Τον ανακαλύψαμε το 2006 με την παράσταση της όπερας του Τσαϊκόφσκι «Ευγένιος Ονέγκιν» στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας. Πολύ γρήγορα ο γεννημένος στη Μόσχα Ντμίτρι Τσερνιακόφ εξελίχθηκε σε περιζήτητο σκηνοθέτη. Στα 54 χρόνια του έχει επιβληθεί στις μεγαλύτερες διεθνείς σκηνές ως ένας από τους πιο παθιασμένους και ευρηματικούς δημιουργούς της γενιάς του.
Αυτόν τον Ρώσο σούπερ σταρ θα δούμε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου, στην πρεμιέρα του διπτύχου όπερας «Ιφιγένεια εν Αυλίδι & Ιφιγένεια εν Ταύροις», που ανοίγει τη σεζόν 2024/25 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Πρόκειται για μεγάλη διεθνή συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Φεστιβάλ του Εξ αν Προβάνς και την Εθνική Οπερα του Παρισιού, η οποία επαναπροσδιορίζει με τον τρόπο της τα όρια του λυρικού θεάτρου. Οι δύο όπερες του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, που αντλούν έμπνευση από τις ομώνυμες αρχαιοελληνικές τραγωδίες, γράφτηκαν με διαφορά πέντε ετών μεταξύ τους (1774, 1779) και έχουν αρκετές διαφορές.
Ωστόσο, για τον Τσερνιακόφ η ανάγκη της σύνδεσής τους είναι προφανής. Η ενιαία παρουσίαση των δύο σπουδαίων λυρικών έργων του Γκλουκ επιχειρεί να φωτίσει τον πυρήνα της κατάρας των Ατρειδών που αναπαράγει έναν κύκλο ατελείωτης βίας. Για να εικονογραφήσει την τραγική μοίρα της μυθικής βασιλικής οικογένειας, ο Τσερνιακόφ επιλέγει ως σκηνική εγκατάσταση ένα άχρονο σπίτι – ένα κουφάρι που άλλοτε «κλείνει» και άλλοτε γίνεται απολύτως διάφανο.
«Εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια κάνω τη δική μου σκηνογραφία για τις παραγωγές μου. Κι όμως δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνογράφο. Στη δουλειά μου ο χώρος είναι μέρος της σκηνοθεσίας. Το σκηνικό σύνολο δεν έχει καμία αξία ή νόημα μεμονωμένα. Χωρίς την παράσταση θα ήταν απλώς ακατανόητο», λέει ο ίδιος στην «Κ», όταν τον ρωτάμε με ποιον τρόπο ενσωματώνει τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία στις παραστάσεις του.
Μέχρι σήμερα ήταν πολύ σπάνιο να συνδυαστούν αυτές οι δύο όπερες σε ένα δίπτυχο που παρουσιάζεται το ίδιο βράδυ. Αν και πλέον μου φαίνεται ότι μόνο έτσι πρέπει να ανεβαίνουν.
Η ιδέα τού να ανεβάσει τις «Ιφιγένειες» στη σειρά γεννήθηκε πριν από περίπου 7 χρόνια. Αργότερα, λόγω COVID-19, όλα αναβλήθηκαν, όμως αυτό το καλοκαίρι η παράσταση επιτέλους πραγματοποιήθηκε. «Μέχρι σήμερα ήταν πολύ σπάνιο να συνδυαστούν αυτές οι δύο όπερες σε ένα δίπτυχο που παρουσιάζεται το ίδιο βράδυ. Αν και πλέον μου φαίνεται ότι μόνο έτσι πρέπει να ανεβαίνουν», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Αυτό που μας νοιάζει είναι η συνέχεια μιας μοίρας –η Ιφιγένεια περνάει από τις δύο πλοκές–, και οι δύο όπερες μαζί δίνουν την ευκαιρία να εξετάσουμε τη ζωή στη διάρκειά της».
