Η σκηνή είναι μια διαρκής ευθύνη

H πιανίστρια Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια μιλάει στην «Κ» με αφορμή την εμφάνισή της με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

5' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια ζωντανή συνέντευξή της που βρίσκεται στο YouTube, η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια είναι παραδόξως εξομολογητική. Ισως επειδή η συνέντευξη είναι πολύ σύντομη, διαρκεί μόνον 4 λεπτά.

Ανάμεσα στα άλλα, τη ρωτούν τι είναι για εκείνη ευτυχία. Απαντά, «είχα κάποτε ρωτήσει το ίδιο τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ. “Είμαι χαρούμενος, είπε, όταν κάνω μια βόλτα στην Πράγα”. Δεν είναι κάτι σταθερό η ευτυχία, κάτι που καταφέρνεις και διαρκεί μια ζωή. Μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή. Είναι απελευθέρωση. Είναι ενθουσιασμός».

Προετοιμάζοντας τη συνέντευξη για την «Κ» με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή της στην Ελλάδα, που θα ανοίξει τη νέα καλλιτεχνική σεζόν της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), τη σκέφτομαι να φοράει το χαρακτηριστικό κόκκινο κραγιόν που τονίζει τα γαλανά μάτια της. Είναι 78 ετών και παραμένει ωραία. «Είμαι χαρούμενη επειδή ζω μέσα και μαζί με τη μουσική. Και είμαι απίστευτα ευγνώμων στους γονείς και τους δασκάλους μου που με έβαλαν σε αυτό το μονοπάτι», λέει.

Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια είναι μία από τις πιο διακεκριμένες πιανίστριες της εποχής μας. Γεννημένη στην Τιφλίδα της Γεωργίας, έχει καταφέρει να κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση με την εξαιρετική τεχνική της και τη βαθιά μουσική της ευαισθησία. Η καριέρα της, που εκτείνεται σε περίπου έξι δεκαετίες, είναι γεμάτη από σημαντικές συνεργασίες με κορυφαίες ορχήστρες και μαέστρους, καθώς και από ηχογραφήσεις που έχουν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στον κόσμο της κλασικής μουσικής.

Η σκηνή είναι μια διαρκής ευθύνη-1
Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια θα ερμηνεύσει στην Αθήνα το Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν. [Julia Wesely]

Γεωργιανή με καταγωγή από την Πολωνία, σπούδασε στη Μόσχα και από το 1978 κατοικεί μόνιμα στη Βιέννη. «Ποια από τις χώρες στις οποίες έχετε ζήσει νιώθετε ως πατρίδα σας;», τη ρωτώ. «Το μεγάλο βασίλειο της μουσικής σώζει ανθρώπους», απαντάει.

Στην Τιφλίδα υπήρχε μουσική παντού, σε κάθε πανηγύρι υπήρχε τραγούδι. Ανεξάρτητα από το αν γνώριζε κάποιος τις νότες, μπορούσε να συμμετέχει τραγουδώντας «με το αυτί».

Διηγείται ότι τα παιδικά της χρόνια στην Τιφλίδα ήταν γεμάτα χαρά. «Υπήρχε μουσική παντού, σε κάθε πανηγύρι υπήρχε τραγούδι. Η περίφημη ανδρική a capella χορωδία της Γεωργίας! Ανεξάρτητα από το αν γνώριζε κάποιος τις νότες, μπορούσε να συμμετέχει τραγουδώντας “με το αυτί”».

Οταν σπούδαζε στο Ωδείο της Μόσχας, όλοι οι σπουδαίοι μουσικοί βρίσκονταν γύρω της. Οι φοιτητές μπορούσαν να παίζουν τα έργα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς παρουσία του. Παρακολουθούσαν καθημερινά συναυλίες των Γκίλελς, Ρίχτερ, Οϊστραχ, Κόντρασιν, Ροστροπόβιτς, άκουγαν τα μαθήματά τους ως επισκέπτες φοιτητές. «Μια μεγάλη, υπέροχη εποχή», θυμάται.

Και η στενή σχέση της με τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, στην οποία συχνά αναφέρεται; Πώς ήταν εκείνος ως δάσκαλος; «Ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ δεν δίδαξε ποτέ!», απαντάει.

«Ομως ο καθένας από εμάς –φοιτητές και ερμηνευτές– ένιωθε την επιρροή του. Τα πιο σημαντικά πράγματα που συγκράτησα από εκείνον ήταν η ειλικρίνεια, η έκταση και η εκπληκτική παραγωγικότητά του».

Σε μια προηγούμενη συνέντευξή της παρατηρούσε ότι παίζει πιάνο πάρα πολλά χρόνια κι ακόμη δεν το έχει χορτάσει. Πώς είναι δυνατόν; «Το πιο σημαντικό είναι να μελετάμε διαρκώς και προσεκτικά το κείμενο. Οπως έλεγε πάντα ο Χέντριτς Νιουχάους: “Κοίτα τη μουσική, όλα βρίσκονται εκεί”. Και μετά “ανοίγει το σουσάμι”. Τότε παρουσιάζεται ό,τι κρύβεται πίσω από τις νότες, και αρχίζει το άπειρο».

