Από την αρχαιοελληνική Τρωαδίτισσα μάντισσα που ήξερε τα μελλούμενα, αλλά κανείς δεν την πίστευε, έως την «Κασσάνδρα» του σύγχρονου δραματουργού Σέρχιο Μπλάνκο μεσολαβεί απόσταση αιώνων. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει μεταξύ τους μια ιδιαίτερη συγγένεια: κόρες και οι δύο του μύθου –αρχαίου ή σύγχρονου–, αγωνίζονται για να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής τους.
«Κατά κάποιον τρόπο, η Κασσάνδρα μου είναι σαν τα άνθη του κακού, προσπαθώντας να βρει την ομορφιά, την ελαφρότητα και το χιούμορ εκεί όπου υπάρχει φρίκη», λέει στην «Κ» ο 52χρονος θεατρικός συγγραφέας από την Ουρουγουάη που ζει στη Γαλλία. Γνωστός μας στην Ελλάδα από την εξαιρετική και επιτυχημένη παράσταση «Μια άλλη Θήβα» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ο Μπλάνκο θεωρείται από τις πιο δυνατές, σύγχρονες φωνές του ισπανόφωνου θεάτρου.
Η δουλειά του μοιάζει συχνά με μοντέρνα σπουδή επάνω στα υπαρξιακά θέματα που απασχολούν το αρχαίο ελληνικό δράμα, εν ολίγοις με τα ζητήματα που ορίζουν την ανθρώπινη κατάσταση. Ετσι ο μονόλογος της δικής του, οπερατικής «Κασσάνδρας», μιας διεμφυλικής μετανάστριας, αποδίδεται ιδανικά, σύμφωνα με τις διεθνείς κριτικές, από τη διεμφυλική σοπράνο Μαρία Καστίγιο ντε Λίμα.
«Την προσέγγισα ως έναν χαρακτήρα που έφυγε από έναν κατεστραμμένο κόσμο, αλλά που, ταυτόχρονα, κατανοεί ότι η ιδιότητά της ως μετανάστριας της δίνει επίσης μεγάλη ελευθερία», μας λέει ο συγγραφέας. «Δεν ήθελα να λυπηθώ τον χαρακτήρα της, αντίθετα ήθελα να προβάλω τα στοιχεία της χειραφέτησής της: από τη στιγμή που περνάει στην παρανομία, η Κασσάνδρα μου χρησιμοποιεί τη γλώσσα ελεύθερα, χωρίς κανενός είδους γλωσσική, ηθική ή πολιτισμική δέσμευση. Δεν είναι πλέον αιχμάλωτη ενός φύλου, αλλά γίνεται ένα ον απόλυτα υπεύθυνο για την ελευθερία του».
– Και αυτή η Κασσάνδρα «συνελήφθη» δραματουργικά στην Αθήνα;
– Ναι, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου που έγινε το 2008. Εμενα κοντά στην Ομόνοια και θυμάμαι ότι σοκαρίστηκα από την τρωτότητα των πολλών μεταναστών/ριών σε αυτή την περιοχή. Ενώ πήγαινα να δω τον Δία ή τον Κούρο στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ή τις μετόπες στον Παρθενώνα, ήρθα αντιμέτωπος με την πραγματικότητα των σωμάτων που δεν ανταποκρίνονταν στις αρχές της τάξης, του μέτρου και της ισορροπίας, αλλά ήταν σώματα υπό επίθεση, εκτεθειμένα σε καταστάσεις υπερβολικής βίας: πείνα, κρύο, ναρκωτικά, κατάθλιψη.
Οταν αποφάσισα ότι θα έγραφα αυτόν τον μονόλογο στην Αθήνα, και ότι θα τον έγραφα σε μόνο μία ημέρα, μου ήρθε στο μυαλό ο μύθος της Κασσάνδρας –της ξένης, της βάρβαρης–, με την πρόθεση να αφηγηθώ σε σπαστά Αγγλικά την ιστορία της εξορίας και αποκλήρωσής της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κασσάνδρα είναι εμπνευσμένη από τον πόνο στα πρόσωπα της Ομόνοιας.
– Ποιες πτυχές του αρχαίου ελληνικού μύθου έδωσαν πνοή στην Κασσάνδρα σας;
– Νομίζω ότι αυτό που με ενέπνευσε περισσότερο από τον ελληνικό πολιτισμό δεν ήταν τόσο ο ίδιος ο μύθος, όσο αυτό που δείχνει στους «Πέρσες» του ο Αισχύλος: η χειρονομία ενσυναίσθησης προς τους ηττημένους. Νομίζω ότι με αυτό το έργο ο τραγικός ποιητής μάς λέει ότι το θέατρο είναι το μέρος όπου μπορούμε να δώσουμε φωνή σε όσους έχουν χάσει τα πάντα.
Οταν αποφάσισα ότι θα έγραφα αυτόν τον μονόλογο στην Αθήνα, μου ήρθε στο μυαλό ο μύθος της ξένης, της βάρβαρης, με την πρόθεση να αφηγηθώ την ιστορία της εξορίας της. Η Κασσάνδρα είναι εμπνευσμένη από τον πόνο στα πρόσωπα της Ομόνοιας.
Σε αυτή την κρίση που βιώνει η Ευρώπη, η οποία γυρίζει την πλάτη στον πόνο χιλιάδων ανθρώπων που φθάνουν στις ακτές μας για να ξεφύγουν από την πείνα, τη δυστυχία, τις ασθένειες και τους πολέμους, είναι καιρός να ενεργοποιήσουμε αυτό το ενσυναισθητικό βλέμμα που μας διδάσκει το θέατρο. Γιατί είναι μια τέχνη που από τις απαρχές της συναισθάνεται τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων.
– Με ποιον τρόπο συνεχίζουν οι μύθοι να έχουν αντίκτυπο στους σύγχρονους δημιουργούς και στο κοινό;
– Είναι πολύ σύντομες αφηγήσεις που εμπεριέχουν την πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης με την απαραίτητη ταπεινότητα, γενναιοδωρία και ευελιξία. Κάθε μύθος έχει την ικανότητα να μας εξηγεί. Να μας εξιστορεί. Οι μύθοι είναι το καθολικό και αθάνατο κομμάτι του ανθρώπινου είδους μας, το οποίο δυστυχώς είναι καταδικασμένο να χαθεί. Οταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, είναι ευτύχημα που έχουμε ακόμη μύθους για να κρατήσουμε το είδος μας ζωντανό.
– Συνεργαστήκατε με τον Αργεντινό συνθέτη Πάβλο Ορτις για την οπερατική εκδοχή του έργου. Πώς διασφαλίσατε ότι η ουσία του κειμένου θα διατηρηθεί στη μουσική μεταφορά;
– Από ακουστικής άποψης, ο Πάβλο καταφέρνει να συνδυάσει με εξαιρετικό τρόπο το μεγαλειώδες και το τρομερό, το ιερό και το βέβηλο, το αρχαίο και το σύγχρονο. Κανείς δεν ξέρει να ακούει καλύτερα από έναν μουσικό, και εκείνος άκουσε την Κασσάνδρα με ευφυΐα, πάθος και ταπεινότητα, τρία πράγματα που τον χαρακτηρίζουν πολύ καλά.
Επειτα από αιώνες και αιώνες μομφής, ο μυθικός χαρακτήρας της βρήκε επιτέλους έναν ακροατή με σεβασμό και κομψότητα στο πρόσωπο του Πάβλο. Ενώ εγώ προσπαθούσα να δώσω φωνή στον χαρακτήρα, ο Πάβλο τον άκουγε. Κατά τη διάρκεια των μηνών που χρειάστηκαν για να γραφτεί η παρτιτούρα, μιλήσαμε μόνο τρεις ή τέσσερις φορές.
Στην πραγματικότητα ήταν τα έργα μας που συνομιλούσαν μεταξύ τους, και αυτό είναι κάτι πολύ όμορφο. Συναντηθήκαμε δύο ημέρες πριν από την πρεμιέρα στο Μπουένος Αϊρες (σ.σ. η πρεμιέρα έγινε στο περίφημο θέατρο «Κολόν») και ήταν πολύ συγκινητικό να βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη, ο οποίος είναι επίσης ένας άνθρωπος με μεγάλη ταπεινότητα και γενναιοδωρία.
Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων με γοήτευε να τον βλέπω να ακούει τη δική του μουσική: το έκανε σαν παιδί, με έκπληξη, απορία και ευτυχία. Υπάρχει κάτι που με συγκινεί και με τιμάει: είναι η γνώση ότι με αυτή την όπερα τα ονόματά μας θα συνδεθούν για πάντα.
«Κασσάνδρα», Εναλλακτική Σκηνή, ΕΛΣ, 27-29 Σεπτεμβρίου.Σκηνοθεσία: Ντιάνα Θεοχαρίδη και Αλέξανδρος Ευκλείδης. Συμμετέχουν μουσικοί του Ergon ensemble υπό τη μουσική διεύθυνση του Νίκου Βασιλείου.