– Πώς καταφέρνετε να παραμένετε πιστός στο πρωτότυπο κείμενο, ενώ ταυτόχρονα φέρνετε μια τόσο σύγχρονη οπτική στις παραστάσεις σας;
– Προσπαθώ να βρω μια προσωπική διαδρομή μέσα στο έργο που σκηνοθετώ, την οποία προσωπικά νιώθω πιο ειλικρινή, συνδεδεμένη οργανικά με την πλοκή, χωρίς πάθος και άκριτη λατρεία του παρελθόντος. Στόχος μου είναι να δώσω σε όλα τα στοιχεία ζωή, να τα κάνω να τρέμουν, να κολλάνε μεταξύ τους. Επίσης, θέλω το άκουσμα μιας πολύ οικείας μουσικής σύνθεσης να ξαφνιάζει τον θεατή και να αισθάνεται σαν να το βλέπει από μια απροσδόκητη γωνία.
– Πώς αντιμετωπίζετε τις ενδεχόμενες επικρίσεις από τους «παραδοσιακούς» λάτρεις της όπερας;
– Δεν συμμετέχω πια στην παραδοσιακή – ριζοσπαστική αντιπαράθεση. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Υπάρχουν όμως πολλές δυσκολίες. Η κυριότερη είναι να βρω ένα θέμα ώστε να αφηγηθώ την ιστορία με τέτοιο τρόπο που οι άνθρωποι του σήμερα να τη χρειάζονται πραγματικά. Με ένταση, με αιχμές, χωρίς αυταπάτες και χωρίς ευσέβεια μπροστά στον «όμορφο κόσμο της όπερας». Αυτό δεν σημαίνει ότι παύει η όπερα να είναι όμορφη. Οταν πλέον έχω αντιληφθεί τον κύριο άξονα, τότε η αισθητική, ο τρόπος που λέγεται η ιστορία, οι σχέσεις των χαρακτήρων, όλα αυτά λειτουργούν στην υπηρεσία του νοήματος.
– Πώς συνδέετε τη δουλειά σας με τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες;
– Οταν κυοφορήθηκαν οι «Ιφιγένειές» μας, το τοπίο ήταν διαφορετικό από το τωρινό. Το ζήτημα των καθηκόντων και των θυσιών του Τρωικού Πολέμου μπορεί να γίνει αντιληπτό σήμερα αλλιώς σε σχέση με μια ήσυχη εποχή ειρήνης. Οι ήρωές μας φεύγουν από την Αυλίδα ιδεολογικά σύμφωνοι με τον πόλεμο. Συντελείται λοιπόν αυτή η μεταμόρφωση των απλών ανθρώπων σε άτομα που διαπράττουν φόνο. Στον φιλόξενο κόσμο της Αυλίδας, τον γεμάτο χορούς και γαμήλια τραγούδια, η απειλή δεν είναι εμφανής με την πρώτη ματιά. Οι κάτοικοι της πόλης δεν αποτελούν εξαρχής μια πολεμική ανθρώπινη μάζα. Θυμούνται ακόμα τη γεύση της ειρηνικής ζωής και αντιλαμβάνονται αυτό που συμβαίνει ως προσωρινό: θα υπάρξει μια επιτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση, η οποία πρόκειται να τελειώσει νικηφόρα σε μερικές εβδομάδες. Κανείς δεν φαντάζεται μια δεκαετία τρομερής σφαγής. Δεν φαντάζονται τον πραγματικό πόλεμο, δεν έχουν ανάλογη εμπειρία – ούτε οι ίδιοι ούτε οι γονείς τους. Ακριβώς όπως οι περισσότεροι από εμάς τους Ευρωπαίους σήμερα.
«Ο πόλεμος είναι το κεντρικό γεγονός των πάντων στις δύο όπερες»
Μολονότι δεν έχει κάνει δημόσιες δηλώσεις για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η δουλειά του Ντμίτρι Τσερνιακόφ και το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργεί μας δίνουν μια καθαρή εικόνα για την περίπλοκη σχέση μεταξύ τέχνης και πολιτικής στη σύγχρονη Ρωσία. Ετσι, η παραγωγή της όπερας του Σεργκέι Προκόφιεφ «Πόλεμος και Ειρήνη» στην Κρατική Οπερα της Βαυαρίας ήταν ένα κάλεσμα για ειρήνη και ο Τσερνιακόφ επέλεξε να τοποθετήσει τη δράση –και το σκηνικό του– στην καρδιά της Μόσχας.
– Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας την άποψή σας για τη νέα εποχή των πολέμων που αντιμετωπίζει ο 21ος αιώνας;
– Αυτό είναι το βασικό θέμα της παράστασής μας. Ο πόλεμος αποτελεί το κεντρικό γεγονός των πάντων. Δεν παραμένει «στο κάδρο», αλλά ορίζει και τις δύο όπερες και αλλάζει τον κόσμο και τους ανθρώπους. Στην πρώτη όπερα, η ήσυχη Αυλίδα είναι στον κατώφλι του Τρωικού Πολέμου. Στην Ταυρίδα βρισκόμαστε πλέον στη μεταπολεμική εποχή. Την περίοδο της Αυλίδας, η Τροία υπάρχει. Αργότερα η πόλη έχει εξαφανιστεί. Ομως κανείς από όσους ζουν στην Αυλίδα δεν αντιμετωπίζει τον επερχόμενο πόλεμο ως φρίκη και καταστροφή. Δεν αναγνωρίζει δηλαδή αυτό που πραγματικά θα συμβεί. Βεβαίως όλοι ταυτιζόμαστε με την Ιφιγένεια, που πρόκειται να θυσιαστεί για να φυσήξει ο άνεμος του πολέμου. Η πολεμική εκστρατεία εξαρτάται από τη θανάτωση αυτού του κοριτσιού, αλλά εκτός από την ίδια, που ξέρει ότι θα γίνει το πρώτο θύμα, κανένας στην πόλη δεν φαντάζεται ότι θα υπάρξουν στη συνέχεια κι άλλες θυσίες. Και κανένας δεν πιστεύει ότι η θυσία θα μπορούσε να είναι ο καθένας τους.
Μετά την Ιφιγένεια, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες θα πεθάνουν. Αλλά αυτές οι θυσίες δεν θα εμφανιστούν στο προσκήνιο. Κανείς δεν έχει καταλάβει ακόμη πόσα τέτοια θύματα θα υπάρξουν, ότι θα γίνει γενοκτονία του τρωικού λαού και θα καταστραφεί ο τρωικός πολιτισμός. Δεν αντιλαμβάνονται επίσης πόσοι Ελληνες δεν θα επιστρέψουν μετά την Τρωική Εκστρατεία. Πιθανότατα, όλοι όσοι ζούσαν στην Αυλίδα στην αρχή της εξιστόρησης του μύθου –και στο πρώτο μέρος της παράστασης– είτε έχουν σκοτωθεί είτε έχουν ακρωτηριαστεί όταν η Ιφιγένεια βρίσκεται πια στην Ταυρίδα.
Η Ταυρίδα είναι αυτό που συμβαίνει μετά την καταστροφή. Είναι όσοι μένουν πίσω μετά τον θάνατο των κατοίκων της Αυλίδας. Μαζί και ο αρραβωνιαστικός της Ιφιγένειας, ο Αχιλλέας, και ο Αγαμέμνονας και οι περισσότεροι από αυτούς που ζήτησαν τη θυσία της είναι νεκροί. Η Ιφιγένεια, ζωντανή, διαφυλάσσει τη μνήμη τους, όμως τα θύματα της Τροίας παραμένουν αόρατα μέσα στην όπερα. Η δολοφονία της Ιφιγένειας είναι τερατώδης, ναι, αλλά τερατώδης στην πραγματικότητα υπήρξε ο Τρωικός Πόλεμος. Ολα αυτά, νομίζω, έχουν να κάνουν με τη νέα εποχή των πολέμων που αντιμετωπίζει ο 21ος αιώνας.