Τίποτα δεν θα με έκανενα σταματήσω να παίζω πιάνο

Στις 18 Οκτωβρίου επιστρέφει στην Αθήνα για μια τρίτη συνάντηση με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μέσα στα τελευταία 7 χρόνια και οι κριτικές της πιο πρόσφατης εμφάνισής της, το 2022, ήταν διθυραμβικές για τον τρόπο που καταφέρνει να ηγηθεί στον μουσικό διάλογο με την ορχήστρα. Τώρα, με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της ΚΟΑ στο πόντιουμ όπως και τότε, θα ερμηνεύσει το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν, έργο για το οποίο έχει γραφτεί στο περιοδικό Gramophone ότι «κυλάει στο αίμα της». Πώς νιώθει η ίδια για αυτό;

«Τα σπουδαία έργα που δημιουργούνται από ιδιοφυΐες μάς συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή και παρέχουν πάντα υλικό για προβληματισμό και ενσυναίσθηση. Εμείς, οι “δι-ερμηνείς”, πρέπει να ερμηνεύσουμε και να καταφέρουμε να εκφράσουμε όλα όσα υπάρχουν στο μουσικό κείμενο», απαντά.

Τα σπουδαία έργα που δημιουργούνται από ιδιοφυΐες μάς συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή και παρέχουν πάντα υλικό για προβληματισμό και ενσυναίσθηση.

– Θυμάστε την πρώτη φορά που ερμηνεύσατε το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν; Κάθε φορά που το ερμηνεύετε ανακαλύπτετε νέα στοιχεία σε αυτό;

– Εμαθα το Τρίτο κοντσέρτο αρκετά αργά, νομίζω πως ήταν το τελευταίο από τα πέντε. Θυμάμαι μια συναυλία με διευθυντή ορχήστρας τον Ρούντολφ Μπαρσάι, την ακρίβεια των κινήσεών του και τη δική μου αίσθηση ότι πρέπει να είμαι πειθαρχημένη και ευλαβής. Ως ακροατής, δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ο Γιούρι Τεμιρκάνοφ οδήγησε το πρώτο ορχηστρικό κομμάτι του έργου. Σε αυτό βρίσκονται όλες οι πιο σημαντικές ιδέες του πρώτου μέρους.

– Πώς νιώθετε επάνω στη σκηνή;

– Η σκηνή είναι σοβαρό θέμα από μόνη της, μια συνεχής ευθύνη. Γιατί, πάνω στη σκηνή δημιουργείς κάτι αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Πρέπει να βρεις το κουράγιο να πολεμήσεις κάθε ανασφάλεια και να ανήκεις μόνο στη μουσική. Χρειάζεται πλήρης συγκέντρωση γιατί μόνο αν είναι ο ερμηνευτής πλήρως συγκεντρωμένος στη σκηνή, μπορεί να πείσει το ακροατήριό του.

Χρειάζεται πλήρης συγκέντρωση, γιατί μόνο αν είναι ο ερμηνευτής πλήρως συγκεντρωμένος μπορεί να πείσει το ακροατήριό του.

– Στις παύσεις ανάμεσα στις νότες, ποιες ιστορίες νιώθετε ότι λέει η μουσική;

– Οι παύσεις στη μουσική είναι πολύ σημαντικές. Εχουν πάντα διαφορετική ένταση, έχουν διαφορετική διάρκεια, και αυτό συμβάλλει στον χαρακτήρα της μουσικής. Οι παύσεις σε καμία περίπτωση δεν διαχωρίζονται από τη μουσική έκφραση.

– Οταν κάθεστε στο πιάνο για να ερμηνεύσετε ένα έργο, νιώθετε ότι συνομιλείτε με τον συνθέτη του;

– Οταν κάθομαι στο πιάνο και δουλεύω, είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη στο έργο και δεν παρακολουθώ τον εαυτό μου. Είναι μια σημαντική διαδικασία, που θα μπορούσε κάποιος να την ονομάσει «εσωτερική».

– Σας απασχολεί η σύγκριση με νέους ανερχόμενους σολίστες;

– Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Το να συναντώ νέους μουσικούς μου δίνει χαρά και είναι και διεγερτικό.

– Μεταξύ άλλων, το 1964, κερδίσατε τον Διεθνή Διαγωνισμό Ενέσκου στο Βουκουρέστι, με δύο από τους κριτές να είναι ο Αράμ Χατσατουριάν και ο Αρθουρ Ρουμπινστάιν. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχουν προσωπικότητες αυτού του βεληνεκούς;

– Στο μυαλό μου έρχεται ο Βρετανός συνθέτης Τόμας Αντές, ο οποίος θεωρώ ότι ξεπερνάει πολλούς ομότεχνούς του από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ή σκέφτομαι πιανίστες όπως ο Ράντου Λούπου, ο Πιοτρ Αντερσέφσκι, ο Μιχαήλ Πλεντιόφ, ο Γκριγκόρι Σοκόλοφ

– Πώς το ακούτε όταν σας περιγράφουν ως την τελευταία εν ζωή Ρωσίδα πιανίστα στη σειρά του Ρίχτερ και του Εμιλ Γκίλελς;

– Δεν παρακολουθώ όλα όσα λέγονται για μένα.

– Τι θα σας έκανε να σταματήσετε να παίζετε πιάνο;

– Τίποτα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT