«Θα συνεχίσω όσο αντέχει η φωνή μου»

7' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Θα συνεχίσω όσο αντέχει η φωνή μου»

Η Μαρία Φαραντούρη που γιορτάζει πενήντα χρόνια στο τραγούδι

μιλάει για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν

Της Γιωτας Συκκα

Ο Τσαρλς Λόιντ και η σύζυγός του Ντόροθι, κολλητοί φίλοι πια από

τότε που την άκουσαν στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα,

ετοιμάζονται να φύγουν από το σπίτι της Μαρίας Φαραντούρη στο

Ναύπλιο και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οσο ο κορυφαίος

Αμερικανός τζαζίστας μοιράζεται διαδικτυακά με τους φίλους του σε

όλο τον κόσμο την εμπειρία των διακοπών του στην Ελλάδα, εκείνη

προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις αναμνήσεις των 50 της χρόνων στο

τραγούδι. Τι να πρωτοχωρέσει στη συναυλία της στις 17 του μηνός στο

Ηρώδειο; «Ημουν πολύ τυχερή στη ζωή μου. Εζησα πολλές συγκινήσεις

και γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους» λέει στην «Κ». Και γύρω της πάντα

μια πνευματική ομπρέλα να την προστατεύει. Αλλωστε ξεκίνησε στο

τραγούδι από παιδί και μεγαλώνει μαζί του. Με μια βαλίτσα πάντα στο

χέρι.

Τον Νοέμβριο θα ταξιδέψει στο Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, το Αμβούργο

και το Μόναχο, σήμερα όμως μάς μιλάει για τη ζωή της και τους

σταθμούς. Μια διαδρομή δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο

Χατζιδάκι, τους Ελληνες ποιητές, τις διεθνείς προσωπικότητες που

συνάντησε σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι: Αραμ Ιλιτς Χατσατουριάν,

Ζούμπιν Μέτα, Λέο Μπρόουερ, Μερσέντες Σόσα, Λούτσιο Ντάλα,

Λιβανελί, σερ Τζον Γκίλγουντ, Αλαν Μπέιτς, Τζον Ουίλιαμς, Ζιλιέτ

Γκρεκό κ.ά. Είναι συγκινημένη που θα έρθει στο Ηρώδειο μαζί της ο

Διονύσης Σαββόπουλος «φίλος από τα παλιά», αλλά και τα «κορίτσια»

όπως ονομάζει στοργικά την Ελλη Πασπαλά και τη Σαβίνα Γιαννάτου με

τις οποίες ξαναδούλεψαν στο παρελθόν όπως άλλωστε και με τον Τάκη

Φαραζή που ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις. Ας της δώσουμε όμως τον

λόγο. Η Μαρία Φαραντούρη, ή «Μαρία Κάλλας του λαού», όπως τη

βάφτισε η Ντέιλι Τέλεγκραφ, η «Τζόαν Μπαέζ της Μεσογείου» (Μοντ)

ξεδιπλώνει τη ζωή της:

Η συνάντησή μου με τη μουσική. Μικρούλα άκουγα μαγεμένη ραδιόφωνο,

αλλά και καντάδες στα κυριακάτικα τραπέζια. Η μητέρα μου είχε

υπέροχη φωνή. Και από την άλλη, το περιβάλλον της Νέας Ιωνίας.

Προσφυγικό, λαϊκό, εργατικό, όπου ο κόσμος μαζευόταν στην πλατεία

και άκουγε την Αννα Χρυσάφη. Εκεί έμεναν και ο Στέλιος Καζαντζίδης,

η Γιώτα Λύδια. Ρουφούσα σαν σφουγγάρι όλα τα είδη. Η μουσική ήταν

συμπαραστάτης όταν έπαθα πολιομυελίτιδα -επιδημία της εποχής-, στα

δυόμισί μου χρόνια. Ως τα 12 δεν ήταν εύκολες στιγμές. Χρειάστηκε

να μείνω στο σανατόριο μαζί με άλλα παιδιά για έξι μήνες,

καραντίνα. Ομως στις σχολικές γιορτές ήμουν πάντα παρούσα. Ο

καθηγητής μου στο γυμνάσιο με κατσάδιαζε γιατί το έσκαγα, πήγαινα

στις πρόβες. Χρόνια αργότερα, μετά από μια συναυλία στη

Μεταπολίτευση ήρθε και με βρήκε: «Πόσο άδικο είχα» απολογήθηκε.

Μου άρεσαν οι ορχήστρες. Ηταν η εποχή που έφερναν τα ινδικά, αλλά

και η εποχή που ακούγονταν τα πρώτα ερωτικά της Φίνος Φιλμ. Θυμάμαι

τη Μούσχουρη να τραγουδά Καπνίση – ένα αριστούργημα. Η επανάσταση

του Μάνου και του Μίκη είναι ότι έφεραν στη ζωή μας την ποίηση και

τους ποιητές. Στα 14 γνώρισα την κατοπινή μου φίλη Νίκη Τυπάλδου.

Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και μου είπε «έχεις ωραία φωνή»,

προτρέποντάς με να πάω στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής. Εκεί

και ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος, ο Λεοντής, ο Μαυρουδής. Αρχισα ως

μέλος της χορωδίας. Ο Σαββόπουλος εμφανίστηκε στον ΣΦΕΜ

κατεβαίνοντας με το «Φορτηγό» του. Εβλεπες ότι ήταν ιδιαίτερος, με

πνευματική φλόγα. Πηγαίναμε στις δυτικές συνοικίες και με συνόδευε.

Πέντε ακόρντα ήξερε τότε. Τον κάλεσα τώρα γιατί ήταν ο τρίτος

παράλληλος: Μίκης, Μάνος, Διονύσης. Τότε, σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ

στο Δημοτικό του Πειραιά, με άκουσε ο Μίκης στον «Καημό». Αργότερα

στα παρασκήνια μου λέει: «το ξέρεις ότι γεννήθηκες για τα τραγούδια

μου;». «Το ξέρω», απάντησα. «Α, τότε θα γίνεις ιέρειά μου» είπε και

ζήτησε από τη μητέρα μου να με πηγαίνει κάθε μέρα στο Εθνικό Θέατρο

όπου έκανε πρόβα με την Κατίνα Παξινού και την Ελλη Νικολαΐδου στα

χορικά. Ετοίμαζαν τις «Φοίνισσες». Ετσι άρχισαν όλα και οι

συναυλίες.

Σε ένα χαρτάκι τσίχλας. Μετά το πραξικόπημα, μου έστειλε μήνυμα να

φύγω: «Μάζεψε μουσικούς και φύγε στο εξωτερικό, γιατί απαγορεύεται

η μουσική μου». Η μητέρα μού είπε: «παιδί μου τράβα στο καλό». Ετσι

φτιάξαμε το συγκρότημα με τον πιανίστα Γιάννη Διβίλλη, τον Αντώνη

Καλογιάννη και άλλους και φύγαμε ένας ένας στο Παρίσι. Τον πρώτο

καιρό μέναμε στους ξενώνες του δήμου, σε σπίτια. Εκεί ήρθαν να μας

συναντήσουν μεγάλες προσωπικότητες της Γαλλίας. Ημουν 20 ετών και

έτρεχα παντού. Ημουν ένα ταξιδιάρικο πουλί. Τα χρήματα τα έπαιρνε

μια επιτροπή και τα έδινε ενίσχυση στις οικογένειες των

φυλακισμένων και για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Θέλαμε να

επηρεάσουμε, να αγωνιστούμε υπέρ της δημοκρατίας.

Ο Μιτεράν και ο Φιντέλ Κάστρο

Ο Μιτεράν μού είχε αδυναμία.Δίπλα του γνώρισα τη Φρανσουάζ Σαγκάν,

τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, τη Μίριαμ Μακέμπα σε ένα μικρό σπιτάκι στη

Σεν Μισέλ. Ηταν απλός, προσηνής, διαβασμένος με μεγάλη αγάπη για

την Ελλάδα. Χρόνια μετά με κάλεσε στο προεδρικό μέγαρο της Γαλλίας

να τραγουδήσω για 100 προσωπικότητες, ενώ στο βιβλίο του «Η μέλισσα

και ο Αρχιτέκτονας» με παρομοίασε με την ίδια την Ελλάδα και τη θεά

Ηρα: δυνατή, αγνή και άγρυπνη. Υπέροχη ανάμνηση και η γνωριμία με

τον Πάμπλο Νερούδα. Το 1972 ήταν πρέσβης της χώρας του στο Παρίσι

και ερχόταν στις πρόβες του «Κάντο Χενεράλ». Μας είχε ετοιμάσει με

τον Αλιέντε μια μεγάλη περιοδεία στη Λατινική Αμερική και είχαμε

δώσει ραντεβού στη Χιλή. Μας πρόλαβε το ’73 η δικτατορία του

Πινοσέτ. Ετσι πήγαμε στην Κούβα όπου με τον Πέτρο Πανδή

τραγουδήσαμε στην κεντρική πλατεία της Αβάνας. Στη συναυλία ήρθε

απροειδοποίητα ο Φιντέλ Κάστρο. Υστερα μας κάλεσε σε ένα μεγάλο

σπίτι με κήπο όπου ξημερώσαμε με ατέλειωτες συζητήσεις, ποτό και

μεσογειακό ταμπεραμέντο. Αγαπητός και διαχυτικός. Μεγάλη στιγμή

ήταν και η συνάντηση με τον Ούλοφ Πάλμε. Οι Σκανδιναβοί ήταν πολύ

ευαισθητοποιημένοι τότε, μας άνοιγαν τις εκκλησίες τους να

τραγουδούσαμε την «Κατάσταση πολιορκίας».

«Δεν βλέπω διέξοδο, αλλά δεν μπορείς να ζεις και χωρίς

ελπίδα»

Θυμάμαι τον Ιβ Μοντάν που διάβασε σε συναυλία το ποίημα «Κράτησα τη

ζωή μου». Τον Αλαν Μπέιτς, τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ και τη μαχητικότητά

της. Τη συναυλία που δώσαμε για τα 90χρονα του Πικάσο. Κάθε μέρα

πηγαίναμε κάπου. Τη μία στην Ιταλία όπου ξεσηκωνόταν ο κόσμος, την

άλλη στη Σουηδία. Δεν κρατούσα φωτογραφίες απ’ όλα αυτά, οι

συναυλίες για μας ήταν σαν στρατιωτικό καθήκον, δεν ήταν δημόσιες

σχέσεις, ούτε επένδυση για το μέλλον. Δεν μας στήριζε το σύστημα

των δισκογραφικών, αλλά η ορμή του κόσμου.

Ο Λένον ρωτούσε για την Ελλάδα.Η γνωριμία μου με τους Μπιτλς έγινε

με παρότρυνση του ευρηματικού Αλέξη Μάρδα της Apple. Εκεί με κάλεσε

ζητώντας μου να φέρω κι ένα τραγούδι του Μίκη. Πήγα το «Αν θυμηθείς

το όνειρό μου» που τραγούδησαν έπειτα. Στη συνάντηση όλοι ρωτούσαν

για την Ελλάδα με μια ενοχή, ίσως, επειδή ήρθαν επί δικτατορίας στη

χώρα μας. Για όλες αυτές τις γνωριμίες δεν κόμπασα ποτέ. Τα νιώθω

σαν στιγμές που είχα κλεισμένες σε αποσκευές.

Τι έχασα αυτά τα χρόνια; Την καθημερινότητα με τα αγαπημένα μου

πρόσωπα. Ημουν πολύ αφοσιωμένη σ’ αυτό που έκανα. Ομως, όσο δεν με

προδίδει η φωνή και το σώμα μου, θα συνεχίσω το ταξίδι. Υπήρξαν και

διαψεύσεις για πρόσωπα, ιδέες, φίλους. Είχαμε το πάθος να ενώσουμε

τον κόσμο, τώρα είμαστε μια πορεία στην ομίχλη. Δεν ξέρω πώς

μπορούμε να βγούμε, δεν βλέπω διέξοδο, αλλά δεν μπορείς να ζεις

χωρίς ελπίδα. Θα υποστηρίξω όποιον καταφέρει να βγάλει από την

κρίση τη χώρα μου, όμως ξέρω ότι οι αδύναμοι πληρώνουν το τίμημα.

Και σε κάθε κρίση βγάζει κεφάλι ο φασισμός. Τα φοβικά σύνδρομα του

κόσμου ανέβασαν τη Χρυσή Αυγή. Λένε, άσ’το θα ξεφουσκώσει, όμως

συμβαίνει το αντίθετο. Γι’ αυτό πιστεύω στην παιδεία, τη γνώση, τον

πολιτισμό.

Ο Μάνος ήταν ο άλλος γονιός μου. Ηθελα να προλάβω την Αμοργό όσο

ζούσε ο Χατζιδάκις όπως και τον «Καπετάν Μιχάλη» που είχε κάνει στο

στούντιο με άλλη ενορχήστρωση. Ελεγε να ξαναφτιάξει τα τραγούδια

της «Σκοτεινής μητέρας». Η σχέση μαζί του ήταν επίσης συγκινητική,

κι ας είπα λιγότερα τραγούδια. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο με

βοήθησε να έρθω στην πατρίδα μου για να κηδέψω τον πατέρα μου.

Ο Τηλέμαχος ήταν το στήριγμά μου. Ημουν μια γυναίκα στο φευγιό.

Ηταν φοιτητής της Φιλοσοφικής στη Φλωρεντία και ποιητής όταν τον

γνώρισα. Η συμπεριφορά του όλα αυτά τα χρόνια δείχνει άνθρωπο με

ωριμότητα, κατανόηση, πίστη και θαυμασμό. Δεν με ανταγωνίστηκε

ποτέ. Η αγάπη και η έντονη κοινή ιστορία μας ξεπερνούσε τις

δυσκολίες. Ο Στέφανος, ο γιος μας, ήταν πάντα ο αυστηρός κριτής της

δουλειάς μου. Σπουδάζει μουσική και έχει άποψη.

Ως Ελληνίδα έγινα διεθνής. Κάποτε στο Παρίσι πάσχισαν να με κάνουν

Γαλλίδα τραγουδίστρια. Μου ψώνισαν φορέματα, ήθελαν να με κάνουν

Τουίγκι, παρότι τότε ήμουν αδύνατη, μετάφραζαν τραγούδια στα

γαλλικά, αλλά αρνήθηκα. Από μικρή, βλέπεις, είχα πυξίδα, δεν

παρέκκλινα. Κάθε τραγούδι σηματοδοτεί έναν ολόκληρο κόσμο, με όλα

ταυτίζομαι, αλλά ειδικά τώρα με το: «Σου είπαν ψέματα πολλά/ ψέματα

σήμερα σου λένε ξανά/ κι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν/ ψέματα σου

λένε οι εχθροί σου/ μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την

αλήθεια/…καιρός να δεις.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT