«Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», «Στα εστιατόρια που τρών’ τα συνεργεία», «Μετανάστης στην αγκαλιά σου», «Στη ρωγμή του χρόνου», «Χαβαλεδιάρικο», «Τρελή κι αδέσποτη», «Στο Σου Μι Τζου κάποια βραδιά».
Αυτά και άλλα τραγούδια, που έγραψαν Ιστορία στη σύγχρονη ελληνική δισκογραφία, συμπεριλαμβάνονται στο αφιέρωμα που διοργανώνεται στον Σταυρό του Νότου για τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη. Ωστόσο, στην παράσταση «Στην αρχή των τραγουδιών… για μια στιγμή» ο ίδιος δεν θα ανέβει στη σκηνή για να τραγουδήσει και να παίξει πιάνο. «Θα έχω την ευχάριστη ή δυσάρεστη ευκαιρία να ακούσω τα τραγούδια μου ως ακροατής», λέει στην «Κ», με τον χαρακτηριστικό τρόπο του να ισορροπεί διαρκώς τα λεγόμενά του μεταξύ ευγένειας, λεπτότητας και αυτοσαρκασμού.
Εκ πρώτης όψεως το πρόγραμμα της συναυλίας της Παρασκευής είναι λαϊκό και «σουξεδιάρικο», όπως θα έλεγε ο Μανώλης Ρασούλης. Τα 24 τραγούδια της λίστας καλύπτουν περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες δημιουργίας ξεκινώντας από το 1978 και αποτελούν ορόσημα στην πορεία ενός πολύπλευρου συνθέτη και μουσικού, που δεν βολεύεται με τις ετικέτες – «έντεχνο», «λαϊκό» και «παραδοσιακό». Δέχεται ωστόσο να τις χρησιμοποιήσουμε για να συνεννοηθούμε, όπως σημειώνει.
Τον ρωτάμε εάν θεωρεί λαϊκούς δίσκους την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και τα «Δήθεν». «Οντως χρησιμοποίησα λαϊκά στοιχεία στο ύφος της μουσικής και των ρυθμών», απαντά. «Το τέλος της δεκαετίας του ’70 ήταν μια περίοδος αναστάτωσης και ιδεολογικών ζυμώσεων. Μετά τις πολιτικές συνθέσεις του Θεοδωράκη και τη μουσική του Χατζιδάκι, που είχαμε συνηθίσει, είδα ότι ένα χαριτωμένο τσιφτετέλι ή ένα γλεντζέδικο ζεϊμπέκικο μπορεί να διαθέτει επίσης πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές».
Ετσι, με όχημα τη μουσική, εκείνος έδωσε έμφαση στους στίχους που περιείχαν χιούμορ, περιπαικτικό τόνο, πολιτική χροιά και σαρκασμό. «Το καρναβαλικό στοιχείο, η επιθυμία για ξεφάντωμα προσέθετε σε αυτά τα τραγούδια τη διάσταση της λαϊκότητας», σχολιάζει, όπως φαίνεται για παράδειγμα στους στίχους του Μανώλη Ρασούλη «Εγώ είμαι εργατόπαιδο/ κι εσύ της Nομικής/ Πες μου πού παρανόμησα/ όταν για λίγο νόμισα/ πως θ’ ανταποκριθείς» από το τραγούδι «Το κοτλέ παντελονάκι». Στο μουσικό ανθολόγιο του συναυλιακού προγράμματος, την πλειονότητα των στίχων στα τραγούδια υπογράφουν μερικοί από τους πιο κοντινούς συνεργάτες του Νίκου Ξυδάκη, οι ποιητές-στιχουργοί Μιχάλης Γκανάς, Θοδωρής Γκόνης, Μανώλης Ρασούλης, Τάσος Σαμαρτζής.
Τα τραγούδια στις πρώτες τους εκτελέσεις αναδείχθηκαν και ανέδειξαν τραγουδιστές σαν τον Νίκο Παπάζογλου και την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Τώρα, «το υλικό θα θερμανθεί» όπως λέει ο συνθέτης, από τη Φωτεινή Βελεσιώτου, τη Βιολέτα Ικαρη, τον Κώστα Τριανταφυλλίδη με τη συμμετοχή της Ελένης Βιτάλη, του Αντώνη Απέργη και του Νίκου Ξύδη. Με τους συγκεκριμένους ερμηνευτές, με μουσικούς της νέας γενιάς και ζωντανό κοινό, η συναυλία θα ηχογραφηθεί και παράλληλα θα κινηματογραφηθεί.
Aνέκαθεν είχα μια ανησυχία, ήθελα να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα. Πιστεύω ότι ένας δημιουργός κρίνεται από το σύνολο του έργου του και όχι από μια συγκεκριμένη στιγμή ή μια αιχμή της καριέρας του.
Αναρωτιέμαι πώς αισθάνεται ο ίδιος απέναντι σε αυτά τα τραγούδια-σουξέ, τα οποία έχουν πλέον αυτονομηθεί γνωρίζοντας συνεχείς επανεκτελέσεις. «Αυτά τα τραγούδια αποτύπωσαν όντως μια εποχή, οπότε δεν με ενοχλεί αν θεωρούνται ιστορικά», σχολιάζει. «Πάντως, ανέκαθεν είχα μια ανησυχία, ήθελα να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα. Πιστεύω ότι ένας δημιουργός κρίνεται από το σύνολο του έργου του και όχι από μια συγκεκριμένη στιγμή ή μια αιχμή της καριέρας του».
Ο ιδιος, παρά την εμπορική επιτυχία που γνώρισε τη δεκαετία του ’70, επέλεξε να απόσχει από τη δισκογραφία για τέσσερα χρόνια, από το 1979 έως το 1983. Και επέστρεψε με ένα διαφορετικό άλμπουμ, το «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα». Πώς έγινε δεκτή η στροφή του από το κοινό; «Ξέρετε, ανέκαθεν ήμουν κάτι σαν φοινικιά για την Ελλάδα, διέθετα ένα στοιχείο εξωτικό», λέει με το ιδιαίτερο χιούμορ του. Με καταγωγή από το Κάιρο και μέλος μιας μεγάλης ελληνικής κοινότητας της Αιγύπτου, έφτασε με την οικογένειά του στην Αθήνα το 1963 όταν ήταν 11 ετών, βιώνοντας μια τραυματική μετατόπιση.
«Είχαμε την εικόνα της ιδανικής Ελλάδας στον νου μας, αλλά προσγειωθήκαμε σε ένα χάος ανάλογο με αυτό που αφήσαμε πίσω μας», εξηγεί. «Ετσι, στο τέλος της δεκαετίας του 1970, άρχισε πλέον να αναδύεται από μέσα μου μια μνήμη, η οποία άλλαξε τον πυρήνα μου. Ο χρόνος μετατοπίστηκε προς τα πίσω, σε άλλους ήχους».
Ηταν η εποχή που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά διαφορετικά, πρωτόγνωρα για την εποχή, μουσικά όργανα –ούτι και κανονάκι– χωρίς αυτό να σημαίνει επιστροφή στην παράδοση, όπως τονίζει. «Σήμαινε όμως ότι τα συναισθήματα έγιναν πιο βαθιά», προσθέτει.
Ακολούθησαν δουλειές όπως τα άλμπουμ «Κοντά στη Δόξα μια στιγμή», «Ναι στο ναι και ναι στο όχι», η σύνθεση της μουσικής για την ταινία «Μανία» του Γιώργου Πανουσόπουλου, η συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα. Από το 1978 έως σήμερα, ο Νίκος Ξυδάκης έχει παρουσιάσει πάνω από 25 δίσκους μουσικής και τραγουδιών, έχει μελοποιήσει πολλούς ποιητές και έχει γράψει μουσική για την αρχαία ελληνική τραγωδία. «Και όμως», όπως λέει, στα 72 του χρόνια, «δεν έχω γράψει ακόμη το τραγούδι που θέλω».
«Στην αρχή των τραγουδιών… για μια στιγμή – Αφιέρωμα στον Νίκο Ξυδάκη», Σταυρός του Νότου, 1 Νοεμβρίου.