο στη στιχουργική. Εκείνος που με παρακίνησε ήταν ο φίλος μου Σταύρος Ξαρχάκος. Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πιτσιρικάδες ήμασταν τότε και οι δύο. Είχε γράψει τη μελωδία της «Απονης ζωής» και της έβαλα στίχους. Και έγινε χαλασμός! Με την πρώτη προσπάθεια έφτασα στα Ιμαλάια, το φαντάζεσαι; Γι’ αυτό και λέω ότι η «Απονη ζωή» δεν είναι για μένα απλώς ένα τραγούδι, είναι το τρίτο παιδί μου – στην πραγματικότητα το δεύτερο, μετά τον Νότη, μια και κυκλοφόρησε το 1963. Από τότε όλα έγιναν πιο εύκολα.

Εκείνος που με παρακίνησε να γράψω ήταν ο φίλος μου Σταύρος Ξαρχάκος. Είχε γράψει τη μελωδία της «Απονης ζωής» και της έβαλα στίχους. Και έγινε χαλασμός! 

– Σας πίεσαν ποτέ οι εταιρείες να επαναλάβετε τη «συνταγή» ενός σουξέ; Να ακολουθήσετε μια μανιέρα;

– Συνέβη και αυτό αρκετές φορές. Αλλά εγώ ήμουν δημοσιογράφος στα «ΝΕΑ» με κάποιο όνομα ήδη και τους έγραφα… ξέρετε πού… Δεν επηρεαζόμουν, έκανα αυτά που ήθελα.
 
– Επί της ουσίας, ο δημοσιογράφος επηρέαζε τον στιχουργό – και πώς;

– Η δημοσιογραφία σε κάνει πιο πραγματιστή, σου μαθαίνει τη σαφήνεια. Ξέρεις ότι πρέπει να δώσεις όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες στο κείμενό σου χωρίς περιττές φλυαρίες και φιοριτούρες. Το ίδιο ισχύει και για τους στίχους. Πρέπει να είναι άμεσοι και κατανοητοί, για να τραγουδηθούν και να αγαπηθούν. Ετσι γίνεται πιο δυνατό ένα τραγούδι. Τα ξεχειλωμένα δεν τραβάνε.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στην «Κ»: Το βίωμα δίνει σάρκα στα τραγούδια-3
Με τον Σταύρο Ξαρχάκο, το 1964, όταν έγραφαν την «Απονη ζωή» και τη «Φτωχολογιά».

– Ποια δεκαετία νοσταλγείτε πιο πολύ;

– Την πρώτη του 1960, γιατί ήταν η πιο… βαρβάτη: η «Μεγάλη του Γένους Σχολή» για το τραγούδι, που τότε άλλαξε, έγινε πιο εντυπωσιακό, αλλά και πιο ουσιαστικό, γεννήθηκε το λεγόμενο έντεχνο. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Λοΐζος έγραψαν σπουδαία τραγούδια. Δίπλα τους ήταν πολύ σημαντικοί στιχουργοί όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Δημήτρης Χριστοδούλου. Στη συνέχεια, δυστυχώς οι δισκογραφικές εταιρείες κατέστρεψαν το τραγούδι. Ενώ παλαιότερα φρόντιζαν σε κάθε λεπτομέρεια τους δίσκους που κυκλοφορούσαν –όπως έκαναν ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και ο Μάκης Μάτσας, τουλάχιστον στην αρχή–, από τη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα από το 1980 και μετά, μόνο τα φράγκα μετρούσαν πια γι’ αυτούς, δεν τους ένοιαζε να πουλάνε αηδίες. Ηταν αναμενόμενο μέσα σε αυτό το κλίμα να διαφθαρούν και οι περισσότεροι τραγουδιστές. Οταν το νυχτοκάματο για τις φίρμες ήταν τουλάχιστον εκατό χιλιάρικα, όταν ένα «ααα» έκαναν και γέμιζε το πορτοφόλι τους, τι περίμενες;

Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Κουγιουμτζής, ο Ξαρχάκος, ο Λοΐζος έγραψαν σπουδαία τραγούδια. Ηταν η «Μεγάλη του Γένους Σχολή».
 
– Αμιλλα με ποιους από τους στιχουργούς είχατε;

– Ο Γκάτσος ήταν μεγάλος ποιητής, ο Ελευθερίου επίσης. Τους σεβόμουν, μου άρεσε ο τρόπος που έγραφαν. Αλλά πιστεύω ότι δεν ήταν τόσο λαϊκοί όσο εγώ.
 
– Από τους συνθέτες, ποιος σας λείπει περισσότερο;

– Ο Μάνος Λοΐζος. Οχι μόνον ως συνεργάτης, αλλά και ως φίλος. Ηταν υπέροχος. Ο καλύτερος από όλους όσους γνώρισα.

– Και από τους ερμηνευτές;

– Με συντάραζε να ακούω τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδάει στίχους μου. Στιβαρός, δωρικός, με μια μοναδική εκφραστικότητα. Τον Στέλιο Καζαντζίδη, που για πολλούς είναι το Νο 1, τον έβρισκα κάπως κλαψιάρη, δεν με συγκινούσε το ίδιο. Και, βέβαια, η φωνή της Χαρούλας Αλεξίου ήταν επίσης μαγική.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στην «Κ»: Το βίωμα δίνει σάρκα στα τραγούδια-4
Με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η συνεργασία τους ξεκίνησε με Μπιθικώτση, συνεχίστηκε με Σιδηρόπουλο και γέννησε διαμάντια.

– Την αγάπη του κόσμου τη νιώθετε;

– Την ένιωθα όλες αυτές τις δεκαετίες και εξακολουθώ να τη νιώθω. Αλλά και ως δημοσιογράφος πήρα πολλές τέτοιες χαρές. Ξέρεις ότι με ρεπορτάζ μου έχω σώσει ανθρώπους από τη φυλακή;
 
– Ποια είναι τα πέντε τραγούδια σας που θα βάζατε σε μια Κιβωτό;

– Η «Απονη ζωή» και η «Καισαριανή» του Σταύρου Ξαρχάκου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», επίσης του Ξαρχάκου, με τη Βίκυ Μοσχολιού. Ο «Αρχηγός» του Μάνου Λοΐζου με τη Χαρούλα. Το “Αχ χελιδόνι μου” του Λοΐζου με τον Γιώργο Νταλάρα, το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» του Μίμη Πλέσσα με τον Στράτο Διονυσίου και το “Θα πιω απόψε το φεγγάρι” του Πλέσσα με τον Γιάννη Πουλόπουλο. Αυτά είναι μερικά από όσα θα συνεχίσουν να… περπατάνε στο μέλλον. Για πόσα χρόνια; Ποιος ξέρει…
 
– Πόσο σας παίρνει να γράψετε τους στίχους ενός τραγουδιού;

– Από πέντε λεπτά μέχρι πέντε χρόνια. Ενα με παιδεύει πολύ τελευταία, δεν θυμάμαι καν από πότε. Δεν έχω καταφέρει να το ολοκληρώσω.

– Τι θέμα έχει;

– Τον έρωτα, τι άλλο; Ο έρωτας είναι το παν στη ζωή. Και κάτι ν’ αφήσεις πίσω σου, βέβαια. Πέρασα καλά, δεν έχω παράπονο. Αγάπησα, με αγάπησαν, έκανα οικογένεια, έγραψα χιλιάδες χρονογραφήματα και ρεπορτάζ στην εφημερίδα, βιβλία, θεατρικά έργα, χίλια διακόσια και πλέον τραγούδια. Την Τετάρτη στο Καλλιμάρμαρο θα είμαι ανάμεσα σε 50.000 ανθρώπους, μπορεί και περισσότερους, και θα τραγουδήσουμε μαζί κάποια από αυτά. Τι άλλο να ζητήσω;
 
– Αν μπορούσατε να πείτε ένα «ευχαριστώ» σε κάποιον από τους ανθρώπους που γνωρίσατε, σε ποιον θα το λέγατε;

– Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Μόλις βγήκα στο κουρμπέτι, είπε στον Τσιτσάνη, στον Καλδάρα και σε άλλους μεγάλους εκείνων των χρόνων, «αυτός ο μικρός θα σας στείλει όλους στη σύνταξη». Ηταν η πρώτη που με πίστεψε. Δεν συνάντησα πολλούς ανθρώπους στην πορεία μου με τέτοια γενναιοδωρία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT